«Το “συνανήκειν” δεν είναι απλά διέξοδος. Είναι η ίδια η ζωή!»

Είναι τρομερό (έως τρομακτικό) το πόσο σύγχρονος είναι ο Σάμιουελ Μπέκετ. Το έργο «Το τέλος του παιχνιδιού» γράφτηκε από τον Νομπελίστα συγγραφέα πριν από εβδομήντα χρόνια (συγκεκριμένα το 1957), ανήκει στο θέατρο του παραλόγου και είναι σαν να περιγράφει ακριβώς τα όσα βιώνουμε σήμερα αλλά και τον τρόπο που τα βιώνουμε: τέσσερις χαρακτήρες, ο Χαμ, ο Κλοβ, ο Ναγκ και η Νελ, παγιδευμένοι σε μια αέναη πραγματικότητα μέσα σε ένα περιβάλλον απομόνωσης αναζητούν το «Τέλος του παιχνιδιού», δηλαδή τον θάνατο, ενώ ταυτόχρονα διστάζουν να δώσουν αυτό το τέλος.

«Ο Μπέκετ καταφέρνει με αριστοτεχνικό τρόπο να σκιαγραφήσει αυτούς τους σύνθετους χαρακτήρες τοποθετώντας τους μέσα σε ένα περιβάλλον συνεξάρτησης, ενώ ταυτόχρονα αποδομεί την έννοια του νοήματος και, κατ’ επέκταση, της επικοινωνίας». Αυτά αναγράφει στο σκηνοθετικό του σημείωμα ο Θωμάς Θάνος, ένας νέος (σε ηλικία) σκηνοθέτης που δημιούργησε μια από τις καλύτερες παραστάσεις της χρονιάς, κι ας ανεβαίνει στο τέλος της φετινής περιόδου: «Το τέλος του παιχνιδιού» ενσαρκώνεται μέσα από τέσσερις ερμηνείες που μας έκαναν να δούμε τον μπεκετικό τρόπο σκέψης ως κάτι που δεν το περιμέναμε: ως μια διέξοδο, αν και καταγράφει πλήρως αδιεξοδικά την πραγματικότητα! Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Ε, μπορεί! Ο Θωμάς Θάνος τα κατάφερε: ο Γιώργος Αντωνόπουλος ως ο πατέρας και η Ανδρομάχη Μακρίδου ως η μητέρα, καθηλωμένοι και οι δύο καθώς μετά από ένα ατύχημα δεν έχουν πόδια, ο Νικόλας Αλεξίου ως Κλοβ, ως δηλαδή ο συνεξαρτημένος υπηρέτης/βοηθός του πρωταγωνιστή που όλο θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί και όλο δεν μπορεί και φυσικά ο Χαμ που ερμηνεύεται από τον Σωτήρη Τσακομίδη. Οσα μας είπε ο σπουδαίος ηθοποιός (η δε συγκεκριμένη ερμηνεία είναι πραγματικά γενναιόδωρη προς τους θεατές, όπως και των συναδέλφων του) Σ. Τσακομίδης ταιριάζουν απολύτως στο τώρα μας – ας ευχηθούμε όχι και στο μετά μας. Ναι, κ. Μπέκετ μας;

«Ο Χαμ, ο χαρακτήρας που υποδύομαι, είναι ανάπηρος και τυφλός. Μαζί με τους γονείς του, όλοι σε μεγάλη ηλικία, και τον συνοδό/βοηθό του, βρίσκονται σε ένα κατεστραμμένο περιβάλλον, που και το ίδιο σημειολογικά μας μεταφέρει στην μπεκετική πραγματικότητα: έχουμε δύο παράθυρα που είναι τα “μάτια” και τον ίδιο πάνω σε αμαξίδιο. Ο ίδιος θέλει να πει μια ιστορία. Ο ήρωας θέλει να μιλήσει και θέλει να τον ακούσουν. Αυτό δεν κάνουμε εξάλλου στις ζωές μας; Λέμε την ιστορία μας ξανά και ξανά και ξανά...

»Ο ίδιος ο Μπέκετ έχει ενθέσει αυτοβιογραφικά στοιχεία στο έργο, καθώς έχει περάσει και από τις δύο θέσεις, αυτή του Χαμ αλλά και του βοηθού του, Κλοβ: ο ίδιος είχε τραυματιστεί, τον είχαν μαχαιρώσει σε ένα πάρκο και ήταν στο νοσοκομείο καθηλωμένος για καιρό. Παράλληλα, περιέθαλπε τον αδερφό του για χρόνια. Ηξερε, λοιπόν, τι θα πει ανημπόρια. Εγραψε το έργο μετά τοn θάνατο του αδερφού του, θέλοντας να μας πει και αυτός την ιστορία του».

Ωραία, να λέμε ιστορίες. Αλλά ξέρουμε ν’ ακούμε; «Συνήθως δεν ακούμε» μας απαντά ο κ. Τσακομίδης. «Ακούμε μόνο κατ’ επιλογή αυτά που στην πραγματικότητα ερεθίζουν το δικό μας πεδίο, το μέσα μας. Δεν είναι εύκολη η πραγματική ακρόαση, αν κρίνω από τους ανθρώπους και το πώς είναι σήμερα. Με ένα φοβισμένο υπαρξιακό κενό. Ετσι είναι και ο Χαμ, ο κεντρικός χαρακτήρας: είναι σε ένα σημείο πανικού, υπαρξιακού, βρίσκεται σε ένα σημείο τρόμου. Οπως εμείς σήμερα; Ισως. Αυτό το σημείο πανικού είναι αυτό που ονόμαζε ο Χάιντεγκερ “αυθεντικότητα για την ύπαρξη”. Γιατί αυτό θα σε εξελίξει. Είμαστε πανικοβλημένα όντα πράγματι. Αλλά όταν βρεθεί κάποιος στο σημείο της απόλυτης υπαρξιακής αγωνίας, ουσιαστικά είναι σe ένα σημείο αυθεντικότητας. Ολα τα άλλα είναι ρόλοι, ψευδαισθήσεις, διαφυγές. Θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε αυτή τη στιγμή, αντί να διαχέουμε την οργή μας ως βία, χωρίς να ξέρουμε προς τα πού και για ποιο λόγο. Είναι και κάπως παρηγορητικό να βρεθείς σε αυτό το σημείο. Ενέχει και μια ανακούφιση».

Πράγματι ο Μπέκετ (και αυτό διαφαίνεται και από τη συγκεκριμένη παράσταση) είναι σχεδόν τρυφερός μέσα στην πλήρη ματαιοπονία και ματαιότητα της ύπαρξης που περιγράφει. Δρα παρηγορητικά επάνω στοn θεατή, του δίνει ανάσα εσωτερική. Αναρωτηθήκαμε αν αυτή την «ανάσα» μπορούμε να τη βρούμε μέσω του άλλου σήμερα: «Βιώνουμε μια περίοδο εσωτερικής απομόνωσης, που φαίνεται και στον γύρω μας χώρο: περπατάμε μόνοι μας, δύσκολα συνδεόμαστε πραγματικά με ανθρώπους. Θα σου περιγράψω δύο περιστατικά από τη δική μου ζωή: κατ’ αρχάς, τη σχέση μου με τους σπουδαίους σκηνοθέτες που έχω συνεργαστεί.

»Θυμάμαι (ήμουν και αρκετά νεότερος) πως καθόμουν επί ώρες και παρακολουθούσα τις πρόβες του Λευτέρη Βογιατζή, σαν είχα κάνει το δικό μου πέρασμα στον ρόλο. Εβλεπα πώς μιλούσε στους συναδέλφους μου, σημείωνα. Ηταν μία εξαντλητική διαδικασία, δεν χαρίζονταν ο Λευτέρης ούτε στο εαυτό του. Ηταν σπουδαίο μάθημα για μένα και μόνο να τον παρατηρώ. Το ίδιο και με τον Βασίλη Παπαβασιλείου, που τον θεωρώ δάσκαλο: από εκείνον έμαθα τη φιλοσοφία σε σχέση με το τι σημαίνει σκέψη στο σώμα. Ο ηθοποιός οφείλει να είναι σκεπτόμενο σώμα. Ημουν τυχερός και είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με κάποιους ανθρώπους οι οποίοι μου άνοιξαν τα μάτια στο θέατρο αλλά και σε αυτό που λέμε σκέψη».

Τι γίνεται όμως με τους θεατές; Είμαστε «σκεπτόμενα σώματα»; «Επαιξα ως αντικατάσταση στην τελευταία χρονιά στον “Αρτούρο Ούι” του Μπινιάρη. Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν ήδη τρία χρόνια και μπορούσαν να διακρίνουν πως την τελευταία χρονιά το κοινό είχε κάπως αλλάξει: έρχονταν στην παράσταση γιατί πλέον είχε γίνει τόσο γνωστή (και δικαίως) και κάπως έρχονταν σαν να ήταν “μόδα”. Ισως, ειδικά μετά τον κορονοϊό, το κοινό να έχει γίνει πιο “τηλεοπτικό”... Ούτως ή άλλως ζούμε σε μια εικονιστική κοινωνία. Η ζωή μας είναι εικόνα. Αρκετές φορές μάλιστα, ούτε καν πραγματική εικόνα, αλλά ένα ψηφιακό, ψευδαισθητικό κατασκεύασμα. Σε αυτή την εικονική, εικονιστική ζωή “πρέπει” να λάβουμε και να στείλουμε γρήγορα το μήνυμα. Σαν να μην έχουμε χρόνο. Σαν να μην μας επιτρέπεται η προσήλωση σε κάτι. Το να δώσουμε λίγο χρόνο να επεξεργαστούμε το μήνυμα, την απάντησή μας και το συναίσθημά μας πάνω του δεν είναι κάτι που κάνουμε. Σαν η ζωή να μην απαιτεί πια ιδιαίτερη σκέψη, παρά μόνο ιδιαίτερα υψηλές ταχύτητες. “Χαϊδεύουμε” τα πράγματα, απλώς περνάμε δίπλα τους ξώφαλτσα».

Και έρχεται ο Μπέκετ και δημιουργεί μια νέα εκφραστική (σκηνική και αφηγηματική) γλώσσα, θέλοντας να θίξει μεγάλα ζητήματα τα οποία βιώνουμε απολύτως και στο σήμερα, όπως το τέλος των ιδεολογιών, τη ματαίωση: «Μην ξεχνάμε πως στον 20ό αιώνα είχαμε ζήσει την εποχή της αβεβαιότητας, επιστημονικά όσο και εξαιτίας των δύο πολέμων, μετά από δύο ατομικές βόμβες και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τίποτε πλέον δεν ήταν καθορίσιμο ή βέβαιο. Σε αυτό το περιβάλλον υπήρξε ο Μπέκετ, που ανήκει μεν στην ομπρέλα του “θεάτρου του παραλόγου”, αλλά είναι τόσο ιδιαίτερος που ξεχωρίζει. Είναι σαν να σε σπρώχνει στο χείλος του γκρεμού και εκεί έχεις δύο επιλογές: ή να στραφείς προς τη θεολογία και τη μεταφυσική ή να κοιτάξεις την άβυσσο κατάματα και να στοχαστείς πάνω σε αυτό το ανυπόφορο, αυτό το αλύτρωτο, με μόνη παρηγοριά τον ίδιο σου το στοχασμό και ο, τι μπορεί να γεννηθεί από αυτόν: ποίηση, μουσική. Αυτό τον δρόμο νομίζω ότι επιλέγει ο Μπέκετ και αυτή τη στάση εγώ τη λέω υπαρξιακά ηρωική!

»Ταυτόχρονα, δεν ενδιαφέρει τον Μπέκετ να αρέσει. Γι’ αυτό και τα έργα του πάντα έχουν την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Ο Γκοντό δεν έρχεται, ούτε το τέλος στο “παιχνίδι”. Μένει σε έναν μετεωρισμό, δεν είναι ψευδαισθητικός, δεν υπάρχει καμία παραμυθία. Δεν υπάρχει δηλαδή το “έζησαν αυτοί καλά”. Είναι ατελής, δεν έχει τέλος. Τα έργα του δεν έχουν σημείο κατάφασης. Για μένα, αυτή είναι η στιγμή της γέννησης της ιστορίας. Είναι, δηλαδή, η αρχή του φαντασιακού – είναι εκεί που γεννιέται η ποίηση, εκεί που γεννιέται το θέατρο.

»Είναι και βαθιά ανθρώπινος. Μιλάει για τον θάνατο και για το ερώτημα του νοήματος, που είναι το κοινό πεδίο όλων μας, ο κοινός τόπος της ύπαρξής μας. Είναι ο τρόπος του να υπάρχουμε μαζί, αυτό μας καθιστά πολιτικά όντα, και υπό αυτή την έννοια ο Μπέκετ είναι βαθιά πολιτικός. Στο έργο μας παρουσιάζει ένα περιβάλλον σαδισμού και τρυφερότητας, από το οποίο κανείς δεν μπορεί να διαφύγει. Αυτό το “συνανήκειν”, ακόμα και μέσα στην πιο βαθιά υπαρξιακή αγωνία, υπάρχει πάντα στον Μπέκετ... Με ρωτάς αν υπάρχει και στο σήμερα: σαν πέθαναν οι γονείς μου, βρήκα κάποια ερωτικά γράμματα του πατέρα προς τη μητέρα μου. Ηταν τρομερά συγκινητικό. Οι δύο αυτοί άνθρωποι που για χρόνια δεν μπορούσαν να παντρευτούν, επειδή έπρεπε πρώτα να παντρευτεί η μεγαλύτερη αδερφή του πατέρα μου, έζησαν έναν σπάνιο, σφοδρό έρωτα. Αυτή η σχέση, αυτό το “είμαι πραγματικά δίπλα στον άλλο σε κάθε συνθήκη”, είτε ερωτική είτε διαπροσωπικά, ιδεολογικά κ.λπ., αυτό το “συνανήκειν” με κάθε κόστος, αυτό δεν είναι απλά διέξοδος. Είναι η ίδια η ζωή!»

Σωτήρης Τσακομίδης, ως Χαμ στο "Τελος του παιχνιδιού" του Μπέκετ. Μαζί του οι Νικόλας Αλεξίου (Κλοβ), Γιώργος Αντωνόπουλος (Ναγκ), Ανδρομάχη Μακρίδου (Νελ)

«Η ζωή είναι εξεγερτική από μόνη της. Για τον Μπέκετ υπάρχει ως ανάγκη εξέγερσης. Σήμερα δεν υπάρχει το αντικείμενο της εξέγερσης. Ταυτόχρονα, ο Μπέκετ έχει πει ότι δεν υπάρχει τίποτα για να εκφράσουμε και δεν έχουμε τα μέσα. Παρ’ όλα αυτά, είμαστε υποχρεωμένοι να το εκφράσουμε. Αρκεί να έχεις το πάθος να γράψεις, να μιλήσεις. Κι ας μην αρέσεις. Εξάλλου, τα μεγάλα έργα δεν ακολουθούν κανόνες, θέτουν νέους. Ειδικά το μπεκετικό έργο που είναι ένα σημείο συνάντησης όλων των ερωτημάτων. Ο Μπέκετ δεν συγχωρεί. Εχει κηρύξει πόλεμο στο πραγματικό. Πώς μπορείς να συνυπάρξεις με κάτι τόσο αγνό, τόσο απροστάτευτο, τόσο απογυμνωμένο, σαν παιδί; Είναι σαν να είναι η συμβολή όλων των αντιφάσεων. Είναι, δηλαδή, ο ίδιος ο άνθρωπος».

  • «Το τέλος του παιχνιδιού»

  • Κάθε Δευτ., Τρ. στις 21.00, στο «Θέατρο 104» (Ευμολπιδών 41, Κεραμεικός) έως τις 16 Ιουνίου. Προπώληση στα ταμεία του θεάτρου και μέσω more.com. Διάρκεια παράστασης: 80΄. Τη μετάφραση έχει κάνει ο Κωστής Σκαλιόρας, τα σκηνικά/κοστούμια η Γεωργία Μπούρδα, την κινησιολογία η Γαβριέλα Αντωνοπούλου, τους φωτισμούς ο Γιώργος Αντωνόπουλος.


Πηγή

Σχόλια

To ergasianews.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη και μόνο αυτόν. Παρακαλούμε πολύ να είστε ευπρεπείς στις εκφράσεις σας. Τα σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται, ενώ οι χρήστες που προκαλούν ή υβρίζουν θα αποκλείονται.

Δείτε επίσης

Στο στόχαστρο των ΗΠΑ τα ελληνικά λιμάνια

Στο στόχαστρο των Αμερικανών Θεσσαλονίκη, Πειραιάς και άλλες «πύλες» για τη δημιουργία του ινδικού «διαδρόμου», …