Η δραματική εικόνα της αγοράς στο α' τρίμηνο του 2017, σε συνδυασμό με την επιτακτική ανάγκη των τραπεζών να «καθαρίσουν» με τα «κόκκινα» δάνεια των «μη βιώσιμων» επιχειρήσεων, αναμένεται να φέρουν ένα νέο μεγάλο κύμα επιχειρηματικών λουκέτων τους επόμενους μήνες. Η απόφαση στις τράπεζες είναι ειλημμένη για την επιτάχυνση τηςανάλυσης βιωσιμότητας του συνόλου των μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων για να διαχωρίσουν την... ήρα από το στάρι.
Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, έχουν εντοπιστεί περίπου 100 φάκελοι «κόκκινων» δανείων που αφορούν μεγάλες επιχειρήσεις και αρκετές χιλιάδες υποθέσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες κρίνονται μη βιώσιμες. Το μέλλον των επιχειρήσεων αυτών θα εξαρτηθεί από το αν θα υπάρξει επενδυτικό ενδιαφέρον (δύσκολο λόγω των αρνητικών EBITDA), ή από την πρόθεση των μετόχων τους να συνδράμουν οικονομικά, ενώ στο χειρότερο – αλλά όχι λιγότερο πιθανό - σενάριο θα τεθούν σε εκκαθάριση και θα ρευστοποιηθούν.
Πλησιάζει, λοιπόν επισημαίνει το "liberal.gr", η ώρα που οι αλλαγές στο επιχειρηματικό τοπίο θα λάβουν ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, από τα 100 «λουκέτα» την ημέρα που καταγράφηκαν το 2016, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι οι στόχοι μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς δραστικές κινήσεις.
Δεδομένου δε, ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις απασχολούν περισσότερα από 250 άτομα η καθεμία και έχουν σημαντικούς οικονομικούς δεσμούς με προμηθευτές που κατά κύριο λόγο είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ο αντίκτυπος τέτοιων «ηχηρών» λουκέτων θα είναι τεράστιος, κάτι που έγινε ιδιαίτερα αισθητό από τον πανικό που προκάλεσε στην αγορά η υπόθεση Μαρινόπουλου. Είναι περιπτώσεις εταιρικής κατάρρευσης που δύσκολα βλέπαμε στο παρελθόν και αυξάνονται συνεχώς μέσα στην κρίση.
Οι κλάδοι της μεταποίησης, του εμπορίου, των ακινήτων και των κατασκευών αναμένεται να πρωταγωνιστήσουν στο... μεγάλο ξεκαθάρισμα του επιχειρείν. Έμπειρο στέλεχος της αγοράς εκτιμά ότι δεν αποκλείεται να δούμε μέσα στην επόμενη τριετία δεκάδες μεγάλες επιχειρήσεις από τους εν λόγω κλάδους να εγκαταλείπουν την αγορά, κυρίως μέσω της απορρόφησής τους από άλλους παίκτες.
Στον αντίποδα, πληροφορίες αναφέρουν ότι από τις επιχειρήσεις που βρίσκονται σε λειτουργία οι τράπεζες εκτιμούν πως 7 στις 10 είναι βιώσιμες, που σημαίνει ότι έχουν θετικά EBITDA και διαθέτουν ένα επιχειρηματικό πλάνο που μπορεί να σταθεί σε συνθήκες βελτιωμένης ρευστότητας. Αυτό ακριβώς θα είναι το βασικό μέλημα των τραπεζών, να προσφέρουν δηλαδή στις εν λόγω επιχειρήσεις τις λύσεις που χρειάζονται, ενισχύοντας τη ρευστότητά τους.
Σε ό,τι αφορά την ανθεκτικότητα των διαφόρων κλάδων της οικονομίας, τα στοιχεία των τραπεζών είναι ενδεικτικά της δραστηριότητας στην αγορά. Από τις μέχρι σήμερα αναλύσεις, το μεγαλύτερο ποσοστό βιωσιμότητας παρατηρείται σε κλάδους που συντηρούνται από τον τουρισμό. Όπως ο κλάδος υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης, ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη βαριά βιομηχανία της χώρας. Οι «βιώσιμες» επιχειρήσεις του συγκεκριμένου κλάδου αγγίζουν σε ποσοστό το εντυπωσιακό 95%. Ακολουθεί ο κλάδος των μεταφορών όπου 8 στις 10 επιχειρήσεις εμφανίζουν θετικά EBITDA και κατ' επέκταση κρίνονται βιώσιμες.
Όπως έχει δηλώσει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, τα EBITDA θα αποτελέσουν έναν καλό δείκτη μέτρησης της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Σημειώνεται ότι από τα 40 δισ. ευρώ που πρέπει να μειωθούν μέχρι το τέλος του 2019, περίπου τα 23,2 δισ. ευρώ θα προέλθουν από επιχειρηματικά δάνεια, από τα οποία τα 6,4 δισ. ευρώ αφορούν δάνεια μεγάλων επιχειρήσεων.
Οι κινήσεις των επομένων μηνών
Μετά από ένα έτος «διερευνητικών» ενεργειών στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, οι τράπεζες αρχίζουν να σχηματίζουν μία πιο ξεκάθαρη εικόνα σε ότι αφορά τις επιχειρήσεις που μπορούν να επιβιώσουν και συνεπώς «αξίζουν» την εκπόνηση ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης των οφειλών τους.
Σχεδόν επτά στις δέκα μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αντιστοιχούν σε δάνεια ύψους 15 δισ. ευρώ είναι οι περιπτώσεις που θα απασχολήσουν άμεσα τις τράπεζες, σε μία προσπάθεια να δοθούν οι... απαραίτητες ανάσες στην πραγματική οικονομία. Την ίδια ώρα, ωστόσο, τόσο οι «μη βιώσιμες», όσο και οι «μη συνεργάσιμες» θα... βγουν από την πρίζα.
Στόχος των τραπεζών είναι να αξιοποιήσουν τις αλλαγές που έχουν γίνει αλλά και αυτές που αναμένεται να γίνουν σύντομα στο νομικό πλαίσιο για να «στριμώξουν» τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές», ήτοι τους επιχειρηματίες που ενώ μπορούν να αποπληρώσουν τις οφειλές τους το αποφεύγουν εσκεμμένα.
Στο τέλος του 2016 οι ελληνικές τράπεζες, βασιζόμενες κυρίως σε διαγραφές δανείων, μείωσαν το υπόλοιπο των επιχειρηματικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στα 62,9 δισ. ευρώ, έναντι στόχου 63,9 δισ. ευρώ. Έτσι κατάφεραν να υπερκαλύψουν το στόχο του Μαρτίου 2017 (63,7 δισ. ευρώ) και να βρεθούν πολύ κοντά στο στόχο του Ιουνίου 2017 (62,7 δισ. ευρώ). Παρ' όλα αυτά, στην προσπάθειά τους να επιτύχουν τον συνολικό για το 2017 στόχο μείωσης στα 59,8 δισ. ευρώ θα πρέπει να καλύψουν και το χαμένο έδαφος από το α' τρίμηνο του έτους.
Θα πρέπει να επιτύχουν μείωση της τάξης των 3 δισ. ευρώ, μόνο από τα επιχειρηματικά δάνεια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αύξηση που σημειώθηκε τους τελευταίους μήνες. Για να τα καταφέρουν έχουν σχεδιάσει να κορυφώσουν τις προσπάθειες διαχείρισης κοινών δανείων κατά 45% από τα επίπεδα του Ιουνίου 2016. Ειδικά για τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι κοινές λύσεις, βάσει σχεδίου, θα διπλασιαστούν το 2017 και θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα έως το τέλος του 2019.