Στο ίδιο σημείο, αυτό της μη σύγκλισης απόψεων ως προς τα ανοικτά θέματα του εξωδικαστικού συμβιβασμού για τη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, βρίσκεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και οι δανειστές. Από τη στιγμή που αποχώρησαν οι επικεφαλής του κουαρτέτου στις 22 Νοεμβρίου, τα τεχνικά κλιμάκια των δύο πλευρών, στις τρεις τηλεδιασκέψεις που ακολούθησαν, δεν βρήκαν κοινό τόπο, κάτι που θα επιδιωχθεί εκ νέου στη σημερινή προγραμματισμένη επαφή τους.
Πλέον, τα ανοικτά θέματα τα χειρίζεται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ), η οποία έχε επιφορτιστεί να αποδείξει στους δανειστές, ότι η ρύθμιση δεν θα εκτροχιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους, κάτι που προβάλλεται ως κίνδυνος από τη «φορολογική τρόικα».
Κατ’ αρχήν, η «φορολογική τρόικα» επιμένει και ζητεί στοιχεία για το πόσες επιχειρήσεις που έχουν σήμερα ρυθμίσει τις οφειλές τους έναντι του δημοσίου θα μπορούσαν να υπαχθούν στον νέο μηχανισμό, μέσω του οποίου θα μπορούσαν να επιτύχουν όχι μόνο αύξηση του αριθμού των δόσεων αλλά και ενδεχόμενο κούρεμα των οφειλών.
Στο θέμα αυτό, η ΓΓΔΕ δεν μπορεί να απαντήσει με συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία καθώς δεν γνωρίζει πόσες από τις επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση έχουν και μη εξυπηρετούμενα δάνεια έναντι των τραπεζών, ώστε να διεκδικήσουν μια συνολική διευθέτηση των χρεών τους και συνεπώς να τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από το δημόσιο.
Το γενικό επιχείρημα της ΓΓΔΕ είναι ότι ναι μεν κάποιοι οφειλέτες του δημοσίου θα ευνοηθούν, ωστόσο με τον εξωδικαστικό μηχανισμό θα είναι πολλοί περισσότεροι αυτοί που θα προσέλθουν προς διακανονισμό των χρεών τους έναντι των τραπεζών, του δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων. Μάλιστα η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία υποστηρίζεται υπό την απειλή ότι όσες επιχειρήσεις δεν επιδιώξουν τη ρύθμιση των χρεών τους, θα έρθουν αντιμέτωπες με «καταδιωκτικά μέτρα» (πλειστηριασμοί).
Σύμφωνα με στελέχη του οικονομικού επιτελείου, όλη αυτή η συζήτηση στην ουσία δεν έχει κάποιο νόημα και απλώς συντηρείται από τις… εμμονές κάποιων στελεχών των δανειστών, καθώς για την κυβέρνηση είναι δεδομένο ότι δεν θα υπάρξει απώλεια εσόδων. Μάλιστα τα ίδια στελέχη επισημαίνουν ότι ο μηχανισμός έχει ως πρώτιστο στόχο το «πρασίνισμα» των «κόκκινων» δανείων έναντι των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οπότε, η συμφωνία δεν θα πρέπει να κολλήσει σε φόβους για ενδεχόμενη απώλεια εσόδων προς το δημόσιο, κάτι το οποίο δεν πρόκειται να συμβεί.
Πέραν του παραπάνω θέματος το οποίο προέκυψε σχετικά όψιμα, σε εκκρεμότητα παραμένουν και τα είδη των οφειλών που θα διαγράφονται. Το οικονομικό επιτελείο αρνείται να αποδεχθεί την απαίτηση των δανειστών να κουρεύονται όλες οι κατηγορίες οφειλών προς το δημόσιο, προτείνοντας να εξαιρούνται ο ΦΠΑ και ο Φόρος Μισθωτών Υπηρεσιών (ΦΜΥ). Αντιθέτως, οι δανειστές ζητούν να κουρεύονται και ο ΦΠΑ και ο ΦΜΥ.
Σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη και αυτή η απαίτηση των δανειστών δεν έχει πραγματική βάση, καθώς θα υπάρχει πρόβλεψη να κουρεύονται ιεραρχικά άλλες οφειλές, ξεκινώντας από τα πρόστιμα και τις προσαυξήσεις, τις παραβάσεις του ΚΒΣ και της κύριας οφειλής. Όπως εξηγούν τα ίδια στελέχη, σε καμία περίπτωση επί του πρακτέου δεν θα χρειαστεί να διαγράφονται ΦΠΑ και ΦΜΥ αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι το κούρεμα με βάση τα στοιχεία της ΓΓΔΕ θα έφθανε σε επίπεδα του 80% και 90%, κάτι το οποίο δεν είναι δυνατό να συμβεί.
Την ώρα που τα παραπάνω θέματα μένουν ανοικτά, το euro2day.gr διευκρινίζει ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει και πόσες επιχειρήσεις θα υπαχθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό. Με δεδομένο ότι οι δύο πλευρές φέρονται να έχουν συμφωνήσει ότι σ' αυτόν θα υπάγονται μόνο τα νομικά πρόσωπα που έχουν εμπορική ιδιότητα και ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 50.000 ευρώ, το αρχικό κυβερνητικό πλάνο για την υπαγωγή στον μηχανισμό 400.000 επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών πλέον δεν ισχύει.
Παράγοντες του οικονομικού επιτελείου εκφράζουν τη ανησυχία τους ότι τελικά οι δικαιούχοι συμμετοχής στον μηχανισμό θα είναι της τάξεως των μερικών δεκάδων χιλιάδων.