Συνεχίζεται η επίσχεση εργασίας των εργαζομένων στον ΟΑΣΘ, με τη Θεσσαλονίκη να παραμένει για ενδέκατη συνεχόμενη ημέρα χωρίς λεωφορεία. Οι εργαζόμενοι στον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να επιστρέψουν στην εργασία τους, εάν δεν τους καταβληθούν τα δεδουλευμένα δύο μηνών και του τρέχοντος μήνα που τους οφείλονται.
Τι είναι το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας του εργαζομένου; Ποιες οι προϋποθέσεις άσκησής του; Πώς ασκείται και ποιες συνέπειες επιφέρει;
Σύμφωνα με το άρθρο 648 του Αστικού Κώδικα, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ κατά τη λειτουργία της σύμβασης έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκε να τον βαρύνουν. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 325, 329, 353 και 656 του Αστικού Κώδικα, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να επισχέσει την παροχή που οφείλει στον εργοδότη, δηλαδή να αρνηθεί να εκτελέσει την εργασία που συμφώνησαν να του παρέχει, για να εξασφαλίσει την ικανοποίηση ληξιπρόθεσμων αξιώσεών του κατά του εργοδότη και ιδιαίτερα την πληρωμή οφειλομένων αποδοχών, αλλά και την εκπλήρωση άλλου ουσιώδους όρου της εργασιακής σύμβασης, από την παράβαση του οποίου έχει δημιουργηθεί ενδεχομένως ληξιπρόθεσμη αξίωση του εργαζομένου.
Όταν ο εργοδότης καθυστερεί να καταβάλλει στον εργαζόμενο τα δεδουλευμένα και γενικά τις αποδοχές του για σημαντικό χρονικό διάστημα, τότε ο τελευταίος έχει δικαίωμα να προβεί σε επίσχεση εργασίας (άρθρο 325 ΑΚ). Ασκώντας το δικαίωμα αυτό ο εργαζόμενος δηλώνει στον εργοδότη του ότι διακόπτει την απασχόλησή του μέχρι να του καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές του.
Η επίσχεση εργασίας έχει ως αποκλειστικό και μόνο σκοπό να υποχρεώσει τον εργοδότη να καταβάλλει στο μισθωτό τις δεδουλευμένες και καθυστερούμενες αποδοχές. Δεν μπορεί να ασκηθεί επίσχεση εργασίας με σκοπό τον εξαναγκασμό του εργοδότη για αυξήσεις αποδοχών ή άλλες παροχές που δεν είναι ληξιπρόθεσμες. Όταν ο μισθωτός απέχει από την εργασία του, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας για βάσιμες αξιώσεις του, ο εργοδότης δεν μπορεί να θεωρήσει λυμένη τη σύμβαση εργασίας και γίνεται υπερήμερος ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζόμενου, εφόσον αποκρούει την προσφορά του χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της σύμβασης εργασίας.
Όσο διαρκεί η επίσχεση εργασίας, ο εργοδότης περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας, έτσι οι μισθωτοί δεν υποχρεούνται να παρέχουν εργασία ούτε και να παρουσιάζονται στην επιχείρηση, αλλά απεναντίας έχουν δικαίωμα να απασχοληθούν σε άλλο εργοδότη, για αντιμετώπιση βασικών βιοτικών αναγκών τους. Πρέπει όμως ο μισθωτός, που ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, να βρίσκεται πάντοτε στη διάθεση του εργοδότη, εφόσον αρθεί η υπερημερία του, για να αναλάβει εργασία (άρθρο 656 ΑΚ – Έγγρ.. Υπουρ. Εργασίας 1669/10.09.1982).
Για την άσκηση του δικαιώματος αυτού προϋποτίθεται αναγκαίως η ύπαρξη ληξιπρόθεσμης αξιώσεως του μισθωτού, η οποία πρέπει να είναι συναφής με την εργασιακή σχέση και έγκυρη σύμβαση εργασίας, η οποία πρέπει να βρίσκεται σε λειτουργία και να μην έχει καταγγελθεί νομίμως.
Ως ληξιπρόθεσμη αξίωση του μισθωτού νοείται, μεταξύ άλλων, η άρνηση του εργοδότη α) να χορηγήσει στον μισθωτό την εβδομαδιαία ανάπαυση, β) να καταβάλει σ' αυτόν τις συνομολογηθείσες αποδοχές και γ) να εκτελέσει όρο της εργασιακής συμβάσεως, που έχει τεθεί προς το συμφέρον του μισθωτού, ενώ δεν αποτελεί τέτοια αξίωση η τυχόν εμμονή του εργοδότη στην μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας και στην μείωση των αποδοχών του μισθωτού, εφ' όσον εξακολουθεί να συμμορφώνεται προς τους όρους αυτής, όπως τους αποδέχεται ο μισθωτός.
Επιπλέον, προϋπόθεση για την άσκηση αυτού του δικαιώματος είναι η αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη, ανεξάρτητα από το αν η καθυστέρηση οφείλεται σε δυστροπία του. Το αν η καθυστέρηση είναι δικαιολογημένη κρίνεται από τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.
Η επίσχεση εργασίας αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, η οποία καταρτίζεται χωρίς την υποχρέωση τήρησης συγκεκριμένου τύπου, με μόνη την δήλωση της βουλήσεως του οφειλέτη της εργασίας (μισθωτού), που μπορεί να γίνει με εξώδικη έγγραφη ή και προφορική δήλωση και ισχύει αφότου περιέλθει σε γνώση του δανειστή. Συστήνεται πάντως το δικαίωμα να ασκείται πάντα εγγράφως, με εξώδικη δήλωση που να επιδίδεται στον εργοδότη με δικαστικό επιμελητή, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί μεταγενέστερα από τον εργοδότη.
Η δήλωση για επίσχεση της εργασίας πρέπει να είναι σαφής ως προς την άσκηση του δικαιώματος και να αναφέρει την ληξιπρόθεσμη υποχρέωση του εργοδότη, στην εκπλήρωση της οποίας στοχεύει. Η απλή άρνηση της παροχής της εργασίας, χωρίς να συνοδεύεται με την ρητή δήλωση της επισχέσεως και με την αιτία, δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα.
Η επίσχεση εργασίας αρχίζει να ισχύει από τη στιγμή που θα λάβει γνώση αυτής ο εργοδότης από τον εργαζόμενο για την άσκηση από αυτόν του δικαιώματος της επίσχεσης.
Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, όσο δεν καταβάλει δηλαδή τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά.
Ο εργαζόμενος διατηρεί το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας ακόμη και στην περίπτωση μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του. Ο μισθωτός που αποκρούει τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του από τον εργοδότη και εμμένει στη σύμβαση με τους προϋφιστάμενους όρους, μπορεί να ζητήσει μισθούς υπερημερίας από τον εργοδότη, εφόσον ισχυρισθεί και αποδείξει ότι εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του με τους αρχικούς όρους, αξιώνοντας την τήρηση αυτών και ότι ο εργοδότης δεν αποδέχθηκε την προσφορά αυτή. Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος δικαιούται να προβεί σε επίσχεση της εργασίας του (άρθρο 325 ΑΚ) και προς εξασφάλιση οφειλόμενων μισθών υπερημερίας και συνεπώς αν έγινε τέτοια επίσχεση ο εργοδότης τελεί σε υπερημερία, χωρίς να απαιτείται, κατά τη διάρκεια της επισχέσεως, πραγματική προσφορά των υπηρεσιών του εργαζομένου και απόκρουση αυτών από τον εργοδότη.
Η επίσχεση εργασίας αίρεται με την συμμόρφωση του εργοδότη, δηλαδή, με την πραγματική καταβολή (όχι την παροχή απλής εγγύησης) των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών (μισθοί ή ημερομίσθια, δώρα εορτών, άδεια και επίδομα άδειας κ.λ.π.)
Κατά τη διάρκεια της επίσχεσης εργασίας ο εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα να απολύει τον εργαζόμενο, αλλά το δικαίωμά του υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ (δηλαδή η απόφασή του να μην υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος αυτού). Αν αποδειχθεί ότι η απόλυση ή τυχόν άλλη πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε στο μισθωτό, έγινε για λόγους εκδίκησης, επειδή αυτός άσκησε το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, τότε η απόλυση και η επιβολή πειθαρχικής ποινής είναι καταχρηστικές.
Εάν ο εργοδότης καταβάλλει στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα σε αυτόν ή εκπληρώσει τον ουσιώδη όρο της συμβάσεως εργασίας ή επέλθει συμφωνάι με τον εργαζόμενο, τότε η υπερημερία του εργοδότη παύει και οι συνέπειες της επισχέσεως της εργασίας τον εργαζόμενό του εξαντλούνται, είτε με την καταβολή των οφειλόμενων σ' αυτόν, είτε με την εκπλήρωση του ουσιώδους όρου της συμβάσεως είτε κατόπιν συμφωνίας με τον εργαζόμενο (ΕφΠειρ 769/2000 ΔΕΕ 2001,198, ΕφΑθ 8528/2003).
Είναι αυτονόητο ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να θεωρήσει ότι ο εργαζόμενος, ο οποίος άσκησε νομίμως το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, εγκατέλειψε αυθαιρέτως τη θέση του και συνακόλουθα να θεωρήσει ότι αυτός (ο εργαζόμενος) κατήγγειλε την εργασιακή σύμβαση ώστε, εφόσον πρόκειται για σύμβαση αορίστου χρόνου, να απαλλαγεί από την υποχρέωση του προς καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης απολύσεως.
Ο εργοδότης δικαιούται βέβαια να καταγγείλει, και ύστερα από τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως, την εργασιακή σύμβαση, υποχρεούμενος όμως να καταβάλλει την οφειλόμενη αποζημίωση και αποκρουόμενος με την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματός του, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα. Αν η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης δεν γίνει σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπως στην περίπτωση εργοδότη νομικού προσώπου από όργανο του εργοδότη που έχει αυτή την εξουσία ή δεν καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση ή αν η καταγγελία κριθεί καταχρηστική, ο εργοδότης πάλι περιέρχεται μη αποδεχόμενος την παροχή της εργασίας σε υπερημερία και οφείλει, όσο αυτή διαρκεί, τις αποδοχές του εργαζομένου, σαν ο τελευταίος να εργαζόταν κανονικά.
Το δικαίωμα επισχέσεως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη ή όταν ο μισθωτός, για να λάβει τον μισθό του από τον υπερήμερο εργοδότη, παραμένει με την θέλησή του για μακρό χρονικό διάστημα άνεργος και αποφεύγει αδικαιολόγητα και κακόβουλα να φροντίσει για ανεύρεση άλλης εργασίας, ενώ μπορεί εύκολα να ανεύρει και να προσφέρει την εργασία του σε άλλον εργοδότη.
Αικατερίνη Γ. Νίγδελη
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΤΡΩΝ
Πατρέως 31, 26221 ΠΑΤΡΑ
κιν. 6976 682442 τηλ/φαξ 2610 221111
e-mail: nigdelik@yahoo.gr / katnigdeli@provataslaw.gr
www.provataslaw.gr