Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι ένας ταξιδευτής. Ενας περιπλανώμενος οδοιπόρος «μέσα στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη», όπως λέει ο Γιώργος Σεφέρης. Ομως, ο Γιάννης μέσα από τα βιβλία του τη μετατρέπει σε χρυσόσκονη. Ξεθάβει την Ελλάδα. Δεν νιώθεις μόνος μπροστά στην εικόνα μιας χαμένης πατρίδας.
Μεγάλωσε στην Αλεξανδρούπολη. Σε μια προσφυγούπολη με μειονότητες Αρμενίων, Φραγκολεβαντίνων, Θρακιωτών, Αδριανουπολιτών, μουσουλμάνων. Η σχέση του μ’ αυτόν τον κόσμο ήταν υπαρξιακή, ζωτική. Είναι ένας αφηγητής της εποχής του. Σαν μέλισσα τρυγούσε την κουλτούρα, τα έθιμα, τις γνώσεις αυτών των λαών. Δημιουργεί κυψέλες με χυμούς λέξεων, ιστοριών, ενός κόσμου που ζει κι ονειρεύεται μέσα στην καθημερινότητά του.
Σε πολλά βιβλία του υπάρχουν αυτοβιογραφικά απωθημένα. Γίνεται μοναδικός, απολαυστικός γιατί ζωγραφίζει τους ήρωές του πολύχρωμους με λάμψη και νοσταλγία, όπως και στο καινούργιο βιβλίο του «Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα» (εκδόσεις Διόπτρα).
● Πώς εμπνέεσαι τους πρωτότυπους τίτλους των βιβλίων σου;
«Η Αλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα» είναι μια αυτοβιογραφική εμμονή. Εγώ πάντα ήθελα την Αθήνα, παρόλο που ήμασταν πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη. Βέβαια όταν λέμε κοντά, εννοούμε 12 ώρες με το τρένο, ήμασταν τέρμα θεού. Η απειλή τότε για τους δημόσιους υπαλλήλους ήταν «θα σε στείλω στον Εβρο». Εγώ ήξερα ότι ήμασταν μόνο 2,5 ώρες μακριά από την Κωνσταντινούπολη, τη Βασιλεύουσα. Οπότε έλεγα η αρχή είναι εκεί ή το τέλος; Και κάποιοι μέχρι πρόσφατα δεν ήξεραν πού βρίσκονται όλα αυτά. Αλεξανδρούπολη, Αλεξάνδρεια, τα μπέρδευαν. Ζωντανέψανε όλα αυτά όταν ιδρύθηκαν τα Πανεπιστήμια στη Βόρεια Ελλάδα και δημιουργήθηκε το μεταναστευτικό ζήτημα.
Με τα χρόνια αντιλαμβάνομαι περισσότερο τη γελοιότητα που λανσάρεται ως πρόοδος με άθικτα τα παράσιτα του παρελθόντος
Ημασταν πολυπολιτισμική κοινωνία. Τότε βέβαια δεν το εκτιμούσαμε γιατί το θεωρούσαμε δεδομένο αφού ζούσαμε έτσι. Αυτό ακριβώς περιγράφεται και σε αυτό το βιβλίο, γιατί αυτό το βιβλίο έχει πολλά αυτοβιογραφικά απωθημένα.
Η φωτογραφία του εξωφύλλου υπάρχει 30 χρόνια στο συρτάρι μου. Είναι δυο κορίτσια μετανάστριες που ζουν στην Αυστραλία. Είχε δημοσιευτεί στο National Geographic. Οταν το πρωτοείδα, χρησιμοποίησα την εικόνα αυτή σε ένα από τα χρονογραφήματα που έγραφα στην «Ελευθεροτυπία». Αλλά ήξερα πάντα ότι κάποτε θα τις χρειαστώ. Μου είχαν εντυπωθεί πάρα πολύ.
● Ποιες είναι οι αδερφές Γαργάρα;
Είναι μεγαλωμένες σε ένα ελαφρώς λούμπεν, νοσηρό περιβάλλον. Με γονείς αδιάφορους από ανημπόρια οικονομική, αλλά και ηθική. Προσπαθούν να χτίσουν τον δικό τους κόσμο για να αμυνθούν προς πάσα κατεύθυνση. Ολοι όσοι αντιμετωπίζαμε σε χρόνια τρυφερά έναν κόσμο σκληρό κι ακατανόητο για την ευαισθησία μας, αναγκαστήκαμε να γίνουμε εφευρέτες ενός άλλου εαυτού, ενδεχομένως σωσία του πραγματικού. Το μυθιστόρημά μου είναι γραμμένο συνειδητά σε ύφος ευτράπελο, θέλοντας, όπως και στο προηγούμενο, το «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη», να ξεφύγω από την ορθότητα της αρρωστημένης πλήξης που χαρακτηρίζει τους καιρούς μας και ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Αυτό τουλάχιστον προσπάθησα. Με τα χρόνια αντιλαμβάνομαι περισσότερο τη γελοιότητα που λανσάρεται ως πρόοδος με άθικτα τα παράσιτα του παρελθόντος.
Τα πρόσωπα που συνηγορούν στην ιστορία της «Αλωσης των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα» είναι κι αυτά επηρεασμένα από το ασταθές κοινωνικό έδαφος που πατάμε ενδόξως από την αρχαιότητα των παθών μας. Στο βιβλίο μου τους δίνω διαστάσεις κωμικές, αλλά στην ουσία είναι εξαρτημένα από το δραματικό σχήμα τους. Δηλαδή, εξυπηρετούν τα κλισέ του κωμικού, προβάλλοντας τις σκιές του προσωπικού τους δράματος, ενίοτε και τραγωδίας. Εξάλλου η διαφορά του αστείου από το δράμα πιστεύω ότι είναι δυσανάγνωστη, κυρίως στις επιφανείς μέρες μας, που μεσουρανούν θεότητες όπως η αγία Τέσλα, η οσία Αμαζον, ο άγιος Τικ Τοκ, ο πρώην ζεν πρεμιέ της KGB και οι συγγενείς αυτών.
Αλλωστε, κάθε μέρα συμβαίνουν αστεία πράγματα. Εχω έναν τρόπο να τα βλέπω έτσι. Οχι πάντα τόσο αστεία. Μέσα μου μπορεί να είμαι πολύ περισσότερο απελπισμένος απ’ ό,τι φαίνομαι. Ισως τα βλέπω και τα περιγράφω έτσι, σαν ιαματικό τρόπο να ξεπερνάω κάποια γεγονότα. Πιο πολύ αμύνομαι νομίζω. Πάντα αμυνόμουν. Οσο για την τεχνολογία και τις καινούργιες νοημοσύνες, για να κατανοηθούν καλύτερα, δεν θα ήταν άσχημη η υποχρεωτική παρακολούθηση του φιλμ «Μοντέρνοι Καιροί» του Τσάρλι Τσάπλιν.
● Πώς θα ζωγράφιζες την Ελλάδα;
Κι αυτά που ζωγραφίζω λίγο πολύ απ’ την Ελλάδα είναι. Το βιβλίο που γράφω φωτογραφίζει ένα μέρος ανθρώπων που ζούσαν το ’59 – ’60. Ημουν έφηβος τότε. Ξαφνικά άλλαζαν όλα. Το ’59 ήταν μια κλειστοφοβική εποχή ακόμα. Είχαμε τα κλισέ, τα προπολεμικά, ζούσαν άνθρωποι που έρχονταν από τον 19ο αιώνα. Οι γιαγιάδες μας, όλοι αυτοί, κουβαλούσαν ένα άλλο ήθος.
Η γιαγιά με το τσεμπέρι ήταν πάντα κάτω απ’ το εικονοστάσι, ο παππούς ήταν πάντα πεθαμένος, ή στη Μικρασία ή κάπου αλλού, ο πατέρας φορούσε το ωραίο γιλέκο, τη γραβάτα, να φάνε μαζί η οικογένεια, να κάνουν τις προσευχές τους.
Το ’60 αλλάζουν τα πάντα. Και –αυτό γράφω– έρχεται ένα περίεργο χαμόγελο ακόμα και στην οθόνη, το χαμόγελο της Αλίκης. Η Αλίκη (που δεν ήταν η ωραιότερη, ούτε η πιο ταλαντούχα) το ήξερε πολύ καλά βέβαια αυτό το χαμόγελο, που ώς τότε δεν ήταν γνωστό, ούτε το φανταζόμασταν. Και μας ήρθε ένα πολύ μεγάλο σοκ, όταν πια βγήκε το «Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο»- ειδικά σ’ αυτή την ταινία είναι που καθιερώθηκε απόλυτα η Βουγιουκλάκη. Εννοώ αυτήν την ανεμελιά, το χαρούμενο πράγμα που έβγαινε. Το γέλιο, τη γλύκα, την τσαχπινιά που μέχρι τότε δεν υπήρχε. Υπήρχαν βέβαια οι ενζενί, οι όμορφες νέες γυναίκες, αλλά δεν υπήρχε αυτό το είδος. Ακόμα και η μουσική και όλα άλλαξαν. Ηρθε ο Μίκης Θεοδωράκης, τραγούδια νέα, μπήκε η παράδοση μέσα στο τραγούδι, ήρθαν ποιητές. Μπήκε ελπιδοφόρα η δεκαετία του ’60. Ολοι πιστεύαμε ότι το «6» αυτό ήταν θαυματουργό –τουλάχιστον εγώ αυτό πίστευα– ότι εξυγιαίνεται η ζωή μας όλη. Γι’ αυτό ακόμη μιλάμε για τη δεκαετία του ’60. Αλλαξε η μουσική, οι ταινίες, φύγαμε από τα πολλά κλισέ, γίναμε πιο αυθάδεις, βγάζαμε γλώσσα στην εξουσία. Βεβαίως δεν είναι τυχαίο ότι έρχεται μετά η δικτατορία.
Εχω εμμονή με το ξεκίνημα της πολυσυζητημένης δεκαετίας του ’60. Ηταν, όντως, ελπιδοφόρα περίοδος αφού αφήναμε τη μετεμφυλιακή Ελλάδα με την κλειστοφοβική αισθητική της και μπαίναμε, έστω μπουσουλώντας, σε μια ολοκαίνουργια, περιπετειώδη γεωγραφία τεχνητών ιδεών, αντιστάσεων, ίσως και απογοητεύσεων.
● Οι ηρωίδες σου έχουν και μεταφυσικές διαστάσεις;
Υπάρχει λίγη μεταφυσική μέσα στο βιβλίο. Η Φιλοθέη είναι η μεγαλύτερη και πιο έξυπνη κόρη της οικογένειας. Αυτή που ψάχνει τον εαυτό της. Κάποια στιγμή, της δίνεται η ευκαιρία μέσα από τη φαντασίωση να πλησιάσει την Αθήνα, που εκπροσωπεί το κάτι άλλο, το άγνωστο, εκεί που πιστεύει ότι όλα είναι υπέροχα.
Μέχρι που φαντάζεται ότι την καλεί η Φρειδερίκη και της κάνει προξενιό τον γιο της, Κωνσταντίνο:
«- Γιατί δεν τον παίρνεις;
- Πώς μάθατε για μένα;
- Μου μίλησε για σας ένας πρωθυπουργός σας, ο Καραμανλής, που κατάγεται από εκείνα τα μέρη και μου είπε να πάρω ένα κορίτσι από εκεί. Μπορεί να είναι φτωχά αλλά παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο.
- Ως μπαλωμένη, δηλαδή, με παίρνετε εμένα;
- Οχι, αλλά προκειμένου να έχω τον γιο μου να τρέχει πίσω απ’ τις καλλιτέχνιδες ή πίσω από τις πριγκίπισσες τις περίεργες, καλύτερα να πάρει τουλάχιστον ένα καλό κορίτσι. Ξέρεις τι καλό παιδί είναι;
- Πώς δεν ξέρω, τον έχω δει εγώ τον γιο σας και τον έχω γλείψει κιόλας.
- Πότε πρόλαβες;
- Σε γραμματόσημο. Κι εσάς και τον Παύλο, τον βασιλιά».
Οπως κι εγώ τρελαινόμουν να γλείφω γραμματόσημα. Πίστευα ότι μέσα από ένα γράμμα ταξίδευα. Ηταν πολύ σημαντικό το ταχυδρομείο και ήμουν ένας αλληλογράφος πολύ συνειδητοποιημένος. Πήγαινα στο ταχυδρομείο και δεν μου έφτανε που πατούσα το σφουγγαράκι, τα έγλειφα κιόλας. Εναν βασιλιά Παύλο σίγουρα τον έχω καταπιεί!
Κατά τ’ άλλα είναι η ίδια ιστορία, η μάνα όπως και ο πατέρας που είναι ανικανοποίητοι από έναν γάμο. Βέβαια τότε, έπρεπε να συμβούν κοσμοϊστορικά γεγονότα για να χωρίσει ένα ζευγάρι. Τότε ένα ζευγάρι με τέσσερα παιδιά καλώς ή κακώς υπήρχε όπως υπήρχε και συνέχιζαν να είναι δυστυχισμένοι με τον τρόπο τους. Εβρισκαν όμως κάποιους κωδικούς για να συνυπάρχουν. Το πώς αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο.
Αυτό κάνουν και οι δικοί μου ήρωες. Συνυπάρχουν. Προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τα παιδιά τους πάρα πολύ δύσκολα. Βέβαια κάθε παιδί αυτονομείται με τον δικό του τρόπο.
● Κάθε κεφάλαιο είναι και μια μικρή Ελλάδα.
Βεβαίως. Είναι οι δυο αδερφές που δεν έχουν καμία πρόσβαση. Η μία, αυτή που ξέρει ότι τα πράγματα εδώ δεν προχωρούν, προσπαθεί μάταια να βρει από παντού πληροφορίες για το τι γίνεται στον έξω κόσμο. Στο σπίτι δεν υπάρχουν βιβλία. Τελικά τους δίνεται η ευκαιρία μέσα απ’ το ραδιόφωνο. Κάποια στιγμή, σε μια λαχειοφόρο κερδίζει ο μικρός αδερφός της οικογένειας Γαργάρα ένα ραδιόφωνο. Ξαφνικά, γίνονται κοινωνοί ενός άλλου κόσμου.
● Εχεις βραβευτεί για το έργο σου;
Τα βραβεία έχουν αξία αλλά συνήθως είναι παρηγορητικά (σήμερα εσύ, αύριο εγώ). Η σχέση μου μαζί τους ακουμπά στην απλή εξίσωση «δεν με γουστάρουν, δεν τους γουστάρω». Φυσικά, με λαμπρές εξαιρέσεις.
● Αφού έχεις το ταλέντο της ζωγραφικής, πώς κρίνεις τα ευτράπελα της Πινακοθήκης;
Το γεγονός ότι πέταξαν κάτω τα έργα του Χριστόφορου Κατσαδιώτη από μόνο του είναι θλιβερό. Αυτά είναι όλα στημένα για να δίνονται εντυπώσεις. Δεν κάθομαι να αξιολογήσω τώρα τη ζωγραφική. Υποτίθεται ότι είναι ελεύθερη. Επιβαρύνει αυτούς που το κάνουν και βέβαια έδωσε αφορμή για κάθε είδους παρεξηγήσεις.
● Από την κακοδαιμονία που ζούμε, πώς μπορούσε να σωθούμε;
Εγώ είμαι απελπισμένο άτομο, δεν μπορώ να σου δώσω εξηγήσεις. Πάντα γίνονταν πολλά πράγματα. Τώρα μάθαμε τη λέξη bullying. Ολοι έχουμε υποστεί. Ετσι και ήσουν κάπως διαφορετικός την είχες βαμμένη, εκείνες τις εποχές ακόμη περισσότερο. Αυτό νομίζω τα λέει όλα. Εγώ αυτό το έχω πληρώσει.
● Απελπισμένος γιατί;
Γιατί πια προσπαθούμε ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Βρίσκω πραγματικά γκρίζα τη ζωή μας. Δεν έχουμε αποκτήσει ποτέ κοινή συνείδηση σαν έθνος. Π.χ. η αντιπολίτευση δεν είναι αντιπολίτευση. Νομίζουν ότι αντιπολίτευση είναι το να πεις «όχι» σε ό,τι λέει η κυβέρνηση. Αργότερα, αυτή η κυβέρνηση θα είναι αντιπολίτευση και θα λέει «όχι» σε αυτούς που θα ’ρθουν στην εξουσία. Είναι μια κακοδαιμονία που συνεχίζεται. Δεν βλέπεις να συνεργάζονται για το καλό του άλλου. Λένε λόγια... Ή έχουν πουλήσει όλα τα πεζοδρόμια της Αθήνας. Βέβαια, εδώ να πω ότι είμαι δεδομένος Αθηνολάτρης, γι’ αυτό και μένω πάντα στο κέντρο. Ακόμη κι αυτό το φάλτσο της Αθήνας ίσως να είναι η γοητεία της. Εχει κάτι το δραματικά ανάλαφρο παρ’ όλα όσα συμβαίνουν. Πάντα αγαπούσα την Αθήνα. Βρισκόμουν 1.000 χιλιόμετρα μακριά της αλλά έψαχνα, όπως μία εκ των αδερφών Γαργάρα, οτιδήποτε αφορούσε το «κλεινόν άστυ». Στην Αθήνα πίστευα ότι με περίμεναν τα τρία τέταρτα του εαυτού μου. Δηλαδή, έζησα για αρκετά χρόνια με το ένα τέταρτο. Προφανώς, ήξερα από πάντα ότι η ζωή μου είχε να κάνει με εφημερίδες, ραδιόφωνα, θέατρα και βιβλία που ευδοκιμούσαν κυρίως στο κλίμα της Αττικής, μαζί με τις νεραντζιές.