ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Ο εξαιρετικός χορογράφος με διεθνή καριέρα μάς μιλά για το νέο του έργο «My Fierce Ignorant Step» («Το Αγριο, Ανίδεο Βήμα Μου») που κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στη Στέγη και θα παρουσιάζεται εκεί έως τις 18 Μαΐου, έργο που το τροφοδοτούν η εφηβική ορμή και τα αισθήματα όπως αυτά τότε που, έφηβος σ’ ένα χωριό της Νεμέας, άκουγε Μίκη Θεοδωράκη. «Είναι μια προσπάθεια να ξαναθυμηθώ εκείνη την εποχή και να ξαναφωτίσω το τώρα» καταθέτει.
Εφτασε εκεί όπου ούτε τολμούσε να ονειρευτεί. Την τελευταία 11ετία διαγράφει μια ξεχωριστή διεθνή πορεία καθώς τα έργα του βραβεύονται και περιοδεύουν ανά τον κόσμο. Μόλις πέρσι είδαμε στο Μέγαρο την υπέροχη δουλειά του για την κορυφαία ομάδα χορού της Ολλανδίας, ΝDT, Ties Unseen (Αόρατοι Δεσμοί). Και τώρα ο καταξιωμένος χορογράφος Χρήστος Παπαδόπουλος ήρθε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση για να παρουσιάσει (8-18 Μαΐου) σε παγκόσμια πρεμιέρα τη νέα του χορογραφία «My Fierce Ignorant Step» («Το Αγριο, Ανίδεο Βήμα Μου») που είναι υποψήφια για το βραβείο χορού Fedora Van Cleef & Arpels 2025. Στις αποσκευές του έχει άλλωστε και την πρόσφατη βράβευσή του με το νέο μεγάλο διεθνές βραβείο χορού Rose International Dance Prize από το κέντρο χορού της Αγγλίας Sadler’s Wells, για την προηγούμενη δουλειά του, επίσης παραγωγή της Στέγης «Larsen C».
Στην τέταρτη συνεργασία του με τη Στέγη, στο «Αγριο, Ανίδεο Βήμα» του κάνει ένα βήμα πίσω, γυρίζοντας στην ορμή της εφηβείας, τότε που όλα φαίνονται δυνατά, όχι μόνο για να πάρει φόρα, όπως μας λέει, αλλά και σαν μια ανάγκη ανατροφοδότησης, επειδή η σημερινή πραγματικότητα τον θυμώνει. Θέλει λοιπόν να πάρει δύναμη από τη νεανική ελπίδα για να αντικρίσει το μέλλον. Να συναντήσει το βλέμμα τού τότε νέου που ακουμπά στο σήμερα, νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τους συνεργάτες του και όλους όσοι τον εμπιστεύτηκαν για να φτάσει ώς εδώ. Μας αποκαλύπτει ακόμα πώς, στη Νεμέα Κορινθίας όπου μεγάλωσε, η νεανική ακρόαση του «Αξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη χάραζε μέσα του έναν δρόμο αισιοδοξίας που θα ευχόταν να τον ξαναβρεί...
● Ποια είναι η ιδέα πίσω από το «Αγριο, Ανίδεο Βήμα»;
Τα τελευταία 11 χρόνια με την ομάδα μου έχει αλλάξει η ζωή μου. Σκεφτόμουν πόσο όμορφα έχουμε ζήσει, πόσο σπουδαίο είναι να περιοδεύουμε, να μπορώ να ζήσω από τη δουλειά μου και να τη μοιράζομαι με τόσο κόσμο που τη βλέπει. Ταυτόχρονα όμως αυτή η πορεία έχει συνδυαστεί με μεγάλη αγωνία, άγχος και έκθεση. Γιατί αναλογιζόμουν ότι έχω παραμελήσει πολύ τον εαυτό μου, τους φίλους, την οικογένειά μου, τον ελεύθερο ξένοιαστο χρόνο μου, όλα αυτά τα γλυκά πράγματα της ζωής. Δεν θέλω να συνεχίσω να δουλεύω έτσι. Το νέο μου έργο είναι μια δημιουργία γύρω από αυτήν την αγωνία αλλά και μια τοποθέτηση απέναντι στην πραγματικότητα που ζούμε: «βομβαρδιζόμαστε» σε τόσα επίπεδα από άσχημα πράγματα, όπως η πολιτική κατάσταση με τη διαφθορά και την Ακροδεξιά, αλλά έχουμε χάσει κάθε ελπίδα από το κράτος και τη λειτουργία των θεσμών του ότι αυτό μπορεί να αλλάξει, ότι θα μπορέσει να υπάρξει δικαιοσύνη ή λογική. Ταυτόχρονα το περιβάλλον καταστρέφεται, οι πόλεμοι έχουν γίνει μια συνθήκη «κανονικότητας» κι εμείς συνεχίζουμε τη ζωή μας.
Θυμόμουν τον εαυτό μου έφηβο που άκουγα Θεοδωράκη, το «Αξιον Εστί», με όλη αυτή τη σπουδαία μουσική και ποίηση που με έναν τρόπο μιλάει για τη χειρότερη εκδοχή της ανθρώπινης φύσης και όμως δίνει ελπίδα στον άνθρωπο για μία καλύτερη μελλοντική εκδοχή του. Το άκουγα και σκεφτόμουν ότι στην εφηβεία μου πίστευα ότι θα τα καταφέρουμε, ότι μαζί μπορούμε, ότι αυτή η ζωή είναι τόσο γλυκιά, τόσο ωραία που παρά τις αντιξοότητες αξίζει, έχει χαρά και πίστη και ελπίδα ότι αν είμαστε μαζί όλα μπορούν να γίνουν. Τώρα που αυτή η ελπίδα έχει κάπως στενέψει, αναπολώ εκείνη τη φόρα για τη ζωή κι εκείνη την ξεδιάντροπη αισιοδοξία και βεβαιότητα ότι θα τα καταφέρουμε. Σκεφτόμουν ότι αυτή η νεανική αφέλεια είναι ένας τόπος που συνεχίζει να μας τροφοδοτεί κι ότι αυτό ήταν κάτι πολύ αληθινό εν τέλει και αυτή η φόρα πολύ σημαντική στη ζωή μας. Αυτό το έργο είναι λοιπόν μια προσπάθεια να επισκεφτώ ξανά εκείνο το αγνό αίσθημα της εφηβείας, τη γλυκιά βεβαιότητα ότι η ζωή είναι ωραία κι ότι θα τη ζήσουμε όπως πρέπει. Δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξος, αλλά βαρέθηκα να ζω και σ’ ένα παρόν χωρίς ελπίδα. Είναι μια προσπάθεια να ξαναθυμηθώ εκείνη την εποχή και να ξαναφωτίσω το τώρα. Το ότι κοιτάω προς τα πίσω είναι ένα παιχνίδι για να δω πού κοιτούσε τότε εκείνος ο έφηβος στο μέλλον και πού είναι το σημερινό παρόν. Να θυμηθώ πως το να ελπίζεις είναι ήδη μια πράξη αντίστασης και ότι εκείνη η τόλμη δεν ήταν τελικά ούτε αφελής ούτε γραφική. Ηταν αλήθεια. Και είναι ακόμα.
● Ποιος άκουγε Θεοδωράκη στην εποχή σου;
Εντάξει σκυλάδικα άκουγαν και τότε οι περισσότεροι, αλλά με τους γονείς μου ακούγαμε αυτή τη μουσική.
● Φανταζόσουν πού θα είχες φτάσει σήμερα;
Οχι, δεν πίστευα ότι η δουλειά μου θα είχε τέτοια απήχηση και ότι θα επικοινωνεί έτσι ο κόσμος με ό,τι φτιάχνω. Είναι όνειρο και πολύ αισιόδοξο ότι υπάρχει ανταπόκριση... Οταν ξεκίνησα έλεγα «δεν είμαι και τίποτα», «τι πάω να κάνω», αλλά υπερίσχυσε η διάθεση να πειραματιστώ και να δημιουργήσω... Κι έτσι το πρώτο έργο που είχα παρουσιάσει στο θέατρο Πόρτα, το «Elvedon», ήταν η πρώτη επιλογή του ευρωπαϊκού δικτύου για το χορό Aerowaves το ’16 και έκανε διεθνή καριέρα και μετά ακολούθησε και το δεύτερο, το «Οpus»...
● Γενικώς τι σε κεντρίζει στην επιλογή του θέματός σου;
Το θέμα του χρόνου, το σε ποια χρονική κλίμακα επιλέγει να θέσει την αφήγησή του ένας καλλιτέχνης. Με έχει επηρεάσει πολύ ο video artist Μπιλ Βαϊόλα: μπορεί να τραβάει μια σκηνή, ας πούμε έναν άνθρωπο που γλιστράει και πέφτει και να την αναπαράγει σε τόσο αργή ταχύτητα ώστε μέσα από αυτή την αργή πτώση να προλαβαίνει να δώσει πολλά νοήματα και επίπεδα ανάγνωσης. Εξίσου μ’ έχει επηρεάσει και ο Μπέλα Ταρ που επίσης στο κινηματογραφικό έργο του διαχειρίζεται το θέμα του χρόνου και πώς μέσα από μια απλή και επαναλαμβανόμενη συνθήκη μπορούν να αναδυθούν τα υπαρξιακά σου ζητήματα. Και σίγουρα μ’ επηρέασε η θητεία μου με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, στον τρόπο που δουλεύει και δίνει αξία στη λεπτομέρεια, στο πώς μπορεί η κάθε στιγμή, αν τη δουλέψεις, να δώσει με την απλότητά της τόσα πολλά πράγματα. Αλλά και η παρατήρηση της φύσης, με καθόρισε. Μεγάλωσα στο χωριό, τη Νεμέα Κορινθίας, και τα ζώα, τα δένδρα, τα πουλιά, ο τρόπος που κινούνται, φύονται ή πετούν, η άγρια ζωή με συνάρπαζε. Και τώρα παρακολουθώ αδιάλειπτα σχετικά ντοκιμαντέρ, με διασκεδάζει...
● Το «μαζί» είναι επίσης κάτι που ξεχωρίζει στο έργο σου. Οπως έχεις πει είναι «το απλό πρώτο σημείο στο οποίο μοιάζουν να εμφανίζονται τόσο η πολιτική όσο και η αγάπη. Γι’ αυτό, στο έργο οι ερμηνευτές χορεύουν μαζί - δεν χορεύουμε μαζί γιατί είμαστε συγχρονισμένοι, αλλά συγχρονιζόμαστε γιατί είμαστε μαζί».
Μα αυτό δεν λέει και το «Αξιον Εστί»; Δεν είναι μια επίκληση για το «μαζί», ότι μαζί μπορούμε, ότι η μοναχικότητα και η μονάδα δεν πρόκειται να μας δώσει ποτέ τη λύση, ότι μαζί θα μπορέσουμε να μιλήσουμε, να ανατρέψουμε και να ευχαριστηθούμε, γιατί και η παρέα στο «μαζί» είναι επικεντρωμένη; Στο ιδιωτικό και στη μονάδα δεν έχουμε να ανακαλύψουμε κάτι. Και η φύση είναι «μαζί»: ο τρόπος που δίνει λύσεις, η επιτυχία ενός είδους που εξελίσσεται έχει να κάνει με τη συμμετοχή, με το πώς δηλαδή έχει βρει έναν τρόπο συνεργασίας για να επιβιώσει...
● Τι είναι για σένα ο χορός;
Ποτέ δεν ξέρω τι να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Δεν ξέρω. Είναι διασκέδαση, είναι και κάτι αναπόφευκτο. Οταν θέλω να εκφραστώ, θα κουνήσω κάπως το σώμα μου κι αυτό δεν μπορώ να το αποφύγω.