"Η παθιασμένη εμμονή της υπουργού Εργασίας (αλλά και των στενών συνεργατών του πρωθυπουργού) να εμφανίσουν ως «θρίαμβο» την αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων στην επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων (επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων) «τύφλωσε» την ελληνική αντιπροσωπεία και οδήγησε σε «Βατερλώ» άλλα, πολύ σημαντικότερα ζητήματα, όπως το τσεκούρι σε όλες τις συντάξεις, με την κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» από την 1η Ιανουαρίου 2019.
● Περισσότεροι από 900.000 συνταξιούχοι πληροφορήθηκαν ότι η «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση συμφώνησε με τους «θεσμούς» ότι όλες οι συντάξεις θα μειωθούν από 7% έως και 35% μονομιάς, με την κατάργηση της περιβόητης «προσωπικής διαφοράς» που είχε επινοήσει ο Γιώργος Κατρούγκαλος για να παραπλανήσει την κοινή γνώμη και να αποδεχθεί τον ασφαλιστικό του νόμο.
● Αν συνυπολογισθεί η ταυτόχρονη μείωση του αφορολόγητου ορίου στα 5.600 ευρώ (για τον άγαμο) και 5.900 ευρώ (για την οικογένεια), οι απώλειες για όλους τους συνταξιούχους είναι καταστροφικές.
●Οδηγούν σε απόλυτη φτώχεια. Ως «αντάλλαγμα» η κυβέρνηση κέρδισε μια χαλαρότερη διατύπωση για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων «μετά τη λήξη της δημοσιονομικής επιτροπείας». Η κυβέρνηση μετέφρασε αυτήν τη φράση ως επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων από την 1η Αυγούστου 2018 και επέμεινε να υπάρξει σχετική ρητή διατύπωση.
Tι έλεγε η Αχτσιόγλου
Η Έφη Αχτσιόγλου επέμενε να καταγραφεί ρητά στη συμφωνία ότι μετά την 1η Αυγούστου 2018 επανέρχεται σε ισχύ ο νόμος 1876/1990 για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τον τρόπο διαμόρφωσης του βασικού μισθού και ημερομισθίου. Το ΔΝΤ από τη δική του πλευρά ήταν σαφές: Η χαλάρωση των εργασιακών σχέσεων δεν μπορεί να συμβεί όσο η Ελλάδα βρίσκεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και διεθνή εποπτεία.
Δυστυχώς, όλα δείχνουν πως η χώρα μας δεν θα προλάβει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατά συνέπεια δεν θα μπορέσει να βγει στις αγορές το καλοκαίρι του 2018. Έτσι, θα υποχρεωθεί να ξαναμπεί σε «πρόγραμμα διεθνούς επιτροπείας» ή σε κάποια άλλη μορφή τέταρτου μνημονίου.
Ήταν 2 το πρωί, Παρασκευή 24 Μαρτίου, όταν ο Πολ Τόμσεν και η Ντέλια Βελκουλέσκου εγκατέλειψαν τη μικρή αίθουσα συσκέψεων του γραφείου του Ντέκλαν Κοστέλο, στο γκρίζο κτίριο Charlemagne των Βρυξελλών, έχοντας πάρει ακριβώς αυτό που ζητούσαν: Την «εμπροσθοβαρή ορθολογικοποίηση της ασφαλιστικής δαπάνης», δηλαδή τη «frontloaded» μείωση κατά 1,8 δισ. ευρώ του ποσού που καταβάλλει ο προϋπολογισμός για τις συντάξεις μέσω της «προσωπικής διαφοράς», από την πρώτη μέρα του 2019.
Ως αντάλλαγμα οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ είχαν δεχθεί να μην αυξηθεί το ποσοστό των ομαδικών απολύσεων από 5% σε 10% τον μήνα, να μην αλλάξει αμέσως ο συνδικαλιστικός νόμος (αλλά να μπει ως προαπαιτούμενο της γ΄ αξιολόγησης μαζί με το θέμα της ανταπεργίας – lock out) και να παραταθεί ως έχει η ισχύς του πλαισίου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Το θέμα της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ δεν αφορούσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αλλά την ευρωπαϊκή πλευρά των «θεσμών», αλλά σ’ αυτό το ζήτημα δεν υπήρξε διαφωνία. Όταν τα στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου συνειδητοποίησαν τι ακριβώς είχε συμφωνηθεί στις Βρυξέλλες, ξεκίνησε μια προσπάθεια αποδόμησης και επαναδιαπραγμάτευσης του πλαισίου, μέσα από τις διαδικασίες του EuroWorking GROUP
Έστειλαν νέο σχέδιο
Την περασμένη Τετάρτη, έστειλαν νέο σχέδιο που προβλέπει εξοικονόμηση 1% του ΑΕΠ το 2019 –η οποία θα επιμερίζεται σε 0,7% του ΑΕΠ από τη μείωση των συντάξεων και σε 0,3% από τη μείωση του αφορολόγητου– και άλλο 1% το 2020, το οποίο θα επιμερίζεται αντίστοιχα σε 0,3% από περικοπή συντάξεων και 0,7% του ΑΕΠ από περικοπή αφορολόγητου.
Οι Ευρωπαίοι φάνηκαν δεκτικοί για μια σταδιακή προσαρμογή της ασφαλιστικής δαπάνης, αλλά μόλις το ΔΝΤ πληροφορήθηκε την αλλαγή στάσης της ελληνικής πλευράς δεν έφερε αμέσως αντιρρήσεις αλλά –όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις– «άνοιξε» και πάλι το σύνολο των ζητημάτων των μεταρρυθμίσεων: Το ΔΝΤ, ως εγγυητής των «μεταρρυθμίσεων» στο ελληνικό πρόγραμμα, επιμένει για πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων με άρση της διοικητικής ρύθμισης για την ενεργοποίησή του, την επαναφορά της ανταπεργίας (lock out) που έχει καταργηθεί από το 1982 και την άμεση αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου, ώστε να γίνει πιο δύσκολη η κήρυξη απεργίας και οι συνδικαλιστές να χάσουν κάποια από τα προνόμιά τους.
Το προχθεσινό ναυάγιο –ξημερώματα Παρασκευής– στη συνεδρίαση του EuroWorking Group ήταν περίπου προδιαγεγραμμένο, από τη στιγμή που –λίγες μέρες νωρίτερα– το Μέγαρο Μαξίμου συνειδητοποίησε τι ακριβώς είχε συμφωνηθεί για το θέμα των συντάξεων και του Ασφαλιστικού στις περιβόητες τριήμερες διαπραγματεύσεις των πέντε υπουργών στις Βρυξέλλες την προηγούμενη εβδομάδα.
Είναι πλέον δεδομένο ότι το κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στο Μέγαρο Μαξίμου και στο υπουργείο Οικονομικών έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν εμπιστεύεται πλέον τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και προσπαθεί από την αρχή να κρατήσει ανοιχτή τη διαπραγμάτευση μέχρι το τέλος Απριλίου, όταν στην εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ (21-23 Απριλίου), στην Ουάσινγκτον, συζητηθεί το θέμα μεσοπρόθεσμης διευθέτησης του χρέους.
Στο μεταξύ όμως, η ελληνική οικονομία χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Οι πληρωμές στον ιδιωτικό τομέα έχουν «παγώσει». Οι καταθέτες αποσύρουν αποταμιεύσεις από τις τράπεζες και καθυστερούν την αποπληρωμή δανείων. Το κράτος δεν πληρώνει τίποτε άλλο, εκτός από μισθούς και συντάξεις.
Χάνουμε την ποσοτική χαλάρωση
Η Ελλάδα χάνει το «τρένο» της ποσοτικής χαλάρωσης QE, το οποίο, εκτός από φθηνό χρήμα για τις τράπεζες, θα άνοιγε το δρόμο για την έξοδο στις αγορές όχι μόνο του Δημοσίου αλλά και των μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας. Το σχέδιο του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Σόιμπλε, που ήθελε την Ελλάδα εκτός ποσοτικής χαλάρωσης (QE) αλλά και τη διευθέτηση του χρέους μετά τις γερμανικές εκλογές, υλοποιείται με επιμέλεια. Την ευθύνη ωστόσο των καθυστερήσεων φέρει αποκλειστικά η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα που θέλει να παρουσιάσει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων ως «αριστερό θρίαμβο» έναντι των «νεοφιλελεύθερων πολιτικών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου»."
Του Χρήστου Ν. Κώνστα από την εφημερίδα "Παρασκήνιο"
Σχόλια