Για πρώτη φορά εδώ και αιώνες, επιστήμονες μετακίνησαν την μαρμάρινη πλάκα του Πανάγιου Τάφου, αποκαλύπτοντας, σε κλίμα δέους και ιερής κατάνυξης, την επιφάνεια στην οποία πιστεύεται ότι τοποθετήθηκε το σώμα του Ιησού Χριστού μετά τη σταύρωση.
«Το μαρμάρινο κάλυμμα του τάφου μετακινήθηκε προς τα πίσω και έκπληκτοι ανακαλύψαμε μεγάλη ποσότητα (αδιευκρίνιστων) υλικών πίσω από αυτό», δήλωσε ο Fredrik Hiebert, αρχαιολόγος του National Geographic Society, ο οποίος συμμετέχει στο έργο αποκατάστασης του Ναού.
«Η ανακάλυψη των υλικών απαιτεί μακρά επιστημονική ανάλυση, αλλά τελικά θα είμαστε σε θέση να αντικρύσουμε την επιφάνεια πάνω στην οποία, σύμφωνα με την παράδοση, τοποθετήθηκε το σώμα του Χριστού», επισήμανε ο αρχαιολόγος.
Σύμφωνα με την παράδοση, το σώμα του Ιησού τοποθετήθηκε σε ένα «νεκρικό κρεβάτι», διαστάσεων 2,07 x 1,93 μ., λαξευμένο από ασβεστόλιθο στο τοίχωμα της σπηλιάς, στην οποία μεταφέρθηκε μετά τη σταύρωσή του από τους Ρωμαίους, από όπου και αναστήθηκε τρεις ημέρες αργότερα το 30 ή ενδεχομένως, το 33 μ.Χ.
Ο Πανάγιος Τάφος βρίσκεται στον Ναό της Αναστάσεως του Κυρίου στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ και είχε καλυφθεί από μαύρη μαρμάρινη επένδυση τουλάχιστον από το 1555 μ.Χ. Ο ναός θεωρείται ότι βρίσκεται στη θέση του Γολγοθά, ο λόφος στον οποίο σταυρώθηκε και τάφηκε ο Ιησούς Χριστός. Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ο τάφος του Χριστού βρισκόταν κοντά στο σημείο της σταύρωσης: «ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη• 42 ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν ᾿Ιουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν ᾿Ιησοῦν.» Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον ιθ’ 41-42.
Κατασκευάστηκε αρχικά από την Αγία Ελένη την μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α΄ στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα. Στον ναό που έχτισε η Αγία Ελένη συμπεριέλαβε τον Πανάγιο Τάφο μαζί με τον Γολγοθά και το Σπήλαιο. Από τότε πέρασε μεγάλες περιπέτειες και καταστροφές, ενώ στην σημερινή του μορφή κατασκευάστηκε το 1810 έπειτα από μία μεγάλη πυρκαγιά.
Το εσωτερικό του Πανάγιου Τάφου, βρίσκεται τους τελευταίους μήνες σε φάση συντήρησης και αποκατάστασης από μια διεπιστημονική ομάδα επιστημόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, υπό την καθοδήγηση της Καθηγήτριας Αντωνίας Μωροπούλου.
Οι εργασίες αποκατάστασης προσφέρουν την πρωτοφανή ευκαιρία στους ερευνητές να μελετήσουν την επιφάνεια που θεωρείται η πιο ιερή του Χριστιανισμού. Μια ανάλυση του αρχικού πετρώματος μπορεί να τους επιτρέψει να κατανοήσουν καλύτερα, όχι μόνο την αρχική μορφή του νεκρικού θαλάμου, αλλά και πώς ενδεχομένως εντοπίστηκε από την Αγία Ελένη, το 326 μ.Χ.
«Βρισκόμαστε στο κρίσιμο σημείο της αποκατάσταση του Τάφου», δήλωσε η κα. Μωροπούλου. «Οι τεχνικές που χρησιμοποιούμε για την καταγραφή του μοναδικού αυτού μνημείου θα επιτρέψει στον κόσμο να μελετήσει τα ευρήματά μας, σαν να στέκονταν οι ίδιοι μπροστά στον τάφο του Χριστού», δήλωσε στο National Geographic.
Το πρόγραμμα αποκατάστασης, με τη συμμετοχή περίπου 50 εμπειρογνωμόνων, ξεκίνησε το 2016 μετά τη χρηματοδότηση που εξασφαλίστηκε από δωρητές, όπως ο βασιλιάς Αμπντάλα της Ιορδανίας και η Μίκα Ερτεγκούν, χήρα του συνιδρυτή της Atlantic Records, η οποία προσέφερε 1,3 εκατομμύρια δολάρια, ενώ τεράστια χρηματικά ποσά δόθηκαν και από τα τρία χριστιανικά δόγματα των Ορθοδόξων, Ρωμαιοκαθολικών και Αρμενίων, που διαχειρίζονται τον Ιερό χώρο από κοινού. Το έργο αναμένεται να ολοκληρωθεί την άνοιξη του 2017.