Το έργο ξεκινά, όπως και η Θεογονία, με την επίκληση των φωτισμένων θείων Μουσών που θα εμπνεύσουν τον ποιητή Ησίοδο να φέρει σε αίσιο πέρας το έπος που θα παραδώσει στο κοινό.
Αναφέρεται ο Ησίοδος στη διαμάχη με τον αδελφό του Πέρση για την πατρική κληρονομιά.
Ο Ησίοδος μέσω γνωστών Μύθων, της Πανδώρας, του Προμηθέα και του Επιμηθέα, μιλά στον αδελφό του Πέρση για ηθική, για την κοινωνική διάρθρωση, για τις πηγές του δόλου και του κακού στον κόσμο. Μιλά για το μέτρο και την τάξη στις πράξεις και στις συμπεριφορές των ανθρώπων, για τη φροντίδα, το σεβασμό και την πρόνοια του μέλλοντος, για την οικονομία, για τις γενιές των ανθρώπων: Τη χρυσή γενιά, την ασημένια, την χάλκινη γενιά, την τέταρτη γενιά των ηρώων και των ημίθεων που πολέμησαν στην Τροία για την Ελένη. Τελευταία η Πέμπτη γενιά που είναι η γενιά στην οποία ανήκει ο ποιητής και ο αδελφός του ο Πέρσης μετά το 750 π.Χ. (Χρονολογικά της εποχής: Το 776 π.Χ. άρχισαν οι πανελλήνιοι αγώνες στην Αρχαία Ολυμπία και κράτησαν μέχρι το 392 μ. Χ. ( 1168 χρόνια) Τους κατήργησε ο Αυτοκράτωρ Θεοδόσιος Α` του Βυζαντίου.
Στη συνέχεια δίνει πρακτικές συμβουλές, για το πότε πρέπει να σπέρνεις, να θερίζεις, να ταξιδεύεις με πλοίο, και γενικά για τη ναυτιλία, τη γεωργία, το εμπόριο. Αναφέρεται συχνά στη μεγαλύτερη οθόνη του κόσμου: Τον έναστρο ουρανό.
Περίληψη, στ. 1 – 404.
Μούσες αγνές, γλυκόλαλες από την Πιερία, άσματα πείτε μας πολλά.
Δοξάστε τον πατέρα σας τον μέγιστο τον Δία.
Ύμνους, τραγούδια και χορούς σ` αυτόν αφιερώστε.
Ο Δίας κάνει άδοξους ανθρώπους ξακουσμένους
κι ο ίδιος κάνει ένδοξους να ξεχαστούν αμέσως.
Κάνει τους αγνώστους γνωστούς και τους γνωστούς αγνώστους.
Δία μεγαλοδύναμε οδήγησε στο δίκιο κι εγώ
στον Πέρση θε να πω αληθινές κουβέντες.
Ο ποιητής μας μιλά για τις δύο παντοδύναμες θεές με το ίδιο όνομα. Έρις. Μας λέει για τα ολέθρια και καταστροφικά έργα της μίας, της κακής Έριδας και για τα ευεργετικά έργα της άλλης, της καλής Έριδας.
O Προμηθεύς, ξεγέλασε ξανά τον Δία αποσπώντας του την προσοχή. Έτσι του έκλεψε τη φωτιά. Την έκρυψε σε κούφιο καλάμι για τη δώσει στους ανθρώπους.
Ο Ζευς του επέβαλλε ολέθρια συνεχή τιμωρία.
Ο Κρονίδης διέταξε τον φημισμένο γιο του Ήφαιστο να πλάσει με πηλό ένα πλάσμα που να έχει φωνή και ενέργεια και στην όψη να μοιάζει με τις αθάνατες θεές. Μετά είπε στη Αθηνά να μάθει στην πρωτόπλαστη γυναίκα, διάφορες εργασίες και κυρίως να της διδάξει να υφαίνει στον αργαλειό πολυδαίδαλο ιστό. Είπε στη χρυσή Αφροδίτη να δώσει περίσσια χάρη και ομορφιά στην πρώτη γυναίκα.
Ο Ήφαιστος έπλασε από χώμα την πρώτη γυναίκα με τις βουλές του Διός. Η Αθηνά της δώρισε τη ζώνη και την κόσμησε σαν θεά.
Οι θεές Χάριτες και η σεβάσμια θεά Πειθώ της φόρεσαν χρυσά περιδέραια. Οι καλλίκομες Ώρες την έραιναν με εαρινά άνθη. Όλα τα κοσμήματα τα ταίριαξε τέλεια πάνω της, η Παλλάδα Αθηνά.
Μετά ο Ερμής της χάρισε φωνή και λόγο και την ονόμασε Πανδώρα με τη σύμφωνη γνώμη όλων των θεών που διαβιούν στα Ολύμπια παλάτια. Την Πανδώρα δώρον εδώρησαν, στους άντρες που πάλευαν για τον επιούσιο άρτο.
Ο Ησίοδος έπειτα μας μιλά για τα παιδιά που δεν ενηλικιώνονται ποτέ και την τιμωρία που τους επέβαλλε ο Ζευς. Αναφέρεται στην πολιορκία δύο σπουδαίων πόλεων της Μυκηναϊκής εποχής: της επτάπυλης Θήβας και της Τροίας. Ο πρώτος πόλεμος, της Θήβας, έγινε για τα αμέτρητα κοπάδια του Οιδίποδα ενώ της Τροίας για χάρη της Ωραίας Ελένης. Μας μιλά για την αξία της φιλίας, της φιλοξενίας και της τιμής.
Ο ποιητής χρησιμοποιώντας την αρπαγή ενός αηδονιού από γεράκι αναφέρεται στο δίκαιο του ισχυρότερου που επιβάλλεται πάντα με τη βία.
Ο Ησίοδος θυμίζει στον Πέρση τι παθαίνουν οι άδικοι, οι παραβάτες, αυτοί που δε σέβονται τους νόμους.
Στο πλαίσιο των συμβουλών προς τον αδελφό του, επαναλαμβάνει ότι όλοι που αδικούν θα τιμωρηθούν από τους θεούς και κυρίως από τον Παντεπόπτη Δία. Ο Ζευς έχει τοποθετήσει παντού στη Γη αόρατους θεούς που παρακολουθούν τα έργα των ανθρώπων. Λέει ο Ησίοδος στον Πέρση: « Όποιος σκέπτεται να βλάψει άλλον τελικά βλάπτεται περισσότερο ο ίδιος και η κακή σκέψη βλάπτει περισσότερο αυτόν που τη σκέφθηκε».
Ο Ησίοδος συνεχίζει να νουθετεί τον αδελφό του. Του μιλά για τα καλά της Δικαιοσύνης και την εύνοια του Διός για όσους τηρούν τους όρκους τους και δεν ψευδορκούν. Του λέει για την αρετή, την κακία, για τα καλά της εργασίας και για τις συμφορές της αναδουλειάς και της τεμπελιάς. Του λέει ότι « Ντροπή δεν είναι η δουλειά αλλά η αεργία». Του τονίζει ότι η δουλειά δε σε εγκαταλείπει ποτέ, σου είναι δια βίου συμπαραστάτισσα.
Οι θεοί τιμωρούν τα ψέματα, τον παράνομο πλουτισμό, τη μοιχεία, την ασέβεια σε ορφανά παιδιά και ηλικιωμένους, την παραμέληση θυσιών, σπονδών και θυμιαμάτων στα ιερά και στους βωμούς των θεών.
Ο Ησίοδος «πλέκει» το εγκώμιο του καλού γείτονα τονίζοντας τα πλεονεκτήματα της καλής γειτονίας. Του αναφέρει τα καλά της οικονομίας και την αξία των ικανών και εργατικών κληρονόμων.
Δίνει πρακτικές συμβουλές στον αδελφό του Πέρση. Για να γίνει κατανοητός αναφέρεται στ` αστέρια, στις Πλειάδες, για να του πει πότε, σύμφωνα με τον ετήσιο κύκλο τους θα οργώνει, πότε θα σπέρνει, πότε θα θερίζει.. Του τονίζει τα ευεργετήματα της εργασίας και του συνιστά να μην προσπαθεί με λόγια να δικαιολογήσει την αδιαφορία του και την τεμπελιά του. Αρνείται να τον δανείσει για μια ακόμα φορά και του θυμίζει ότι η πείνα καιροφυλακτεί για την οικογένεια του αν δεν εργαστεί με επιμέλεια στα χωράφια του.
1*. Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.
2*. Στους αγαπημένους: Ιωάννα – Μαρίνα, Ειρήνη, Κωνσταντίνο, Χαράλαμπο, Νίκο.