Τις συνέπειες της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης στη χώρα μας πάνω στην υγεία των Ελλήνων, δείχνει μια νέα ελληνο-βρετανική επιστημονική μελέτη, ίσως η πληρέστερη που έχει γίνει μέχρι σήμερα πάνω στο ζήτημα. Η συγκεκριμένη δείχνει ότι σε κάποιους τομείς η κρίση είχε αρνητικά αποτελέσματα, σε κάποιους θετικά, ενώ σε κάποια θέματα η επίπτωσή της είναι ουδέτερη.
Η μελέτη, με επικεφαλής τον Φίλιππο Φιλιππίδη, λέκτορα στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Imperial College του Λονδίνου, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Scientific Reports» και αξιολόγησε μια πληθώρα δεδομένων έως και το 2015. Στην έρευνα συμμετείχαν ο Γιάννης Τούντας, καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής και διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς επίσης η Βασιλική Γεροβασίλη του Νοσοκομείου Harefield του Λονδίνου, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ως πρώτο έτος της κρίσης θεωρήθηκε το 2010, επειδή τότε επιβλήθηκαν τα πρώτα αυστηρά μέτρα λιτότητας και υπήρξαν ορατές επιπτώσεις ύφεσης και ανεργίας στην ελληνική οικονομία. Οι ερευνητές επισημαίνουν πάντως ότι, επτά χρόνια μετά, ακόμη υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα για τις επιπτώσεις της κρίσης στην υγεία των Ελλήνων και αναμένονται στο μέλλον περισσότερα στοιχεία, προκειμένου να γίνει νέα αξιολόγηση.
Συνοπτικά, τα κυριότερα ευρήματα της μελέτης είναι τα εξής:
- Η θνησιμότητα από αυτοκτονίες και η παιδική θνησιμότητα έχουν χειροτερέψει κατά τη διάρκεια της κρίσης. Επίσης η ψυχική υγεία, ιδίως η κατάθλιψη, έχει χειροτερέψει σημαντικά, αλλά δεν υπήρξε αύξηση των ανθρωποκτονιών.
- Η θνησιμότητα από αναπνευστικά νοσήματα και τροχαία ατυχήματα έχει βελτιωθεί, αλλά από το 2013-14 και μετά η βελτίωση φαίνεται να έχει σταματήσει.
- Το κάπνισμα και η καθιστική ζωή έχουν μειωθεί σημαντικά, ενώ η διατροφή και η παχυσαρκία δεν εμφανίζουν σημαντικές μεταβολές, δηλαδή η κρίση είχε ουδέτερη επίπτωση.
- Το ποσοστό των ανθρώπων που ήθελαν ιατρική βοήθεια (π.χ. να κάνουν μια διαγνωστική εξέταση) και δεν μπόρεσαν να τη λάβουν, έχει υπερδιπλασιαστεί από 10% το 2010 σε σχεδόν 22% το 2015, με κύρια αιτία το κόστος.
- Το ποσοστό των ατόμων που πλήρωσαν από την τσέπη τους για υπηρεσίες υγείας και φάρμακα, σχεδόν διπλασιάστηκε (από 34,5% το 2010 σε 58,7% το 2015), όπως και το μέσο ποσό που πλήρωσαν (από περίπου 429 ευρώ το 2010 σε 505 ευρώ το 2015).
Αναλυτικότερα, μεταξύ 2010-2015 στη χώρα μας συνέχισε να καταγράφεται πτωτική τάση στη θνησιμότητα από τις δύο κυριότερες αιτίες θανάτου, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και τους καρκίνους, κάτι που είχε διαφανεί ήδη πριν από την κρίση. Τα αναπνευστικά νοσήματα, που αυξάνονταν έως το 2009, εν καιρώ κρίσης εμφάνισαν μείωση, κυρίως λόγω της μείωσης του καπνίσματος και της μικρότερης κίνησης των οχημάτων (άρα της πιο καθαρής ατμόσφαιρας). Σε γενικές γραμμές, οι νεότερης ηλικίας Έλληνες ωφελήθηκαν περισσότερο, ενώ δεν υπήρξαν αλλαγές στη θνησιμότητα για τους ανθρώπους 50 έως 70 ετών.
Η μέση ετήσια μείωση της θνησιμότητας από τροχαία ήταν 7% κατά την κρίση έναντι μόνο 2,7% μεταξύ 2001-2009. Η θνησιμότητα από αυτοκτονίες αυξήθηκε αντίθετα με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,8% μετά το 2009, έναντι 1,6% πριν την κρίση. Ενδεικτικά, το 2014 υπήρξαν σε όλη την Ελλάδα 174 περισσότερες αυτοκτονίες σε σχέση με το 2009. Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνει η μελέτη, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών.
Ο ρυθμός γεννήσεων στην Ελλάδα μειώθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,9% μεταξύ 2009-2015, ενώ η παιδική θνησιμότητα αυξήθηκε κατά 26% στη διάρκεια της κρίσης. Το ποσοστό των καπνιστών μειώθηκε από 42,6% το 2008 σε 36,5% το 2015. Παρά την ανεπαρκή εφαρμογή των αντικαπνιστικών μέτρων, το 2015 υπήρξαν 540.000 λιγότεροι ενήλικοι καπνιστές σε σχέση με το 2008. Η μέση ετήσια κατανάλωση ανά καπνιστή μειώθηκε από 3.164 σε 1.979 τσιγάρα μέσα στην πρώτη πενταετία της κρίσης, κυρίως εξαιτίας της μείωσης του διαθεσίμου εισοδήματος.
Ο καθιστικός τρόπος ζωής μειώθηκε σημαντικά από 43,4% το 2006 σε 29% το 2015. Η υγιεινή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών υπήρξε σχεδόν σταθερή (51,2% το 2015 έναντι 52,1% το 2008), ενώ τα ποσοστά παχυσαρκίας εμφάνισαν οριακή μείωση (από 18,1% το 2008 σε 17,4% το 2015).