Στις δηλώσεις που θα υποβάλουμε φέτος για τα εισοδήματα του 2016, δεν χρειάζονται αποδείξεις και όλοι μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες θα έχουν την έκπτωση φόρου. Όμως για τα φετινά εισοδήματα (που θα δηλωθούν του χρόνου) όλοι οι φορολογούμενοι θα πρέπει να καλύψουν με συναλλαγές μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών (κάρτες ή μέσω ίντερνετ) ποσοστό από 10% έως 18,75%, ανάλογα με το ύψος του τελευταίου.
Από τις ηλεκτρονικές αγορές εξαιρούνται μόνο τα πρόσωπα ηλικίας άνω των 70 ετών που μπορούν να καλύψουν το απαραίτητο ποσό με αποδείξεις.
Εκπτώσεις φόρου έως 1.900-2.100 ευρώ, που ισοδυναμούν με αφορολόγητο όριο εισοδήματος έως 8.636-9.545 ευρώ, δικαιούνται φέτος, κατά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων που θα υποβάλουν την περίοδο Απριλίου-Ιουλίου για τα εισοδήματα του 2016, εκατομμύρια μισθωτοί, συνταξιούχοι και κατά κύριο επάγγελμα αγρότες χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να έχουν μαζέψει αποδείξεις λιανικών συναλλαγών.
Οι ίδιοι φορολογούμενοι όμως, υποχρεούνται πλέον να χρησιμοποιούν πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή άλλα μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής στις καθημερινές συναλλαγές τους αν θέλουν να κατοχυρώσουν τις εκπτώσεις αυτές και για τα εισοδήματα του 2017. Ειδικά δε οι ηλικιωμένοι άνω των 70 ετών υποχρεούνται και πάλι να μαζεύουν αποδείξεις!
Κατά την διετία 2015-2016 το ... σπορ της συλλογής αποδείξεων έπαψε να επιδοτείται με εκπτώσεις φόρου από το υπουργείο Οικονομικών και το δικαίωμα του αφορολογήτου ορίου κατοχυρωνόταν μόνο και μόνο από την ιδιότητα του φορολογούμενου ως μισθωτού ή συνταξιούχου. Το 2016 προστέθηκαν μάλιστα στους δικαιούχους του αφορολογήτου άνευ αποδείξεων και οι κατ' επάγγελμα αγρότες.
Για τα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις και αγροτικές δραστηριότητες τα οποία αποκτώνται από την 1η-1-2017 τα πράγματα άλλαξαν ριζικά.
Συγκεκριμένα:
1) Το αφορολόγητο όριο κατοχυρώνεται πλέον μόνο εφόσον κάθε δικαιούχος έως 70 ετών πληρώνει με πλαστικό χρήμα ή με άλλα μέσα ηλεκτρονικών συναλλαγών δαπάνες που ισοδυναμούν με ποσοστό από 10% έως και 18,75% του ετησίου ατομικού εισοδήματός του. Το ακριβές ποσοστό του ετησίου ατομικού εισοδήματος που πρέπει να καλύπτεται στην περίπτωση αυτή με δαπάνες εξοφληθείσες με "πλαστικό χρήμα" ή με άλλης μορφής μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής προσδιορίζεται με βάση το ύψος του εισοδήματος αυτού
Ειδικότερα:
α) Για εισοδήματα μέχρι τα μέχρι 10.000 ευρώ προερχόμενο από μισθούς ή συντάξεις, καθώς και κάθε κατά κύριο επάγγελμα αγρότης ηλικίας έως 70 ετών οι φορολογούμενοι πρέπει να καλύψουν με ηλεκτρονικές συναλλαγές το 10% του εισοδήματος, έτσι ώστε να δικαιούται έκπτωση φόρου 1.900-2.100 ευρώ.
β) Για εισοδήματα από 10.001 έως 30.000 ευρώ πρέπει να καλύπτει ποσοστό 10% του τμήματος του εισοδήματός του μέχρι τα 10.000 ευρώ και ποσοστό 15% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τα 10.000 ευρώ με ηλεκτρονικές συναλλαγές, για να δικαιούται έκπτωση φόρου μέχρι ποσού 1.900-2.100 ευρώ.
γ) Για εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ πρέπει να καλύπτει ποσοστό 10% του τμήματος εισοδήματός του μέχρι τα 10.000 ευρώ, ποσοστό 15% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τα 10.000 και έως τα 30.000 ευρώ και ποσοστό 20% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τα 30.000 ευρώ με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών, για να κατοχυρώσει έκπτωση φόρου που φθάνει μέχρι τα επίπεδα των 1.800-2.000 ευρώ.
δ) Το ποσό των δαπανών που πρέπει να εξοφληθούν με πλαστικό χρήμα ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για να κατοχυρωθεί η έκπτωση φόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ ετησίως.
ε) Σε κάθε περίπτωση μη κάλυψης του απαιτούμενου ποσού με δαπάνες εξοφληθείσες από τέτοιου είδους μέσα πληρωμής, ο φορολογούμενος θα επιβαρύνεται με επιπλέον φόρο 22% επί του «ακάλυπτου» ποσού.
2) Κάθε μισθωτός, συνταξιούχος και κατά κύριο επάγγελμα αγρότης ηλικίας άνω των 70 ετών είναι υποχρεωμένος για να κατοχυρώσει το αφορολόγητο όριο να συλλέξει αποδείξεις λιανικών συναλλαγών αξίας ίσης με ποσοστό:
- 10% του ετησίου ατομικού φορολογητέου εισοδήματος από μισθούς, συντάξεις ή αγροτικές δραστηριότητες, κατά περίπτωση, εφόσον το εισόδημα αυτό ανέρχεται σε ποσό μέχρι 10.000 ευρώ
- 10% του τμήματος του εισοδήματός του μέχρι τα 10.000 ευρώ και 15% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τα 10.000 ευρώ, εφόσον το εισόδημα αυτό ανέρχεται σε ποσό μεταξύ 10.000 και 30.000 ευρώ
- 10% του τμήματος του εισοδήματός του μέχρι τα 10.000 ευρώ, 15% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τα 10.000 και μέχρι τα 30.000 ευρώ και 20% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τα 30.000 ευρώ, εφόσον το εισόδημα αυτό υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ.