Προς υλοποίηση σε ηλεκτρονική μορφή φαίνεται πως βαίνει τελικά το πολυσυζητημένο περιουσιολόγιο. Στο «e-περιουσιολόγιο» θα καταγράφεται η κάθε μορφής περιουσία των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων. Ενδεικτικά, θα δηλώνονται στοιχεία των οποίων η αξία είναι ευχερώς προσδιορίσιμη, όπως ακίνητα, οχήματα (τροχοφόρα, εναέρια ή σκάφη), κινητά μεγάλης αξίας, μετρητά, επενδυτικός χρυσός, τραπεζικοί λογαριασμοί.
Ωστόσο, το περιουσιολόγιο θα περιλαμβάνει και στοιχεία των οποίων η αξία προσδιορίζεται πιο δύσκολα, όπως μετοχές, εταιρικά μερίδια, ομόλογα, έντοκα γραμμάτια, αμοιβαία κεφάλαια, συμμετοχές σε επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής.
Δεδομένου, όμως, ότι αναμένεται και η κατάθεση σχετικού σχεδίου νόμου, είναι πιθανόν κάποια από τα παραπάνω στοιχεία να μην περιλαμβάνονται στην τελική βάση δεδομένων, όπως εξηγεί το "Grant Thornton":
• Το σύστημα θα υποστηρίζει την υποδοχή και ενσωμάτωση δεδομένων περιουσίας από άλλα πληροφοριακά αρχεία, ακόμα και στην περίπτωση μη μηχανογραφικής τήρησης αυτών. Οι φορολογούμενοι θα μπορούν να εισάγουν πρωτογενώς πληροφορίες περιουσιακών στοιχείων καθώς και να προβαίνουν σε διορθώσεις, ενώ θα υπάρχει δυνατότητα καταχώρισης περιουσιακών στοιχείων που προκύπτουν κατόπιν οριστικού ελέγχου. Τα στοιχεία θα «διασταυρώνονται μακροπρόθεσμα» από τη φορολογική αρχή. Το σύστημα υπόσχεται να παρέχει ακόμη τη «δυνατότητα αξιολόγησης των δεδομένων των φορολογουμένων» για τον εντοπισμό τυχόν αποκρυβείσας ύλης. Τέλος, αναμένεται να καθίσταται δυνατή η «συσχέτιση περιουσιακών στοιχείων μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων».
• Κομβικής σημασίας είναι η επιλογή του πρωταρχικού και ουσιαστικού σκοπού θέσπισης του περιουσιολογίου. Το περιουσιολόγιο είναι ένα εργαλείο και, όπως για κάθε εργαλείο, η χρησιμότητά του εξαρτάται από τη χρήση για την οποία το προορίζει κανείς. Εάν ο τελικός σκοπός του είναι η ανίχνευση προηγούμενης φοροδιαφυγής, τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να δηλωθούν στην αξία κτήσης, προκειμένου να είναι εφικτές οι διασταυρώσεις με τα εισοδήματα του παρελθόντος. Εάν κύριος στόχος του περιουσιολογίου είναι η επιβολή «φόρου επί της περιουσίας», τότε τα περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να δηλωθούν στην τρέχουσα αξία τους, η εξεύρεση της οποίας για ορισμένα πιθανώς να αποδειχθεί δυσχερής.
• Εχει επανειλημμένως διακηρυχθεί ότι σκοπός του περιουσιολογίου είναι η διαχρονική παρακολούθηση της περιουσιακής κατάστασης κάθε προσώπου από τη φορολογική διοίκηση, ενώ βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων θα εντοπίζονται οι αδικαιολόγητες αποκλίσεις και θα πραγματοποιείται φορολογικός έλεγχος. Αν και στο παρελθόν είχε επανειλημμένως και σαφώς αποκλειστεί από τους αρμόδιους υπουργούς, το ενδεχόμενο επιβολής ενός «φόρου επί της περιουσίας» φαίνεται ότι εξετάζεται πλέον από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, καθώς με πρόσφατες δηλώσεις αφέθηκε ανοιχτό το ενδεχόμενο αντικατάστασης του ΕΝΦΙΑ με κάποιον ανάλογο φόρο.
• Στις χώρες που εφαρμόζεται, το περιουσιολόγιο συνδέεται άρρηκτα με την επιβολή φόρου επί της καθαρής αξίας της περιουσίας των φυσικών προσώπων (net wealth tax). Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι δύο χώρες που το εφαρμόζουν για να επιβάλουν φόρο στην καθαρή περιουσία των φυσικών προσώπων είναι η Γαλλία και η Ισπανία. Και στις δύο χώρες, τα έσοδα από τον συγκεκριμένο φόρο κινούνται σε χαμηλά επίπεδα επί του συνόλου των φορολογικών εσόδων. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η Ισπανία τον είχε καταργήσει το 2008, αναγκάστηκε όμως να τον επαναφέρει το 2011 ως ένα από τα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Η επιβολή του φόρου στην Ισπανία (πλην της αυτόνομης περιοχής της Μαδρίτης) ανανεώνεται από το 2011 κάθε έτος, ενώ το αφορολόγητο όριο ανέρχεται σε 700.000. ευρώ Επίσης, στη Γαλλία το αφορολόγητο όριο ανέρχεται σε 1,3 εκατ. ευρώ, ενώ και στις δύο χώρες ο φόρος επιβάλλεται στην παγκόσμια περιουσία των φορολογικών κατοίκων τους. Αντίθετα, στους κατοίκους εξωτερικού, ο φόρος επιβάλλεται μόνο επί της περιουσίας που βρίσκεται εντός της χώρας.
• Σημαντικός αριθμός κρατών-μελών του ΟΟΣΑ που εφάρμοσε παλαιότερα φόρο επί της περιουσίας τον κατήργησε λόγω της αναποτελεσματικότητάς του. Ειδικότερα, η Αυστρία τον κατήργησε το 1994, η Δανία και η Γερμανία το 1997, η Ολλανδία το 2001, η Φινλανδία, η Ισλανδία και το Λουξεμβούργο το 2006 και η Σουηδία το 2007. Η Ινδία, μία από τις ελάχιστες μη ευρωπαϊκές χώρες που επέβαλαν φόρο στην καθαρή περιουσία των φυσικών προσώπων, τον κατήργησε το 2015.
• Ο τρόπος αποτίμησης της περιουσίας του φυσικού προσώπου αποτελεί ένα από τα βασικότερα προβλήματα για όλα τα κράτη που επιβάλλουν net wealth tax. Η αξία μιας επιχείρησης, η αποτίμηση των μη εισηγμένων μετοχών, των έργων τέχνης, ακόμα και η αξία ενός αμοιβαίου κεφαλαίου ανοιχτού ή κλειστού τύπου παρουσιάζει δυσκολίες ως προς την αποτίμησή της, ανάλογα με το σε τι τελικά θα αποσκοπεί αυτή.
• Στην Ελλάδα προβληματισμό εγείρει μεταξύ άλλων το πώς θα συσχετιστεί το περιουσιολόγιο με την απόκτηση περιουσίας που είχε απαλλαγή από το «πόθεν έσχες». Επί σειράν ετών η αγορά μετοχών, ομολόγων, πρώτης κατοικίας και η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου απαλλασσόταν από το «πόθεν έσχες». Ομοίως, και στα ακίνητα γενικά είχε εφαρμοσθεί απαλλαγή από το «πόθεν έσχες» μεταξύ 2011 και 2013. Πώς θα αντιμετωπισθούν αυτά στο περιουσιολόγιο;
• Η τυχόν επιβολή «φόρου επί της περιουσίας» στην Ελλάδα βάσιμα αναμένεται να διογκώσει το ήδη μεγάλο κύμα φυγής φορολογικών κατοίκων από τη χώρα, καθώς οι μη κάτοικοι δεν νοείται να φορολογούνται για περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται εκτός Ελλάδος. Οι τα πολλά έχοντες (άρα, και τα πολλά συνεισφέροντες στον φόρο αυτόν) εύκολα μπορούν να αλλάξουν τον τόπο πραγματικής και φορολογικής κατοικίας τους για να τον αποφύγουν. Αντίθετα, η θέση των φορολογικών κατοίκων Ελλάδας, όσων δεν μπορούν να φύγουν και να τον αποφύγουν, καθίσταται επαχθέστερη, ενώ ήδη έχουν περιέλθει σε δεινή κατάσταση από τη βαρεία φορολόγηση τα τελευταία έτη (ΕΝΦΙΑ, εισφορά αλληλεγγύης, αυξημένοι φόροι εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές). Κατά συνέπεια, με βάση τα παραπάνω αλλά και τη σχετική διεθνή εμπειρία, τα αναμενόμενα έσοδα δεν θα είναι σημαντικά, ενώ ένας τέτοιος φόρος θα απέτρεπε περαιτέρω τις ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα.
• Αν τελικά προκριθεί από τους ιθύνοντες η επιβολή ενός τέτοιου φόρου, θα πρέπει το αφορολόγητο να είναι υψηλό, όχι κάτω από 600.000 - 700.000 ευρώ (π.χ. η Γαλλία έχει 1,3 εκατ. ευρώ), και ο ανώτατος συντελεστής του χαμηλός, κάτω του 1%.
• Επειδή η χώρα μας δεν διαθέτει περγαμηνές αξιοπιστίας ως προς το απόρρητο των φορολογικών δεδομένων, είναι εύλογη η ανησυχία των πολιτών για κίνδυνο από εκβιασμούς και εγκληματικές ενέργειες, όπως έχουμε επισημάνει και στο παρελθόν. Αυτά συμβαίνουν ήδη στην κοινωνία μας με την απλή υπόνοια ύπαρξης κάποιων διαθέσιμων χρημάτων, πόσο μάλλον αν υπάρχει γραπτή βεβαιότητα αποτυπωμένη σε επίσημο μητρώο του κράτους.