Πώς να συνδυάσεις στην ίδια συναυλία τα μεγάλα τραγούδια του Μίκη με τα μεγάλα λαϊκά του Καλδάρα, έτσι ώστε κάθε τραγούδι να διαδέχεται το άλλο εναλλάξ; Το εγχείρημα μοιάζει τιτάνιο, προϋποθέτει μελέτη πάνω στο έργο και των δύο, αλλά μοιάζει ταυτόχρονα κια απέραντα γοητευτικό σαν τον ήχο μιας παρεΐστικης βραδιάς γλεντιού. Γι’ αυτό και το τολμούν τα δύο παιδιά των τιμώμενων συνθετών, η Μαργαρίτα Θεοδωράκη και ο Κώστας Καλδάρας, αλλά και η Ορχήστρα «100 Χρόνια Μίκης Θεοδωράκης» και οι ερμηνευτές Πίτσα Παπαδοπούλου, Βασίλης Λέκκας, Παναγιώτης Πετράκης, Μαριάννα Παπαμακαρίου και (ο εγγονός του Μίκη) Αγγελος Θεοδωράκης.
Η αρχή γίνεται από τα Τρίκαλα (τόπο καταγωγής του Καλδάρα) μετά την ιδέα που είχε για ένα τέτοιο «μικτό» πρόγραμμα ο συνθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, Γιώργος Ανδρέου. «Εμείς αυτό το μοντέλο με δύο συνθέτες το είχαμε ξεκινήσει με τη συναυλία “Από τον Βασίλη Τσιτσάνη στον Μίκη Θεοδωράκη”, πριν από 20 χρόνια, στο Ηρώδειο. Ετσι όταν μου είπε ο Ανδρέου την ιδέα του, στην αρχή ξαφνιάστηκα γιατί από τον Τσιτσάνη o πατέρας μου είχε μια επιρροή, ενώ με τον Καλδάρα απλώς δημιουργούσαν τις ίδιες δεκαετίες του ΄50, του ΄60 και του ΄70. Αλλά τελικά αυτό έχει ενδιαφέρον: την ίδια εποχή δύο συνθέτες που ο ένας είναι 100% λαϊκός και ο άλλος έντεχνος που, όμως, πάτησε και στο λαϊκό κι έκανε και λαϊκές επιτυχίες», μας εξηγεί η Μαργαρίτα Θεοδωράκη που έχει και την καλλιτεχνική διεύθυνση της εκδήλωσης.
Θ΄ ακολουθήσει ακόμα μία συναυλία (20/9) στη Νάουσα, μόνιμο τόπο διαμονής του γιου του Καλδάρα, συνθέτη και εικαστικού Κώστα Καλδάρα. Πριν όμως η κορύφωση θα είναι στις 2 Σεπτεμβρίου, ανήμερα της 4ης επετείου θανάτου του Μίκη, στο Θέατρο Βράχων, ως φόρος τιμής του Δήμου Βύρωνα στη μνήμη και των δύο μεγάλων και με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη. Τα υπόλοιπα μας τα λένε η Μαργαρίτα Θεοδωράκη και ο Κώστας Καλδάρας σε μια συζήτηση που επιστρέφει και τους δύο πίσω, σε καλύτερες μέρες.
● Μίκης και Καλδάρας είχαν αμοιβαία εκτίμηση απ’ ό,τι έχω διαβάσει, αλλά δεν είχαν συναντηθεί…
Κ.Κ.: «Ο Μίκης, μάλιστα, είχε χαρακτηρίσει τον Απόστολο “Σοπέν της Ελλάδας”. Ομως δεν είχαν συνεργαστεί. Η πρόταση του Γιώργου Ανδρέου ήταν λοιπόν πράγματι πρόκληση: το πώς θα δέσουν δύο άνθρωποι που συνυπήρξαν χρονικά, αλλά απευθύνονταν σε διαφορετικό κοινό».
● Μα στον λαό δεν απευθύνονταν και οι δύο;
Κ.Κ.: «Αλήθεια είναι. Και Καλδάρα άκουγαν και οι μεγάλοι ιστορικοί ηγέτες της Αριστεράς, όπως ο Κύρκος, ο Γλέζος, ο Φλωράκης. Ο Κύρκος, μάλιστα, μου είχε πει ότι κάποτε που ήταν με τον Γλέζο στην ίδια φυλακή, σε διπλανά κελιά, αλλά απαγορευόταν να μιλάνε μεταξύ τους, σφύριζε το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” για να στέλνει σήμα ότι είναι ζωντανοί. Επειδή ο Απόστολος ήταν αριστερός, στα τραγούδια του περνούσε πολιτικές νύξεις και βέβαια γνώρισε και άγρια λογοκρισία. Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι ο Μίκης έμεινε αθάνατος, ένας φάρος στον πολιτισμό. Αλλά κι ο Απόστολος έχει μια μοναδικότητα. Δεν υπάρχει παρόμοια περίπτωση συνθέτη που επί σαράντα τόσα χρόνια να είναι στην επικαιρότητα: από το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” στο “Ενα αστέρι πέφτει-πέφτει” και ύστερα στη “Μικρά Ασία”, τον “Βυζαντινό Εσπερινό” κ.λπ. Και νομίζω πως από τον Μίκη πήρε τη διάθεση της “έντεχνης” ενορχήστρωσης, μετά τη δεκαετία του ‘70. Κάτι ακόμα πολύ σημαντικό και για τους δύο αυτούς συνθέτες είναι ότι είχαν την ευκαιρία να γράψουν ολοκληρωμένα έργα. Ο Μίκης το δίδαξε και ο Απόστολος το “εκμεταλλεύτηκε”».
● Κι από αυτόν τον ποταμό ρεπερτορίου, πώς επιλέγετε για τη συναυλία;
Μ.Θ.: «Για μένα τα λαϊκά και του Καλδάρα και του Θεοδωράκη είναι καταπληκτικές μελωδίες - ό,τι λείπει εδώ και δεκαετίες. Να κάνω μια παρένθεση όμως. Οταν ο πατέρας μου ήταν στις φυλακές Αβέρωφ μάς έλεγε ότι καθόταν στα κάγκελα και κοίταζε απέναντι μια πολυκατοικία. Και από εκεί ακουγόταν το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” με τον Νταλάρα. Ετσι το πρωτάκουσε. Εκτοτε αυτό το τραγούδι το συνέδεσε με τις φυλακές Αβέρωφ. Να λοιπόν γιατί θα βρεθούν αυτά τα τραγούδια μαζί στη σκηνή. Για να φτιαχτεί το ρεπερτόριο εγώ ξεκίνησα να ακούω πάρα πολύ Καλδάρα. Ακουσα γύρω στα εκατό τραγούδια και ύστερα τα εκατό τα έκανα τριάντα. Τριάντα αυτά και τριάντα του πατέρα μου, εξήντα τραγούδια, αλλά πρέπει να μείνουν τα μισά. Καταλαβαίνεις το πρόβλημά μας;».
Κ.Κ.: «Το πρόβλημα δεν ήταν δηλαδή πώς να φτιάξεις ρεπερτόριο, αλλά τι να εξαιρέσεις. Οσο για μένα, όποιο τραγούδι του Μίκη και να ακούσω, πάντα θα δακρύσω και θα ταξιδέψω σε αναμνήσεις από αγώνες, πορείες, ξύλο, δακρυγόνα ή ακόμα και σε κάτι φοβερά και τρομερά μεθύσια, στα φοιτητικά μου χρόνια».
● Κυρίως τα λαϊκά του Μίκη επιλέξατε;
Μ.Θ.: «Κυρίως, αλλά όχι μόνο. Επαιξα και λιγάκι. Εβαλα μέσα και πολιτικό τραγούδι. Τελικά το ένα τραγούδι συνεχίζει το άλλο. Είναι στους ίδιους μελωδικούς δρόμους. Κάνουμε κι ένα ωραίο κλείσιμο του ματιού. Π.χ. μετά το “Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις” που το ‘λεγε ο Μενιδιάτης, βάζουμε το “Είμαστε δυο”. Το πιο σημαντικό είναι ότι είναι όλα τόσο γνωστά τραγούδια που θα γίνει ο κόσμος παρέα εξ αρχής».
● Είναι κι αυτή η παρέα το νήμα που ενώνει τους δυο τους; Τι άλλο είναι όμως; Η Αριστερά; Η Ανατολή;
Κ.Κ.: «Είναι η τέχνη. Γιατί κι άλλοι συνθέτες που δεν ήταν αριστεροί, μπορούσαν μέσα από την τέχνη τους να ενώσουν. Και ο Μίκης και ο Απόστολος είχαν μια απλότητα στη σύνθεση και μπορούσαν να αγγίζουν πραγματικά την καρδιά του λαού. Ξέρετε τι μου είπε ο Απόστολος όταν “έφευγε”; Μου κρατούσε το χέρι και μου είπε: “Κώστα μου, ελπίζω να έκανα καλά τη δουλειά μου”. Είναι σπουδαίο ότι έκανε καλά τη δουλειά του, ότι αγάπησε την οικογένειά του, ότι τον αγαπήσαμε κι εμείς κι ας ήταν άνθρωπος πολύ κλειστός. Το αντίθετο του Μίκη, που έβγαινε στη σκηνή και κάλυπτε τα πάντα. Ενώ ο Απόστολος μόνο που έβλεπε το μικρόφωνο έτρεμε. Ηταν καλύτερα στο σπίτι που έπαιρνε την κιθάρα του και έγραφε τα τραγούδια. Αφού την πρώτη του συναυλία στον Λυκαβηττό την κάναμε με το ζόρι το ‘87. Στα καμαρίνια έτρεμε».
● Ακούγονται σήμερα αρκετά τα τραγούδια των πατεράδων σας;
Κ.Κ.: «Εγώ που παραμένω ενεργός στον χώρο, πρέπει να πω ότι με πονάει πολύ η κατάσταση. Κι αναρωτιέμαι: Αν γεννιόταν σήμερα ο Μίκης μουσικά, αλλά και ο Καλδάρας, ο Τσιτσάνης, ο Χατζιδάκις, ο Μικρούτσικος, ο Ξαρχάκος, ο Βαμβακάρης θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους; Θα περνούσαν στα ραδιόφωνα και στις δισκογραφικές; Οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι ουσιαστικά μορφωμένοι, αλλά φτωχοί. Δεν είχαν τα λεφτά να πληρώσουν στούντιο. Αν λοιπόν υπήρχαν σήμερα αυτοί οι συνθέτες με αυτές τις συνθήκες της ελληνικής δισκογραφίας, τι θα γινόταν; Ο πολιτισμός νομίζω ότι είναι στο απόσπασμα αυτή τη στιγμή. Κι αυτό ενώ υπάρχουν σπουδαίοι συνθέτες, καλά, νέα παιδιά».
Μ.Θ.: «Συμφωνώ απολύτως ότι εδώ και πολλά χρόνια δεν υπάρχει μουσική. Ξεκινήσαμε κάποτε με τα σκυλάδικα και με τον φτηνό και χυδαίο στίχο, ο οποίος έχει κυριεύσει πια τα πάντα και έχει γαλουχήσει πολλές γενιές. Ωρες ώρες νομίζω ότι ο κόσμος ακούει το ίδιο τραγούδι σαράντα χρόνια τώρα. Βέβαια υπάρχει και η εξαίρεση, μια μειονότητα που ακούει καλή μουσική - και κλασική και λαϊκή».
● Αλλά από την άλλη υπάρχουν και πολλά νέα παιδιά που σπουδάζουν παραδοσιακά όργανα και ψάχνονται…
Μ.Θ.: «Υπάρχει αυτή η τάση. Το ‘χουν ρίξει στο παραδοσιακό, αλλά αυτό δεν δημιουργεί δημιουργούς».
Κ.Κ.: «Κι όμως υπάρχουν δημιουργοί που επηρεάστηκαν κι έγραψαν πολύ ωραία πράγματα. Οπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Αλλά κι αυτός μεγάλωσε».
Μ.Θ.: «Είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Δεν υπάρχει γαλλικό τραγούδι, δεν υπάρχει τίποτα. Υπάρχουν μόνο το χιπ-χοπ και η τραπ και δεν ξέρω τι, το οποίο στην Αμερική είναι περισσότερο εικόνα παρά ουσία. Δηλαδή κι εμένα μ’ αρέσει να βλέπω αυτές τις υπέροχες κουκλάρες να χορεύουν. Αλλά αρκεί αυτό;».
● Υπάρχει όμως και χιπ-χοπ όπως του Λεξ και άλλων που εκπροσωπούν το σύγχρονο πολιτικό τραγούδι.
Μ.Θ.: «Ναι, αλλά μουσικά εμένα δεν μου λέει τίποτα. Ούτε οι στίχοι μού πολυαρέσουν. Είναι πολύ φτωχοί. Σκέψου ότι μετά τα ρεμπέτικα που είχαν ωραίο, απλό στίχο, ήρθαν οι μεγάλοι ποιητές και όσοι ακολούθησαν εκείνο τον δρόμο, στιχουργοί σαν τον Ελευθερίου, τον Παπαδόπουλο ή τον Τριπολίτη. Ετσι ανέβηκε η ποιότητα του λόγου. Τώρα έχουμε γίνει πρωτόγονοι και συγγνώμη, αλλά στο χιπ-χοπ, τα παιδιά αυτά γράφουν πολύ απλοϊκά».
Κ.Κ.: «Οσο για τη μουσική έχουν έρθει κι εργαλεία πια σαν την ΑΙ που της λες “γράψε μια μουσική για την τάδε διαφήμιση” και τη γράφει. Ή “αντίγραψε μερικές λούπες και βάλ’ τες στη σειρά”. Εκλείπουν οι μελωδίες, αλλά κι όταν έχεις μελωδία, θεωρείσαι γραφικός. Εδώ τουλάχιστον, για τον τόπο μας, μου τα λένε οι δυο μου κόρες που πάνε στο Μουσικό Γυμνάσιο. Τι θα κάνουν όμως μετά; Το μόνο που κάνουν είναι να ταλαιπωρούνται με 9 μαθήματα παραπάνω την εβδομάδα και τελικά; Κανένα χαρτί. Με τόσα χρόνια μουσική δώστε, βρε παιδιά, κανένα μόριο παραπάνω να μπορέσουν να περάσουν σε μια σχολή. Μπα, τίποτα. Κι όλα υποβαθμισμένα... Ξαναλέω λοιπόν ότι είμαστε σε πολιτισμικό πόλεμο. Αυτή τη στιγμή τα όπλα έχουν παραταχθεί: το διαδίκτυο και εσύ. Δεν είναι κακό βέβαια το διαδίκτυο, αρκεί να το χειριζόμαστε σωστά. Ναι, να ζήσουμε με τις καινούργιες συνθήκες. Αλλά δεν βλέπω πια παρέες με κιθάρες να τραγουδάνε σε ένα τραπέζι και να κοιτιούνται στα μάτια».
«Α ρε μπαμπά...»
● Είναι σαφώς σπουδαίο να είσαι γιος ή κόρη ενός τέτοιου συνθέτη. Είναι και βάρος το όνομα όμως;
Μ.Θ.: «Είχαμε κι οι δύο πατεράδες που αγαπούσαν την οικογένειά τους και τα παιδιά τους. Μεγαλώσαμε κι εμείς δίπλα στον μπαμπά μας, μέσα στη δημιουργία. Και την όποια φήμη τους την άφηναν κι οι δύο έξω από την πόρτα. Οχι, το όνομα δεν έχει βάρος».
Κ.Κ.: «Για μένα η δουλειά του Απόστολου λειτούργησε ανάποδα. Ο πατέρας μου πέρασε δύσκολα χρόνια. Εφευγε το βράδυ στις 8 για το μπουζουξίδικο και γυρνούσε το πρωί στις 8 με τα πόδια από τη δουλειά γιατί τα μεροκάματα ήταν μικρά και δεν ξόδευε ούτε για το λεωφορείο. Ετσι ξενιτεύτηκε στην Αμερική. Οταν αργότερα άκουσε ότι κι εγώ τραγούδια θέλω να γράφω και παρότι του έλεγαν και διάφοροι συνάδελφοί του “το παιδί έχει ταλέντο”, εκείνος απαντούσε “πρώτα το πτυχίο”. Ηταν από νοιάξιμο».
● Καθώς ωριμάζετε τι καινούργιο ανακαλύπτετε στο έργο των δικών σας;
Μ.Θ.: «Εγώ, μελωδίες και λόγια που μπορεί να τα είχαμε λίγο παραγνωρισμένα. Τα τραγούδια είναι μέσα μου και προφανώς και στον Κώστα. Γιατί όταν τα συνέθεταν εμείς τα ζούσαμε, παιδάκια εκεί δίπλα, και είναι σαν να τα ‘χουμε γράψει κι εμείς».
Κ.Κ.: «Ησουν κι εσύ κριτής, Μαργαρίτα; Γιατί εγώ από μια στιγμή και μετά ήμουν στην “κριτική επιτροπή”. Πρώτη απ’ όλους ήταν βέβαια η Λούλα, η μάνα μου. “Σ’ άρεσε;”, τη ρωτούσε. “Ναι”, έλεγε εκείνη. “Εσένα;”, με ρωτούσε. “Οχι”, απαντούσα».
Μ.Θ.: «Ημασταν οι πρώτοι ακροατές...».
Κ.Κ.: «Τα πρώτα 70άρια του Απόστολου ήταν με κερί - έτσι γραφόταν τότε ένας δίσκος κάθε έξι μήνες. Ακόμα κι οι μεγάλοι συνθέτες που είχαν κάνει επιτυχίες, έγραφαν 2-3 70άρια τον χρόνο το πολύ. Ετσι ο Απόστολος ξεκίνησε με χίλια βάσανα να γράφει. Αλλά κι από εκείνη την εποχή υπάρχουν λιγότερο γνωστοί θησαυροί στη δουλειά του. Εχει τραγούδια που δεν είναι τόσο γνωστά στον κόσμο και είναι αριστουργήματα. Εγώ μπορώ να πω ότι ανακαλύπτω ακόμα όχι μόνο τις μελωδικές του γραμμές, αλλά και πώς να αναγνωρίζω ποια εποχή του Καλδάρα είναι. Γιατί ο Καλδάρας είχε τρεις εποχές. Πρώτα την εποχή της εξωτερίκευσης και των μαγαζιών όπου έπρεπε να κάνει επιτυχία για να βγάζει το μεροκάματο. Και έτσι είχε τραγούδια πιο εξωστρεφή. Αργότερα, όταν χάσαμε την αδελφή μου, σταμάτησε τη δουλειά στα μαγαζιά - ποτέ δεν του άρεσε να ξενυχτάει. Τότε μπόρεσε να γράψει τα πιο λυρικά του και πιο ευαίσθητα: “Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ”, “Ενα αστέρι πέφτει-πέφτει”, “Φαντασία” κ.ά. Η τρίτη περίοδος ήταν όταν με την ευκαιρία των 33 στροφών μπόρεσε να γράψει κι αυτός τους κύκλους του και στην πιο ώριμη και κατασταλαγμένη του περίοδο να δείξει ολοκληρωμένο έργο. Ερχονταν βέβαια και τότε οι τραγουδιστές και ζητούσαν 2-3 τραγούδια. “Οχι τώρα”, τους έλεγε, “θέλω να δείξω τη δουλειά μου”. Κι επιτέλους τότε φάνηκαν και οι συνθέτες. Γιατί παλιά δεν γραφόταν στον δίσκο (ειδικά στα 45άρια) το όνομα του σύνθετη. Γράφονταν μόνο ο τραγουδιστής και ο ενορχηστρωτής των τραγουδιών. Πολύ ύποπτο αυτό, γιατί αρκετοί ξαφνικά βρέθηκαν με πολλά τραγούδια στο όνομά τους».
«Αλλαξε ο κόσμος, Μαργαρίτα»
● Αν ζούσαν τι θα έλεγαν γι’ αυτή τη συναυλία;
Μ.Θ.: «Θα χαιρόντουσαν. Κοίταξε, εγώ αν και δεν έχω καμία σχέση με τη μεταφυσική αισθάνομαι συχνά ότι ο μπαμπάς μου είναι εκεί κάπου και με κοιτάει. Και μ’ αρέσει ότι είναι εκεί - κι ας ξέρω μέσα μου ότι δεν υπάρχει τίποτε. Αλλά εγώ το νιώθω. “Α ρε μπαμπά...”, λέω».
● Οταν τον σκέφτεστε έτσι, ποιο τραγούδι λέει;
Μ.Θ.: «Το “Χάθηκα” γιατί τον αντιπροσώπευε πολύ και γιατί είναι ένα πολύ εσωστρεφές τραγούδι και γιατί έχει να κάνει με τον άνθρωπο, με την προσωπικότητα που λέει “θα είμαι πάντα μόνος”. Ο πατέρας μου ήταν πολύ μελαγχολικός, καταθλιπτικός κι εσωστρεφής Και νομίζω ότι γενικά οι δημιουργοί έχουν μια απαισιοδοξία στην ζωή τους».
● Κύριε Καλδάρα, εσείς τι λέτε; Τι θα ‘λεγε ο δικός σας πατέρας για τη συναυλία και ποιο τραγούδι του θα ‘λεγε στο σπίτι;
Κ.Κ.: «Νομίζω, θα χαιρόταν. Και αν και τσακωνόμασταν αρκετές φορές τη μέρα, εδώ θα μου έλεγε μπράβο! Τώρα, ποιο τραγούδι; Στο σπίτι τον θυμάμαι να λέει πολλά. Κι επειδή η μητέρα μου ήταν κοινωνικός χαρακτήρας και μαζεύονταν μουσικοί και φίλοι στο σπίτι, έπαιρνε την κιθάρα του κι έπαιζε. Τι ν’ απαντήσω;... Ολα του τα τραγούδια τα αγαπάω. Ξέρω βέβαια ποιο τραγούδι δεν αντέχω ν’ ακούσω. Το “Γιε μου, γιε μου” - έλεγε ο ίδιος μόνο τις λέξεις γιε μου, γιε μου...».
Μ.Θ.: «Πάντως στη συναυλία το “Γιε μου, γιε μου” το έχω συνδυάσει με το “Κοιμήσου, αγγελούδι μου”. Ηθελα όμως να θυμίσω και ότι η Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης ξεκίνησε ουσιαστικά από τις “Γραμμές” του Κώστα Καλδάρα και αυτή ήταν η πρώτη παρουσία του Μίκη σε μουσική σκηνή. Θυμάσαι, Κώστα; Και μάλιστα στη γιορτή των Αρχαγγέλων, 8 Νοεμβρίου, είχε γίνει μια ιστορική βραδιά κι είχαν έρθει όλοι οι καλλιτέχνες (είχαμε από τη μια τον Νταλάρα κι από την άλλη μεριά τον Πανούση, χωριστά γιατί ήταν τσακωμένοι) και δεν υπήρχε πολιτικός της Αριστεράς που να μην είναι μέσα. Και στιχουργοί, ηθοποιοί, οι πάντες».
Κ.Κ.: «Δεν ξαναγίνονται τέτοια πράγματα. Αλλαξε ο κόσμος, Μαργαρίτα».
«57 άνθρωποι και οι οικογένειές τους έχουν ενώσει την Ελλάδα»
● Είστε κι οι δύο παιδιά δύο ανθρώπων που είχαν σχέση με τους αριστερούς αγώνες. Ξέρουμε και τη σχέση του Μίκη με τον Αραφάτ. Τι σκέφτεστε για ό,τι συμβαίνει στη Γάζα;
Μ.Θ.: « Ο πατέρας μου ήταν πάντα δίπλα στους Παλαιστινίους και αυτός ήταν και ένας λόγος που το εβραϊκό λόμπι τού είχε κηρύξει πόλεμο. Εξάλλου ο Μίκης έχει γράψει και τον ύμνο της Παλαιστίνης που θ’ ακουστεί όταν θα γίνει πραγματικά ανεξάρτητο κράτος. Εν πάση περιπτώσει όμως το θέμα είναι τι συμβαίνει τώρα και ό,τι άκουσα χθες να λέει ένας από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, ότι η Γάζα είναι ένας απέραντος τάφος των Παλαιστινίων. Αυτό τα λέει όλα. Κι ότι τα θύματα έγιναν θύτες.
Κ.Κ.: «Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Αλλά να πούμε κι ότι όσοι συνεργάζονται αυτόν τον καιρό με το ισραηλινό κράτος είναι συνεργάτες δολοφόνων».
● Αν ο ένας μας πόνος αυτή τη στιγμή είναι το Παλαιστινιακό, ο άλλος είναι τα Τέμπη…
Μ.Θ.: «Εξοργίζομαι. Είναι ντροπή που τόσα χρόνια δεν έχουν λύσει αυτό το θέμα να πάνε φυλακή όσοι πρέπει να πάνε. Στο τέλος θα βγάλουν ότι τα θύματα είναι και φταίχτες. Για μένα η Καρυστιανού είναι πραγματικά ηρωίδα. Αυτή κατάφερε να προβάλει όλη αυτή την κατάσταση και να γίνει η μεγαλειώδης εκδήλωση στο Σύνταγμα. Μεταξύ μας στις παρέες λέμε ότι αν έκανε κόμμα θα έβγαινε πρώτη. Είναι ένας άνθρωπος σοβαρός, πολύ πιο σημαντικός από όλους τους πολιτικούς που γνωρίζουμε, με πολύ σωστό λόγο... και παρ’ όλα αυτά η υπόθεση μένει στα ίδια. Και κάτι ακόμα. Εγώ πολιτικά δεν είμαι με κανέναν. Είμαι μια αριστερή που δεν την αντιπροσωπεύει κανείς, αλλά γι’ αυτό το θέμα βγάζω το καπέλο στην Κωνσταντοπούλου. Τελικά αυτοί οι 57 άνθρωποι που σκοτώθηκαν είναι σαν να έγιναν σύμβολα σε μια κατεστραμμένη Ελλάδα. Γιατί για μένα αυτό είναι η χώρα: κατεστραμμένη και ο καθένας πρέπει να καταφέρει μόνος του να επιβιώσει».
Κ.Κ.: «Εγώ που πάντα αγαπούσα την πατρίδα μου, όποιος και να ήταν κυβερνήτης, αυτή τη στιγμή έχω φτάσει σε σημείο να ντρέπομαι να πω ότι είμαι Ελληνας και ο άλλος να ξέρει τι έχει γίνει στα Τέμπη. Δεν αρκεί η φυλακή στους υπεύθυνους. Γιατί αυτός είναι ένας φασισμός νέας μορφής μέσα από το ψέμα, τη δολοπλοκία, τη συγκάλυψη, με βάση το χρήμα. Γι’ αυτό εγώ θέλω δήμευση περιουσιών μέσα από τις καταδίκες. Μόνο αυτό θα τους πονέσει. Σκέφτομαι όμως κι ότι αυτοί οι 57 άνθρωποι και οι οικογένειές τους έχουν ενώσει την Ελλάδα. Κι ελπίζω αυτή η χώρα να συνεχίσει να αντιστέκεται σε αυτόν τον ορυμαγδό του ψέματος, της υποκρισίας και του λαδώματος».