Αδυναμίες αναφορικά με τη νομοθεσία που διέπει τις δαπάνες για τις βουλευτικές εκλογές, που είχαν σαν αποτέλεσμα σε αδυναμία απόκτησης επαρκών και κατάλληλων ελεγκτικών τεκμηρίων που οδήγησαν σε περιορισμό στον έλεγχο που διεξήχθη, διαπιστώνει η Ελεγκτική Υπηρεσία στην έκθεσή της για τις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 22 Μαΐου 2016.
Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, από τους 498 υποψηφίους, οι οποίοι υπέβαλαν «Έκθεση εκλογικών δαπανών», 183 υποψήφιοι δεν κατέθεσαν οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία/ τιμολόγια για τα έξοδα που δηλώθηκαν, εφόσον η υποχρέωση για επισύναψη τους στην «Έκθεση εκλογικών δαπανών» δεν ήταν σαφής από τη νομοθεσία.
Σημειώνεται πως η νομοθεσία προβλέπει ότι «κάθε πληρωμή που διενεργείται από υποψήφιο ή τον εκλογικό του αντιπρόσωπο σε σχέση με δαπάνη για τη διεξαγωγή της εκλογής, υποστηρίζεται από τιμολόγιο ή απόδειξη και προκειμένου για ποσό πέραν των εκατόν ευρώ (€100) αυτή διενεργείται μέσω τραπεζικού εμβάσματος ή επιταγής».
Εξάλλου, παρατηρήθηκαν αποκλίσεις στον τρόπο συμπλήρωσης των «Εκθέσεων εκλογικών δαπανών» από τους υποψηφίους αφού, όπως αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία, «σημαντικός αριθμός υποψηφίων δεν δήλωσαν αναλυτικά τα ονόματα των προσώπων προς τα οποία έγιναν πληρωμές και τα ποσά που πληρώθηκαν ξεχωριστά, αλλά δήλωσαν το συνολικό ποσό που πλήρωσαν, ανά κατηγορία εξόδου».
Υπενθυμίζεται ότι η «Έκθεση εκλογικών δαπανών» για μεν τις εισπράξεις και τα προσωπικά έξοδα προνοεί ότι «το όνομα και περιγραφή εκάστου προσώπου προς το οποίο εγένετο η πληρωμή και το πληρωθέν εις έκαστον δέον να δεικνύεται κεχωρισμένως» σε αντίθεση με τις δαπάνες που αφορούν στις διαφημίσεις για τις οποίες κάτι τέτοιο δεν προνοείται.
Ταυτόχρονα, στην «Έκθεση εκλογικών δαπανών» δεν απαιτείται να δηλώνονται στοιχεία επικοινωνίας με τους υποψηφίους, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επικοινωνία μαζί τους για τυχόν διευκρινίσεις σχετικά με ασάφειες στις δηλώσεις τους.
Λόγω της φύσης των εξόδων που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας, είναι πρακτικά αδύνατος ο έλεγχος της πληρότητας τους στις «Εκθέσεις εκλογικών δαπανών». Επίσης, δεν υπάρχει σαφής ορισμός στη νομοθεσία αναφορικά με τις προσωπικές δαπάνες, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος των δαπανών και των ανώτατων ορίων που προνοούνται στη κάθε κατηγορία δαπάνης από τη νομοθεσία.
Η εισήγηση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας αναφορικά με τις «Εκθέσεις εκλογικών δαπανών» είναι όπως εξεταστεί το ενδεχόμενο της υποχρεωτικής υποβολής αποδεικτικών στοιχείων από τους υποψηφίους μαζί με τις «Εκθέσεις εκλογικών δαπανών», της δήλωσης στις «Εκθέσεις εκλογικών δαπανών» κατά πόσο η δαπάνη έγινε με επιταγή ή μετρητά και στην περίπτωση της πληρωμής με επιταγή να δίνεται το όνομα της τράπεζας και ο αριθμός της επιταγής με την οποία έγινε η πληρωμή, της συμπερίληψης στην «Έκθεση εκλογικών δαπανών», στοιχείων επικοινωνίας με τους υποψηφίους για σκοπούς παροχής τυχόν διευκρινήσεων.
Παράλληλα, η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει ότι γενικά θα πρέπει να επαναξιολογηθεί η διαμόρφωση της «Έκθεσης εκλογικών δαπανών» με σκοπό την ομοιόμορφη συμπλήρωση της από τους υποψηφίους.
Μεταξύ άλλων, από τον έλεγχο της Υπηρεσίας διαφάνηκε ότι σύμφωνα με στοιχεία που λήφθηκαν από τις «Εκθέσεις εκλογικών δαπανών» των υποψηφίων, διαπιστώθηκαν φορείς που παρόλο ότι προσέφεραν διαφημιστικές υπηρεσίες σε υποψηφίους, εντούτοις δεν απέστειλαν στην Ελεγκτική Υπηρεσία συγκεντρωτικές καταστάσεις για τις υπηρεσίες που προσέφεραν όπως αυτό απαιτείται από τη νομοθεσία.
Η Υπηρεσία εισηγήθηκε όπως ο Έφορος, κατόπιν περαιτέρω διερεύνησης, λάβει μέτρα εναντίον των φορέων που παράλειψαν να ενεργήσουν σύμφωνα με τη νομοθεσία. Ο Έφορος, με επιστολή του στις 10.3.2017, ζήτησε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να μελετήσει το ενδεχόμενο λήψης τέτοιας ενέργειας εναντίον των φορέων που περιλαμβάνονται στην κατάσταση που ετοιμάστηκε από την Ελεγκτική Υπηρεσία.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, σε απαντητική επιστολή ημερομηνίας 21.4.2017, αναφέρει ότι ενδείκνυται η δίωξη των προσώπων που έχουν παραβιάσει τις πρόνοιες του νόμου. Αναφέρει επίσης ότι, με τη συμπλήρωση των ανακρίσεων, αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει επαρκής μαρτυρία για άσκηση ποινικής δίωξης, θα δώσει γραπτή συγκατάθεση συμφώνως του άρθρου 55(2) του Νόμου.
Σχετικά σημειώνεται ότι η επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών διαβιβάστηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα στις 26.4.2017 στον Αρχηγό της Αστυνομίας, ώστε να δοθούν οδηγίες για διερεύνηση ενδεχόμενης διάπραξης ποινικών αδικημάτων.
Από την άλλη, η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει ότι μεγάλος αριθμός υποψηφίων, δήλωσαν τις δαπάνες για διαφημίσεις σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς οργανισμούς και για διαφημίσεις σε εφημερίδες, περιοδικά και διαφημιστικές πινακίδες, συγκεντρωτικά και χωρίς να επισυναφθούν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία/τιμολόγια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει σύγκριση με τις καταστάσεις που λήφθηκαν από τους διαφημιστικούς φορείς.