Βιντσέντζο Λατρόνικο | Η Τελειότητα | Εκδόσεις LOGGIA | Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Είναι ένα σφιχτό, λιτό κοινωνιολογικό μυθιστόρημα για το κενό της σύγχρονης ύπαρξης, καυστικό και εξαιρετικά συγκινητικό. Με έντονη πρόζα και κινηματογραφικό ρυθμό, σκιαγραφεί μια σκληρή εικόνα των συνθηκών που έχουν δημιουργήσει τον «πανομοιότυπο αγώνα μιας γενιάς για μια διαφορετική ζωή»
«Οι οικογένειές τους δεν καταλάβαιναν. Η ιδέα της τηλεργασίας ενείχε ήδη κάτι ύποπτο για εκείνους, τους θύμιζε ούτε λίγο ούτε πολύ εκείνα τα απογεύματα της εφηβείας τους μπροστά στον υπολογιστή. Η μετακόμισή τους στο Βερολίνο ήταν από κάθε άποψη ανεξήγητη. Θα το καταλάβαιναν αν έφευγαν επειδή είχαν βρει μια μόνιμη θέση εργασίας, αυτός ήταν άλλωστε κι ο λόγος για τον οποίο οι προηγούμενες γενιές είχαν αντέξει την παγωνιά και το άθλιο φαγητό της Δυτικής Γερμανίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, όμως, το έβλεπαν σαν καπρίτσιο, ένα Erasmus εκτός χρόνου».
Κυκλοφόρησε πρόσφατα «Η Τελειότητα» του Βιντσέντζο Λατρόνικο, από τις εκδόσεις LOGGIA σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση, ένα βιβλίο που το περιμέναμε για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Είναι στη μικρή λίστα του σημαντικού διεθνούς βραβείου λογοτεχνίας Booker για το 2025 και πραγματεύεται το φλέγον θέμα της ζωής των ψηφιακών νομάδων όλου του πλανήτη. Ο Βιντσέντζο Λατρόνικο γεννήθηκε στη Ρώμη το 1984 και σήμερα ζει στο Βερολίνο. Είναι κριτικός τέχνης και έχει μεταφράσει πολλά βιβλία στα ιταλικά, από συγγραφείς όπως ο Τζορτζ Οργουελ, ο Οσκαρ Ουάιλντ, ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ και ο Χανίφ Κουρέισι. Το βιβλίο «Η Τελειότητα» είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του, το πρώτο που μεταφράζεται στα ελληνικά.
Η πλοκή του βιβλίου αφορά ένα ζευγάρι millennials. Ο Τομ και η Αννα αποφασίζουν να αφήσουν την Ιταλία και την ασφάλεια των πατρικών τους σπιτιών και αμέσως μετά το πανεπιστήμιο μετακομίζουν στο Ανατολικό Βερολίνο. Εκεί εγκαθίστανται γρήγορα και βιώνουν την μποέμικη αίγλη της πόλης στο έπακρο. Η βασική αιτία αυτής της απόφασης είναι ότι βρήκαν ένα εξαιρετικά φτηνό σπίτι από το οποίο θα μπορούν να συνεχίσουν τη δουλειά που έκαναν ως παιχνίδι, να σχεδιάζουν ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες ιστοσελίδες.
Ενας αφηγητής, που διατηρεί έναν ουδέτερο τόνο, παρατηρεί την καθημερινότητά τους, τη σχέση τους με τους άλλους ψηφιακούς νομάδες από όλο τον κόσμο που ζουν στο Βερολίνο, την προσωπική και σεξουαλική τους ζωή, τις σκέψεις και τα όνειρά τους. Είναι πεπεισμένοι ότι έχουν βρει την τελειότητα. Ζουν το όνειρό τους στο φωτεινό διαμέρισμά τους με τα μίνιμαλ δανέζικα έπιπλα, μαγειρεύουν, πειραματίζονται σεξουαλικά, πηγαίνουν σε πάρτι. Ολη η καθημερινότητά τους είναι ένα πάρτι που το μοιράζεται μια ολόκληρη γενιά με δελεαστικές αναρτήσεις.
Αυτό βέβαια τους το επιβεβαιώνει το αποτύπωμά τους στα κοινωνικά δίκτυα, όπου οι ακόλουθοί τους επιδοκιμάζουν με χιλιάδες likes. Ομως, η ζωή έχει τον δικό της τρόπο να υπενθυμίζει πως δεν είμαστε ψηφιακά όντα που υπάρχουν για να λάμπουν στις οθόνες των έξυπνων τηλεφώνων, αλλά όντα που μεγαλώνουν, φθείρονται και αρρωσταίνουν, βιολογικά και ψυχικά. Ο παράδεισος αρχίζει να γίνεται φυλακή. Η ανία μιας κενής ζωής, η συνεχής ανούσια επανάληψη, διαβρώνει την ψυχική τους ισορροπία. Σιγά σιγά χάνουν και την εθνική τους ταυτότητα: «Η αποσύνθεση των εθνικών χαρακτηριστικών ξεπερνούσε το πεδίο της γλώσσας. Είχαν σταματήσει να διαβάζουν τις εφημερίδες της πατρίδας τους λίγο μετά την άφιξή τους στο Βερολίνο, όταν η σύγκριση με τις αγγλόφωνες είχε φέρει στην επιφάνεια την προχειρότητά τους. Ο πνευματικός τους ορίζοντας διαμορφωνόνταν πλέον κατά κύριο λόγο από τους τίτλους του Guardian και των New York Times, εφημερίδες που διάβαζαν και οι Ελληνες και οι Ολλανδοί και οι Βέλγοι φίλοι τους. Στον δικό τους κόσμο, οι ομιλίες του Μπαράκ Ομπάμα και οι ένοπλες επιθέσεις στα σχολεία είχαν πιο έντονη παρουσία από τους νόμους που ψηφίζονταν για την επέκταση του U-Bahn κατά μερικές στάσεις ακόμα ή από τους πνιγμούς στη Μεσόγειο, δυο ώρες αεροπορικώς ώς εκεί».
Το «δίκτυο» που έφτιαξαν κάποια στιγμή αρχίζει να καταρρέει. Αυτό που εκείνη την εποχή απασχολεί τη διεθνή κοινή γνώμη αλλά και την πόλη που ζουν -στην Ιταλία ελάχιστα αναφέρεται ο συγγραφέας- είναι η προσφυγική κρίση. Προσφέρονται να βοηθήσουν εθελοντικά βγάζοντας φωτογραφίες και κάνοντας αναρτήσεις στο ίνσταγκραμ ώστε να πιέσουν τις ΜΚΟ να βοηθήσουν. Μια φωτογραφία ενός πνιγμένου προσφυγόπουλου τους εκτινάσσει σε ακτιβιστές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Αλλά σύντομα η προσφυγική κρίση σταματά να ενδιαφέρει και το ζευγάρι αποφασίζει να ταξιδέψει και να ασχοληθεί με πλατφόρμες τουρισμού. Ομως και εκεί η εικονική πραγματικότητα απέχει πολύ από την πραγματικότητα: «Παρατηρούσαν με ένα ολοένα και πιο έντονο συναίσθημα υποκρισίας τη συσσώρευση των likes, τα σχόλια στα οποία οι φίλοι τους ξεδίπλωναν τη ζήλια τους και τους ρωτούσαν πότε θα μπορούσαν να τους επισκεφθούν. Πού και πού, αυτές οι συζητήσεις γίνονταν ανταλλαγές μηνυμάτων, screenshots με τιμές πτήσεων και ερωτήσεις για τη διαμονή.
Μόνο που στο τέλος τα σχέδια αυτά δεν υλοποιούνταν ποτέ, κι η Αννα και ο Τομ δεν εξεπλάγησαν που όλους εκείνους τους μήνες δεν ήρθε ποτέ κανείς να τους δει».
Το ζευγάρι κάνει ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα στην επιδίωξη μιας αυθεντικότητας και μιας αίσθησης σκοπού που διαχρονικά ξεπερνά τις δυνατότητές τους.
Σε εξαιρετική μετάφραση της Δήμητρας Δότση, η «Τελειότητα» του Βιντσέντζο Λατρόνικο είναι ένα σφιχτό, λιτό κοινωνιολογικό μυθιστόρημα για το κενό της σύγχρονης ύπαρξης, καυστικό και εξαιρετικά συγκινητικό. Με έντονη πρόζα και κινηματογραφικό ρυθμό, σκιαγραφεί μια σκληρή εικόνα των συνθηκών που έχουν δημιουργήσει τον «πανομοιότυπο αγώνα μιας γενιάς για μια διαφορετική ζωή»: παγκοσμιοποίηση, ομοιογενοποίηση, διαδίκτυο. Ο άκρατος καπιταλισμός και η ναρκισσιστική διαταραχή που επιτάσσει συνεχώς αυτοπροβολή, αποτελούν ένα εκρηκτικό μείγμα αυτοεξόντωσης του σύγχρονου ανθρώπου.