Αμετάβλητη στο «BBB» με σταθερές προοπτικές διατήρησε την αξιολόγηση για την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας ο οίκος Scope, με τον οποίο ολοκληρώνεται ο «χορός» των αξιολογήσεων για το α' εξάμηνο του 2025.
Ο γερμανικός οίκος αναφέρει ότι το παρόν «σημείωμα παρακολούθησης δεν συνιστά μέτρο αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, ούτε υποδεικνύει την πιθανότητα η Scope να προχωρήσει σε κάποια αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας βραχυπρόθεσμα».
Συνεχίζοντας τονίζει ότι η αξιολόγηση «BBB» υποστηρίζεται από:
i) την ισχυρή θεσμική στήριξη από την Ευρώπη, με το Ευρωσύστημα και την ΕΕ να προσφέρουν νομισματικό και πολιτικό δίχτυ ασφαλείας.
ii) την ενίσχυση των δημοσιονομικών θεμελιωδών μεγεθών, που υποστηρίζονται από πρωτογενή πλεονάσματα και τη βελτίωση των εσόδων, που επιτρέπουν σταθερή μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ
iii) το ευνοϊκό προφίλ χρέους: Το υψηλό ποσοστό μακροπρόθεσμου, χαμηλότοκου χρέους που κατέχεται κυρίως από θεσμικούς δημόσιους πιστωτές, μαζί με το σημαντικό ταμειακό απόθεμα, ενισχύει την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους της κυβέρνησης και μετριάζει τους κινδύνους από πιθανή αστάθεια των αγορών ή αυξήσεις επιτοκίων.
Όσον αφορά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, ο οίκος σημειώνει:
i) το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο παραμένει μακροπρόθεσμα ευάλωτο παρά την πτωτική πορεία
ii) τις επίμονες ευπάθειες του τραπεζικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων των μέτριων κεφαλαιακών αποθεμάτων, των ανησυχιών για την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων του και του ισχυρού δεσμού μεταξύ κράτους και τραπεζών που αυξάνει την έκθεση του χρηματοπιστωτικού τομέα στους κυβερνητικούς κινδύνους και
iii) τους διαρθρωτικούς περιορισμούς στη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, όπως η χαμηλή παραγωγικότητα, τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία και η περιορισμένη οικονομική διαφοροποίηση.
Ο γερμανικός οίκος σημειώνει ότι η οικονομία της Ελλάδας αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,3% το 2024, χάρη στις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση.
Για το τρέχον έτος, η Scope αναμένει ότι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί στο 2,1% και περαιτέρω στο 1,8% το 2026, καθώς η δυναμική των επενδύσεων επιβραδύνεται, αν και η κατανάλωση παραμένει ανθεκτική, όπως σημειώνει.
Προσθέτει ότι οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού και ο επίμονος πληθωρισμός στον τομέα των υπηρεσιών συνιστούν προκλήσεις, αλλά τονίζει ότι οι συνεχιζόμενες ψηφιακές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις ενισχύουν το επενδυτικό περιβάλλον.
Παράλληλα, ο γερμανικός οίκος σημειώνει ότι οι διαρθρωτικές δυσκαμψίες και οι εξωτερικές ανισορροπίες παραμένουν, με τη καθαρή διεθνή επενδυτική θέση να εκτιμάται στο -140% του ΑΕΠ το 2024, παρά τη σταδιακή βελτίωση. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στο 6,4% του ΑΕΠ το 2024, αντανακλώντας τον έντονα εισαγωγικό χαρακτήρα των επενδύσεων, τις αυξανόμενες πληρωμές τόκων και τις χαμηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών, και αναμένεται να παραμείνει υψηλό.
Επίσης, παρά τις βελτιώσεις στην κεφαλαιακή επάρκεια, την κερδοφορία, την ποιότητα του ενεργητικού και τη διακυβέρνηση, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν δομικά ευάλωτες λόγω της υψηλής εξάρτησης από τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTCs) και της υψηλής έκθεσής τους σε κρατικά ομόλογα.
Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας όμως, σύμφωνα με τη Scope, παραμένουν ισχυρές, με πρωτογενές πλεόνασμα 4% και συνολικό πλεόνασμα 1,3% το 2024. Τα προγραμματισμένα πρωτογενή πλεονάσματα 2,5% το 2025 και 2,4% το 2026 υποστηρίζουν μια προβλεπόμενη μείωση του χρέους στο 125% του ΑΕΠ έως το 2030.
Τέλος, τονίζει ότι η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι ευνοϊκή, με μεγάλη διάρκεια ωρίμανσης, χαμηλό κόστος τόκων, πλήρη κάλυψη σταθερών επιτοκίων και ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα 42 δισ. ευρώ τον Μάιο του 2025, γεγονός που διατηρεί τους κινδύνους αναχρηματοδότησης σε σημαντικό βαθμό περιορισμένους.
Όσον αφορά τις σταθερές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο η Scope επισημαίνει ότι αντικατοπτρίζουν την άποψή της πως οι κίνδυνοι που θα μπορούσαν να απειλήσουν την αξιολόγηση της χώρας είναι ισορροπημένοι για τους επόμενους 12 έως 18 μήνες.
Οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση
Τέλος, η Scope αναφέρεται στους παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον οίκο στην αναβάθμιση της αξιολόγησης και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας (μεμονωμένα ή ταυτόχρονα) ή, στο αρνητικό σενάριο, στην υποβάθμισή τους.
Πιο συγκεκριμένα, τα θετικά σενάρια για την αξιολόγηση και τις προοπτικές είναι:
- Η διατηρήσιμη και ουσιαστική μείωση του δείκτη του δημόσιου χρέους
- Οι βελτίωση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης, η ενισχυμένη οικονομική και ανθεκτικότητα στους εξωτερικούς παράγοντες
- Η περαιτέρω άμβλυνση των ευπαθειών του τραπεζικού τομέα και η ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Στον αντίποδα, τα αρνητικά σενάρια περιλαμβάνουν:
- Στασιμότητα ή αντιστροφή της μείωσης του δημόσιου χρέους
- Αναζωπύρωση των κινδύνων για τον τραπεζικό τομέα, που θα υπονόμευαν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος
- Διάβρωση της μακροοικονομικής ανθεκτικότητας, συμπεριλαμβανομένης ουσιαστικής αποδυνάμωσης των εξωτερικών μετρήσεων.
Πηγή: skai.gr
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.