Στον «αέρα» βρίσκεται ο τρόπος υπολογισμού, η τακτικότητα των πληρωμών και η απεικόνιση του ασφαλιστικού χρόνου που προκύπτει από το νέο σύστημα εισφορών, το οποίο αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 2017 και αφορά εκατοντάδες χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες αλλά και μισθωτούς που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών.
Τέσσερις μήνες μετά την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου (Ν. 4387/2016) και τρεις μήνες και κάτι πριν από την έλευση του νέου έτους, οι ελεύθεροι επαγγελματίες αλλά και οι μισθωτοί με «μπλοκάκι» δεν γνωρίζουν τις εισφορές τους, με ποια περιοδικότητα θα καταβάλλονται –ανά μήνα, δίμηνο ή τρίμηνο– και κυρίως πώς το ποσό που θα πληρώνουν θα απεικονίζεται ως χρόνος ασφάλισής τους.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλοι, από την 1/1/2017, θα πληρώνουν 20% επί του φορολογητέου εισοδήματός τους για κύρια ασφάλιση, 6,95% για υγεία, εφόσον αντιμετωπίζονται ως αυτοαπασχολούμενοι ή και 7,10% αν αντιμετωπίζονται ως μισθωτοί, και 7% για επικούρηση εφόσον προβλέπεται για τον κλάδο τους. Ενα πρόσθετο 4% θα καταβάλλουν όσοι ανήκουν σε κλάδο για τον οποίο προβλέπεται και εφάπαξ παροχή.
Σημαντικές αλλαγές και σε ορισμένες περιπτώσεις ανατροπές επιφέρει, σύμφωνα με την Καθημερινή, το νέο σύστημα στην ασφάλιση χιλιάδων αυτοαπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών με προσωπικές εταιρείες (Ο.Ε. και Ε.Ε.), μελών ΕΠΕ, διαχειριστών και μοναδικών εταίρων μονοπρόσωπων ΙΚΕ, καθώς και μελών διοικητικών συμβουλίων σε ανώνυμες εταιρείες. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, στα λογιστήρια επικρατεί σύγχυση καθώς τα φυσικά πρόσωπα ενδέχεται να ασφαλίζονται ως μισθωτοί ή ως αυτοαπασχολούμενοι, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που ισχύει η διπλή ασφάλιση. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει πώς θα προσδιορίζεται το εισόδημα αυτών που ασφαλίζονται σε κεφαλαιουχικές εταιρείες. Επίσης, για τους μετόχους άνω του 3%, που είναι μέλη σε Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμων Εταιρειών, δεν είναι γνωστό πώς θα εντοπίζεται το εισόδημα προκειμένου στη συνέχεια να καταβληθούν οι εισφορές.
Βαρύς είναι ο πέλεκυς και για τους μισθωτούς με παράλληλη απασχόληση, καθώς παρά την πρόβλεψη ότι ο εργοδότης θα πρέπει να καταβάλει τα 2/3 των εισφορών των ασφαλισμένων με δελτίο παροχής υπηρεσιών, εφόσον προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόληση σε ένα ή και δύο φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρακτικά το βάρος αναμένεται να πέσει εξ ολοκλήρου στον ασφαλισμένο. Ο οποίος θα καταβάλλει εισφορές και για τη μισθωτή του απασχόληση της τάξης του 16%.
Τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται μαζικό κύμα κλεισίματος των δελτίων παροχής υπηρεσιών, καθώς η αυξημένη εισφορά, παράλληλα με την υπέρογκη επιβάρυνση από τη φορολογία, καθιστά τη δεύτερη απασχόληση «μη συμφέρουσα»...
Μάλιστα, κι ενώ έχει επικρατήσει η εντύπωση ότι τα «μπλοκάκια» θα καταβάλλουν επιπλέον εισφορές της τάξης του 26,95%, ο γνωστός δικηγόρος και εκδότης του περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ» Δημήτρης Μπούρλος, μιλώντας στην «Κ» ξεκαθαρίζει ότι οι εισφορές θα ανέρχονται σε τουλάχιστον 27,10% (20% για κύρια ασφάλιση και 7,10% εισφορά υγείας που ισχύει για τους μισθωτούς), ενώ είναι πολύ πιθανό να αγγίξουν και το 34,10% εφόσον υποχρεωθούν να καταβάλλουν και εισφορές επικούρησης όπως οι υπόλοιποι μισθωτοί.
Στην περίπτωση παράλληλης απασχόλησης, θα πρέπει να διευκρινιστεί τι γίνεται εάν κατά τη διάρκεια της χρονιάς ο ελεύθερος επαγγελματίας με δύο εργοδότες που καλύπτουν και οι δύο τα 2/3 των εισφορών κόψει δελτίο παροχής υπηρεσιών και σε κάποιον τρίτο. Επίσης, πώς μπορεί ο εργοδότης - λήπτης των τιμολογίων να υπολογίζει το ύψος των εισφορών που οφείλει να καταβάλει ιδίως κατά τους μήνες που προηγούνται της εκκαθάρισης της φορολογικής του δήλωσης.
Το μεγαλύτερο από τα πολλά προβλήματα που δημιουργεί ο νέος τρόπος αντιμετώπισης των εργαζομένων με δελτίο παροχής υπηρεσιών στους ασφαλισμένους, είναι σύμφωνα με τον κ. Μπούρλο το γεγονός ότι κανείς δεν γνωρίζει κάθε πότε θα καταβάλλονται οι εισφορές, αλλά και τον τρόπο που θα απεικονίζεται η ασφάλιση. Είναι ενδεικτικό ότι υπάρχουν ασφαλισμένοι με δελτίο παροχής που σύμφωνα με τον νόμο θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως μισθωτοί και αμείβονται ανά τρίμηνο ή εξάμηνο. Στο υπουργείο θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν πώς θα αντιμετωπιστεί ασφαλιστικά ο χρόνος αυτός, δηλαδή σε τι ασφαλιστικό χρόνο αντιστοιχούν οι συμβάσεις έργου. Συγκεχυμένη είναι και η πρόθεση του νομοθέτη όσον αφορά την εφαρμογή ή όχι ανώτατου πλαφόν ως προς το ασφαλιστέο εισόδημα, στις περιπτώσεις που υπάρχει πλέον της μιας δραστηριότητα.