Η πρώην αθλήτρια και νέα δήμαρχος Γένοβας, Σίλβια Σάλις
Μπορεί το παράδειγμα της Γένοβας -όπου εξελέγη δήμαρχος η προοδευτική Σίλβια Σάλις με την υποστήριξη του Δημοκρατικού Κόμματος, των Πέντε Αστέρων, της Ιταλικής Αριστεράς, των Οικολόγων και άλλων δύο μικρών κομμάτων- να εφαρμοστεί σε εθνικό επίπεδο ώστε να αντιμετωπιστεί το μέτωπο Δεξιάς - Ακροδεξιάς;
Είναι σαφές ότι οι δημοτικές εκλογές αποτελούν ξεχωριστή υπόθεση, με ισορροπίες και ζυμώσεις που δεν καταφέρνουν πάντα να αναπαραχθούν στο εθνικό πολιτικό στερέωμα. Είναι άλλο τόσο αλήθεια, όμως, ότι κάποιες φορές σε τοπικό επίπεδο πραγματοποιούνται ενδιαφέροντα και τολμηρά πολιτικά πειράματα.
Ενα από αυτά οδήγησε, πριν από δύο ημέρες, στις ιταλικές αυτοδιοικητικές εκλογές, στο να εκλεγεί η 39χρονη Σίλβια Σάλις νέα δήμαρχος της Γένοβας με το 51,4% των ψήφων. Ο συντηρητικός αντίπαλός της, ο Πιέτρο Πιτσιόκι, δεν ξεπέρασε το 44%. Τη Σάλις, πρώην αθλήτρια και αντιπρόεδρο της Ιταλικής Ολυμπιακής Επιτροπής, στήριξαν όλες οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης: από το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα και τα Πέντε Αστέρια μέχρι την Ιταλική Αριστερά με τους Οικολόγους και τα δύο μικρά, κεντρώα κόμματα, του Ματέο Ρέντσι και του πρώην υπουργού Υποδομών, Κάρλο Καλέντα.
Μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος, όλοι τους υπογράμμισαν πως «όταν ενώνεται, η αντιπολίτευση καταφέρνει να κερδίσει». Η νέα δήμαρχος υποσχέθηκε ότι «δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τη Γένοβα για να στοχεύσει σε άλλα αξιώματα» και πρόσθεσε ότι «θέλει να στηρίξει τον παραγωγικό ιστό της πόλης αλλά και να προασπίσει συγχρόνως τα δικαιώματα των εργαζομένων».
Μετά από μια δύσκολη περίοδο, οι δυνάμεις που απορρίπτουν την πολιτική της κυβέρνησης Μελόνι άρχισαν να βλέπουν, και πάλι, το ποτήρι μισογεμάτο. «Η Δεξιά κοιτάζει τα γκάλοπ, αλλά εμείς κερδίζουμε. Πιστεύω ότι η Τζόρτζια Μελόνι πρέπει να αρχίσει να ανησυχεί», δήλωσε η γραμματέας των Δημοκρατικών, Ελι Σλάιν.
Στις δημοσκοπικές έρευνες, πράγματι, το κόμμα της Ιταλίδας πρωθυπουργού παραμένει πρώτο στην πρόθεση ψήφου, με ποσοστό 30,5%, ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα ακολουθεί με 22,8%. Στο προοδευτικό στρατόπεδο, όμως, πολλοί πιστεύουν ότι μέχρι τις εκλογές του 2027 τα πράγματα μπορεί και να αλλάξουν.
Εριστικότητα και διχασμοί
Πέρα από την αισιοδοξία των τελευταίων ημερών υπάρχει βέβαια ένα πάγιο πρόβλημα που θα πρέπει με κάποιο τρόπο να λυθεί. Πρόκειται για την εριστικότητα και τους διχασμούς που χαρακτηρίζουν την ιταλική προοδευτική αντιπολίτευση.
Οι Δημοκρατικοί και τα Πέντε Αστέρια δεν έχουν καταφέρει ακόμη να συμφωνήσουν στο πώς θα πρέπει να χαρακτηριστεί η ενδεχόμενη συμπόρευσή τους. Η Κεντροαριστερά προτείνει τη φόρμουλα «ευρύ πεδίο συνεργασίας», αλλά ο Τζουζέπε Κόντε, επικεφαλής του αντισυστημικού κινήματος που είχε ιδρύσει ο Γκρίλο, δεν συμφωνεί.
Εστω και αν τα Πέντε Αστέρια έχουν βάλει πολύ νερό στο κρασί τους και δεν θυμίζουν σχεδόν σε τίποτα την «αντιπολιτική δύναμη» της περασμένης δεκαετίας, υπάρχουν ακόμη κάποιες σημαντικές διαφορές, άκρως πρακτικού χαρακτήρα. Αφορούν το ποιος θα πρέπει να ηγηθεί της προσπάθειας συσπείρωσης της αντιπολίτευσης. Οι Δημοκρατικοί θεωρούν ότι τους ανήκει δικαιωματικά ένας κύριος, πρωταγωνιστικός ρόλος. Αλλά ο Κόντε και οι συνεργάτες του συνεχίζουν να μην τους δίνουν το αναγκαίο «ελεύθερο», ώστε να αρχίσει ένας διάλογος με ξεκάθαρους στόχους και προτεραιότητες.
Οσο για τα μικρότερα κόμματα, η Ιταλική Αριστερά με τους Οικολόγους συμφωνούν στην ανάγκη να δημιουργηθεί κοινό μέτωπο κατά της Λέγκας, της Φόρτσα Ιτάλια και των Αδελφών της Ιταλίας. Διερωτάται, όμως, κανείς πώς θα μπορέσουν να συνεργαστούν με το κόμμα του Ρέντσι, το οποίο υπερασπίζει τις ελαστικές μορφές εργασίας, ή και με εκείνο του Καλέντα, που τάσσεται ανοιχτά υπέρ της πυρηνικής ενέργειας.
Το κύριο ερώτημα είναι αν -τουλάχιστον οι μεγαλύτερες δυνάμεις του προοδευτικού χώρου- θα καταφέρουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Γένοβας, περιορίζοντας αυστηρά τις διάφορες «πρωταγωνιστικές τάσεις τους» και δίνοντας βάρος σε κάποια κύριας σημασίας προγραμματικά σημεία. Υπάρχει, τέλος, ακόμα ένα βασικό ζητούμενο: μια ισχυρή, ηγετική μορφή, η οποία να καταφέρει να εμπνεύσει τους αναποφάσιστους και όσους πολίτες θεωρούν, κυρίως, ότι το κόμμα που τους εκπροσωπεί περισσότερο είναι εκείνο της αποχής.