Μεγάλες αναμένονται οι κλιματικές αλλαγές μέχρι τα μέσα του αιώνα καθώς η μέση θερμοκρασία στη χώρα μας θα αυξηθεί, η μέση βροχόπτωση θα μειωθεί, ενώ η στάθμη της θάλασσας θα ανέβει αξιοσημείωτα. Η περιοχή της Δυτικής Πελοποννήσου βρίσκεται ανάμεσα στις περιοχές της χώρας που θα επηρεαστούν περισσότερο από την κλιματική αλλαγή και θα αντιμετωπίσει τα μεγαλύτερα προβλήματα.
Η κλιματική αλλαγή είναι ένα φαινόμενο παγκόσμιο, εξαιρετικά σημαντικό, πολύ καλά μελετημένο, το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη. Λεπτομερή μοντέλα προβλέπουν την εξέλιξή του στις επόμενες δεκαετίες με τρόπο αρκετά σαφή. Οι επιπτώσεις του όμως δεν είναι μόνο περιβαλλοντικές. Δεν περιορίζονται στην αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα, ή στην εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων. Οι συνέπειές της αγγίζουν κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας, από τις τουριστικές υποδομές και την αγροτική παραγωγή μιας χώρας μέχρι τις καρδιακές παθήσεις.
Η οκταμελής ερευνητική ομάδα της διαΝΕΟσις, υπό το συντονισμό του καθηγητή το Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Κων/νου Καρτάλη και μέλη, μεταξύ άλλων, τους Καθηγητές από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Δημήτρη Οικονόμου και Χάρη Κοκκώση, τον Καθηγητή του University of New South Wales Μάνθο Σανταμούρη και τους φυσικούς περιβάλλοντος από το ΕΚΠΑ Ηλία Αγαθαγγελίδη και Αναστάσιο Πολύδωρο, ανέλυσε τα πλούσια διαθέσιμα δεδομένα και κατέληξε σε μια σειρά από εκτιμήσεις για την επίπτωση της κλιματικής αλλαγής σε κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας για τη χρονική περίοδο 2046-2065.
Πώς θα επηρεαστεί το τουριστικό προϊόν της χώρας; Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην αγροτική της παραγωγή; Πόσο θα επιβαρυνθεί το αστικό περιβάλλον, πόσο θα κινδυνεύσουν τα δάση και τα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς; Τι θα απογίνουν οι ακτές; Πόσο θα πληγούν οι παραλίες της, ή τα λιμάνια της; Πώς θα επιβαρυνθεί η δημόσια υγεία; Οι απαντήσεις είναι δραματικές, και αποκαλύπτουν μια σκληρή αλήθεια: Η χώρα μας είναι απροετοίμαστη απέναντι σε μια σειρά από λίγο-πολύ αναπόφευκτες αλλαγές που θα επηρεάσουν έντονα το παραγωγικό της μοντέλο.
Επιπλέον της καταγραφής των επιπτώσεων, η έρευνα προχωρά παραπέρα αξιολογώντας το θεσμικό πλαίσιο της χώρας. Οι ερευνητές εντόπισαν και κατέγραψαν τα προγράμματα, τα σχέδια και τις μελέτες στις οποίες η κλιματική αλλαγή αντιμετωπίζεται επιφανειακά ή και αγνοείται παντελώς (ένα όχι σπάνιο φαινόμενο). Η έρευνα καταλήγει σε μια σειρά από συγκεκριμένες προτάσεις για τη ριζική αναθεώρηση αυτού του θεσμικού πλαισίου.
Πώς θα αλλάξει το κλίμα του πλανήτη και της Ελλάδας;
“Κλιματική αλλαγή” αποκαλείται κάθε μεταβολή του παγκόσμιου κλίματος που εκτείνεται σε μεγάλες χρονικές περιόδους (30 έτη και άνω). Ως όρος μπορεί να μοιάζει οξύμωρος: Το κλίμα του πλανήτη εξ ορισμού δεν μένει σταθερό και, όπως έχει τεκμηριωθεί, το παγκόσμιο κλίμα έχει αλλάξει δραματικά πολλές φορές στη μακρόχρονη ιστορία αυτού του πλανήτη. Σήμερα, όμως, ως “κλιματική αλλαγή” περιγράφουμε τη σταδιακή θέρμανση της ατμόσφαιρας του πλανήτη μας που καταγράφεται τα τελευταία 150 χρόνια (για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία), και η οποία τις τελευταίες δεκαετίες μοιάζει να επιταχύνεται σταδιακά.
Το φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη έχει μελετηθεί εκτενώς τις τελευταίες δεκαετίες και παραμένει στην κορυφή της περιβαλλοντικής ατζέντας λίγο-πολύ όλων των κρατών του κόσμου. Για την παρακολούθησή του έχει συσταθεί η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), μια διεθνής επιστημονική επιτροπή υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, που συντονίζει τη δράση επιστημόνων από όλο τον κόσμο και συντάσσει εκθέσεις με τα πιο έγκυρα και τεκμηριωμένα στοιχεία για το φαινόμενο και τις επιπτώσεις του. Η IPCC έχει εκδώσει πέντε μεγάλες, κομβικές εκθέσεις (το 1990, το 1995, το 2001, το 2007 και το 2014), τις επονομαζόμενες “Assesment Reports”, και μια πληθώρα από ειδικές εκθέσεις. Μία από τις ειδικές εκθέσεις (Special Report on Emmission Scenarios -SRES), που εκδόθηκε το 2000 και επικαιροποιήθηκε το 2014 (Representative Concentration Pathways -RCP), αναπτύσσει σενάρια για την προσομοίωση της κλιματικής αλλαγής σε συνάρτηση με το δημογραφικό, την οικονομική ανάπτυξη και τις τεχνολογικές εξελίξεις. Ένα από αυτά τα σενάρια (το μετριοπαθές Α1Β, και σε κάποιες περιπτώσεις με την επικαιροποιημένη και ανάλογη μορφή του RCP 6.0) επελέγη για τις ανάγκες αυτής της έρευνας.
Συνοπτικά, οι αλλαγές στο κλίμα της Ελλάδας εκτιμάται ότι θα είναι οι εξής:
1) Η θερμοκρασία αναμένεται να αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με το διάστημα 1961-1990. Κατά τόπους η αύξηση θα φτάσει τους 3,8 βαθμούς τους θερινούς μήνες. Η αύξηση θα είναι μεγαλύτερη στη Βόρεια Ελλάδα και μικρότερη στη νότια Πελοπόννησο, στα νησιά του νότιου Αιγαίου και την Κρήτη. Αυτή η αύξηση αναμένεται να έχει δραματικές συνέπειες κυρίως στις πόλεις, αλλά και στις δασικές εκτάσεις.
2) Οι ημέρες με καύσωνα (θερμοκρασία άνω των 35 βαθμών Κελσίου) αναμένεται να αυξηθούν κατά 15-20 ετησίως μέχρι το 2050. Μέχρι το τέλος του αιώνα στις περισσότερες περιοχές της χώρας οι “τροπικές ημέρες” (ημέρες με θερμοκρασία άνω των 35 βαθμών Κελσίου την ημέρα και άνω των 20 βαθμών τη νύχτα) αναμένεται να είναι περισσότερες από 50 το χρόνο.
3) Αντίθετα, οι ημέρες με νυκτερινό παγετό θα μειωθούν σημαντικά, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα (έως και κατά 40 ημέρες ετησίως).
4) Ταυτόχρονα εκτιμάται ότι η βροχόπτωση θα μειωθεί κατά 12% κατά μέσο όρο (κατά 20-30% τους θερινούς μήνες, κυρίως στα νότια, και κατά 10% τους χειμερινούς).
5) Η στάθμη της θάλασσας, δε, εκτιμάται ότι θα ανέβει κατά 20 ώς 59 εκατοστά, σύμφωνα με τα εναλλακτικά σενάρια.
6) Τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πολύ πιο συχνά.
7) Οι περισσότερες περιφέρειες της Ελλάδας θα αντιμετωπίσουν αρνητικές επιπτώσεις, αλλά όχι με την ίδια ένταση. Τα μεγαλύτερα προβλήματα θα αντιμετωπίσουν η Κεντρική Μακεδονία, η Θεσσαλία, η Δυτική Πελοπόννησος και η Αττική.
Γιατί όμως είναι κακό πράγμα αυτές οι αλλαγές; Τι συνέπειες θα έχουν αυτές οι κλιματικές συνθήκες στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας; Οι ερευνητές κατέγραψαν τις συνέπειες σε μια σειρά από ενδεικτικούς κλάδους -εδώ παρουσιάζουμε συνοπτικά κάποια από τα αποτελέσματα αυτής της καταγραφής:
Οι συνέπειες
1) Η γεωργική παραγωγή θα πληγεί σημαντικά
Η Ελλάδα γίνεται ξηρότερη, εξαιτίας της μείωσης των βροχοπτώσεων κατά 20-30% το καλοκαίρι και κατά 10% το χειμώνα, αλλά και εξαιτίας των μεγαλύτερων περιόδων χωρίς καθόλου βροχή, της αύξησης του ελλείματος υγρασίας μέχρι και 12%, και τελικά της ενισχυμένης τάσης μετατροπής των εδαφών σε ξηρικά, στο 60% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάψει η αγροτική παραγωγή στη χώρα -απλά θα επηρεαστεί η ποσότητα της παραγωγής και το είδος των καλλιεργειών που μπορεί να υποστηρίξει το έδαφος. Σύμφωνα με τα περισσότερα σενάρια οι περιοχές της Θεσσαλίας και της Κεντρικής Μακεδονίας θα έχουν μειωμένη αγροτική παραγωγή, ενώ κάποια σενάρια προβλέπουν θετικές συνέπειες σε πιο εύκρατες περιοχές όπως η Κρήτη.
Οι ερευνητές μελέτησαν πιο λεπτομερώς τις επιπτώσεις στις αμπελοκαλλιέργειες και διαπίστωσαν πως στην 20ετία 2046-2065 οι οινοπαραγωγικές περιοχές που θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα (καθώς σε αυτές οποίες μειώνεται σε μεγαλύτερο βαθμό η βροχόπτωση και είναι σημαντική η αύξηση του ελλείμματος υγρασίας) βρίσκονται κυρίως στην Κεντρική Ελλάδα και νοτιότερα.
Αντίθετα προσωρινά ευνοϊκότερη θα είναι η αμπελοκαλλιέργεια στις οινοπαραγωγικές περιοχές που εντοπίζονται στα ορεινά τμήματα της χώρας, τόσο δυτικά και όσο και βόρεια της Θεσσαλίας. Εκεί θα μπορούν να ευδοκιμήσουν ποικιλίες που μέχρι τώρα ευδοκιμούσαν μόνο νοτιότερα. Ωστόσο, σε βάθος χρόνου η αύξηση των θερμών ημερών σε συνδυασμό με τη μείωση της βροχόπτωσης θα ακυρώσουν την ευνοϊκή συνθήκη, καθώς θα απαιτείται και ενισχυμένη άρδευση των καλλιεργειών. Επισημαίνεται επίσης ότι η αύξηση της θερμοκρασίας, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ενδέχεται να έχει συνέπειες στην ποιότητα του παραγόμενου κρασιού σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς η συγκομιδή θα μετατίθεται νωρίτερα με τα έτη.
2) Ο τουρισμός θα επηρεαστεί έντονα.
Τα νέα για τον τουρισμό δεν είναι όλα αρνητικά. Τα καλοκαίρια θα υπάρχουν περισσότεροι καύσωνες, οι ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις -όπως και όλα τα υπόλοιπα κτίρια- θα καταναλώνουν περισσότερη ενέργεια για ψύξη, και πολλές περιοχές (κυρίως νησιά) θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα υδροδότησης, αλλά σε πολλές περιοχές της χώρας η αύξηση της θερμοκρασίας πιθανότατα θα οδηγήσει στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου. Η μείωση των ημερών κατά τις οποίες χρειάζεται δαπάνη ενέργειας για θέρμανση, δε, θα περιορίσει τις δαπάνες τουριστικών μονάδων που βρίσκονται σε χειμερινούς τουριστικούς προορισμούς.
Ωστόσο, τα υπόλοιπα φαινόμενα που αναφέρθηκαν παραπάνω θα έχουν αρνητικές συνέπειες: Περισσότερες ημέρες με καύσωνα, αύξηση της στάθμης της θάλασσας, διάβρωση των ακτών (περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτό παρακάτω), αύξηση πυρκαγιών και ακραίων καιρικών φαινομένων. Σύμφωνα με το πανευρωπαϊκό πρόγραμμα PESETA εκτιμάται πως, σε περίπτωση που η μέση θερμοκρασία αυξηθεί κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου, όπως περίπου εκτιμάται στο πλαίσιο αυτής της μελέτης, θα προκύψει μείωση διανυκτερεύσεων στη χώρα κατά 1% και απώλειες εσόδων για την τουριστική βιομηχανία της τάξης των 825 εκ. ευρώ ετησίως.
Επιπλέον, μεμονωμένα είδη τουρισμού θα πληγούν σοβαρά. Όλα τα χιονοδρομικά κέντρα της χώρας θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερη πίεση, αλλά κυρίως αυτά που βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο και κυρίως στα νότια (Μαίναλο και Χελμός).
Πολύ σημαντικά θα είναι και τα προβλήματα σε εκτεθειμένους στη φύση αρχαιολογικούς χώρους, και ειδικά σε αυτούς που βρίσκονται σε δασικές περιοχές ή σε τοποθεσίες με μεγάλη κλίση, που είναι ευάλωτες στη διάβρωση. Η αύξηση της θερμοκρασίας και η μείωση της βροχόπτωσης θα κάνουν τις δασικές περιοχές της χώρας ξηρότερες και ως εκ τούτου πιο ευάλωτες σε δασικές πυρκαγιές. Από ό,τι φαίνεται, την 20ετία που μελετάμε συγκεκριμένοι προορισμοί προστατευόμενοι από την UNESCO όπως ο Ναός του Επικούρειου Απόλλωνα και η Αρχαία Ολυμπία θα κινδυνεύσουν άμεσα.
Αλλά και οι δασικές πυρκαγιές από μόνες τους θα αποτελέσουν σημαντικό κίνδυνο για το φυσικό περιβάλλον της χώρας, τις υποδομές της αλλά και την οικονομία της. Τη δεκαετία 2000-2010 στην Ελλάδα έγιναν 111.642 πυρκαγιές που αποτέφρωσαν 611.706 εκτάρια γης. Μέχρι το 2050 οι ημέρες υψηλού κινδύνου κάθε χρόνο αναμένεται να αυξηθούν από 15% μέχρι και 70%, ανάλογα με την περιοχή. Η δε περίοδος αυξημένου κινδύνου θα αυξηθεί από 2 εβδομάδες το χρόνο σε 6.
3) Οι ακτές της χώρας
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του IPCC (2007) μέχρι το τέλος του αιώνα αναμένεται μια αύξηση της στάθμης της θάλασσας που θα κυμανθεί από 20 μέχρι 59 εκατοστά. Ωστόσο υπάρχουν και ερευνητές που θεωρούν πως αυτές οι εκτιμήσεις είναι πολύ μετριοπαθείς, και πως τα υπάρχοντα μοντέλα υποεκτιμούν τον κίνδυνο που διατρέχουν οι παγετώνες της Ανταρκτικής. Σύμφωνα με αυτά τα σενάρια είναι πιο πιθανή μια αύξηση της στάθμης της θάλασσας από 80 εκατοστά μέχρι και 2 μέτρα ως το τέλος του αιώνα. Αυτά τα μεγέθη ίσως να ακούγονται μικρά ή αμελητέα, αλλά δεν είναι. Καταγράψαμε τι σημαίνει μια ενδεχόμενη αύξηση της στάθμης της θάλασσας σε διάφορες περιοχές της χώρας σε μερικούς ευανάγνωστους χάρτες. Εδώ βλέπουμε τις επιπτώσεις στο Λαιμό της Βουλιαγμένης και στις παραλίες του Ορνού στη Μύκονο. Στην κυρίως έκθεση υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα.
Η Ελλάδα διαθέτει μια ακτογραμμή 16.000 χιλιομέτρων. Το 1/3 των Ελλήνων ζουν σε απόσταση μέχρι 2 χιλιομέτρων από την ακτή. Το 90% των τουριστικών υποδομών της χώρας είναι παράκτιες, ενώ το ίδιο είναι και το 35% της παραγωγικής αγροτικής γης, εξ ορισμού όλα τα λιμάνια, και οι περισσότερες μεγάλες πόλεις της χώρας.
Οι επιπτώσεις, όπως φαίνονται στους χάρτες, είναι θεαματικές. Αν δεν ληφθούν μέτρα, ο Λαιμός ενδέχεται να γίνει νησί. Δημοφιλείς παραλίες της Ελλάδας κινδυνεύουν να εξαφανιστούν. Η νότια παραλία του Ορνού της Μυκόνου, για παράδειγμα, θα “φαγωθεί” από τη θάλασσα πλήρως, ενώ τα νερά θα φτάσουν σε απόσταση 150 μέτρων από τη σημερινή ακτή, κατακλύζοντας δρόμους και κτίρια. Τα κτίρια της “Μικρής Βενετίας” στο ίδιο νησί θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα ασφάλειας στην περίπτωση ανόδου κατά 0,5 μέτρα -και φυσικά θα κατακλυστούν στην περίπτωση ανόδου κατά 2 μέτρα. Τα δέλτα των μεγάλων ποταμών -όπως του Αξιού- θα μετατραπούν σε θαλάσσιους κόλπους. Λιμάνια και μαρίνες θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα αν δεν υπάρξουν εκτεταμένες εργασίες αναβάθμισης και θωράκισης τις αμέσως επόμενες δεκαετίες.
Συνολικά, σύμφωνα με μια εκτίμηση (Sauter, 2013) από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας κινδυνεύει να χαθεί το 3,5% της έκτασης της χώρας. Εκτιμάται ότι το φαινόμενο μπορεί να έχει κόστος ίσο με περίπου το 2% του ΑΕΠ της χώρας.
4) Η ζωή των Ελλήνων
Πέρα από τις οικονομικές και τις περιβαλλοντικές συνέπειες, όμως, η κλιματική αλλαγή θα έχει αναπόφευκτες συνέπειες και στη δημόσια υγεία. Αυτό δεν αποτελεί εκτίμηση ή υπόθεση -το πώς οι υψηλές θερμοκρασίες επηρεάζουν την υγεία του πληθυσμού είναι γνωστό και καλά μελετημένο. Ήδη σήμερα το κέντρο της πόλης της Αθήνας έχει κατά κανόνα υψηλότερη θερμοκρασία κατά 6-10 βαθμούς Κελσίου από τα βόρεια προάστια. Μια περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας θα έχει δραματικές συνέπειες στο κόστος και στην ποιότητα της ζωής στην πόλη, αλλά και αναμενόμενες συνέπειες και στην υγεία ευπαθών ομάδων.
Σκεφτείτε μόνο το εξής: Ο φονικός καύσωνας που έπληξε το 2003 την Κεντρική Ευρώπη θεωρήθηκε τότε φαινόμενο με συχνότητα εμφάνισης μια φορά στα 1000 χρόνια. Σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, ο μέσος όρος των κλιματικών συνθηκών τη δεκαετία του 2040 θα είναι περίπου αντίστοιχος των συνθηκών του 2003.
Περίπου 5,5 εκατ. Ελληνες που κατοικούν στις 25 μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, θα αντιμετωπίσουν επιβαρυμένες θερμικές συνθήκες λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας.
Μόνο στο δήμο Αθηναίων, το 75% των κτιρίων είναι ευάλωτα σε θερμικές πιέσεις, καθώς πρόκειται κυρίως για κτίρια που έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1980. Το κόστος κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη στο κέντρο της Αθήνας τους καλοκαιρινούς μήνες είναι ήδη διπλάσιο από το αντίστοιχο κόστος στο Μαρούσι. Αυτό το κόστος αναμένεται να αυξηθεί ραγδαία.
Ενδεικτικά, υπολογίστε το εξής: Αν η μέση θερμοκρασία αυξηθεί μόνο κατά 1 βαθμό Κελσίου, η χώρα θα καταναλώνει ενέργεια αξίας 600.000 ευρώ την ημέρα επιπλέον. Η μελέτη και οι επενδύσεις για την κάλυψη αυτών των αναγκών κατά κανόνα με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι μια αναγκαιότητα.
Αλλά ακόμα πιο δραματικές εκτιμάται ότι μπορεί να είναι οι συνέπειες στη δημόσια υγεία.
Έρευνες έχουν δείξει πως για κάθε αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1 βαθμό Κελσίου από τους 34 και πάνω, αυξάνεται η ημερήσια θνησιμότητα κατά περίπου 3%. Θυμίζουμε ότι μετά το 2046 στην Ελλάδα θα έχουμε 15-20 περισσότερες τέτοιες ημέρες από ό,τι έχουμε σήμερα. Σε καύσωνες με ημερήσιας θερμοκρασίες άνω των 42 βαθμών η αύξηση ημερήσιας θνησιμότητας για τα αναπνευστικά και τα καρδιολογικά νοσήματα είναι 10% και 18% αντίστοιχα. Η έρευνα της διαΝΕΟσις για το δημογραφικό έδειξε ότι μέχρι το 2050 1 στους 3 Έλληνες θα είναι ηλικίας άνω των 65 -και άρα θα ανήκει στις ευπαθείς ομάδες.
Η υγεία εκατομμυρίων Ελλήνων θα κινδυνεύσει από τη ραγδαία αύξηση του αριθμού των ημερών με πολύ υψηλές θερμοκρασίες.
Τι μπορεί να γίνει;
Η κλιματική αλλαγή είναι ένα τεράστιο, παγκόσμιας κλίμακας πρόβλημα. Το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί -ή ακόμα και το σε ποιο βαθμό μπορεί να αντιμετωπιστεί από την ανθρωπότητα, πια- είναι ένα κολοσσιαίο θέμα, ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση αυτής της γενιάς. Η συμφωνία του Παρισιού, την οποία έχουν υπογράψει σχεδόν όλες οι χώρες του πλανήτη (εκτός της Συρίας, της Νικαράγουας και, πλέον, των ΗΠΑ) όπως είπαμε έχει θέσει ως στόχο τον περιορισμό της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στους 2 βαθμούς Κελσίου, πάνω από τη μέση θερμοκρασία που είχε ο πλανήτης στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης, μέχρι το τέλος του αιώνα που διανύουμε. Θεωρείται ότι είναι ένας πολύ φιλόδοξος στόχος. Ακόμα και αν επιτευχθεί, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα είναι πολύ σοβαρές σε πολλά σημεία του πλανήτη, και σε κάποιο βαθμό θα μοιάζουν πολύ με όσα περιγράψαμε παραπάνω.
Το σίγουρο είναι ότι η χώρα μας είναι αυτή τη στιγμή εντελώς απροετοίμαστη για να αντιμετωπίσει ακόμα και αυτό, το πιο αισιόδοξο σενάριο. Χρειάζεται υποδομές, μια σειρά από προσαρμογές και εκπαίδευση του κρατικού μηχανισμού, αλλά χρειάζεται και κάτι άλλο, κάτι στο οποίο δίνει έμφαση το τελευταίο μέρος της έρευνας της διαΝΕΟσις: Να λάβει υπ’ όψιν την κλιματική αλλαγή στο παραγωγικό της μοντέλο με μακροχρόνιο σχεδιασμό. Αυτό δεν έχει γίνει έως τώρα.
Η έρευνα καταλήγει σε μια σειρά από 26 γενικές και 16 ειδικές προτάσεις. Εδώ πολύ συνοπτικά μπορούμε να αναφέρουμε επτά από τις πιο σημαντικές:
- Τη μετάβαση σε οικονομία χαμηλού άνθρακα μέχρι το 2050, γεγονός που σημαίνει σταδιακή απεξάρτηση από τη χρήση ορυκτών καυσίμων προς όφελος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και έμφαση σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας στις μεταφορές και στα κτίρια (ενδιάμεσος σταθμός το 2030: 27% της ενέργειας από ΑΠΕ και μείωση κατά 27% στη χρήση της πρωτογενούς ενέργειας μέσω της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης).
- Την αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου της χώρας ώστε να ενσωματώνεται η διάσταση της κλιματικής αλλαγής σε όλα τα σχετικά προγράμματα και σχέδια. Σε πρώτη προτεραιότητα πρέπει να αλλάξουν τα Σχέδια Διαχείρισης των Υδατικών Διαμερισμάτων, ειδικά της Θεσσαλίας, της Δυτικής Ελλάδος και της Πελοποννήσου.
- Την προετοιμασία ειδικών σχεδίων για τους κλάδους που θα πληγούν από την κλιματική αλλαγή (πρωτογενής τομέας, τουρισμός κ.λπ.) και τις περιοχές που θα πληγούν από την κλιματική αλλαγή εντός της επόμενης πενταετίας.
- Τη σύσταση μιας μορφής μητροπολιτικής διοίκησης στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη για την εκπόνηση και υλοποίηση ολοκληρωμένων σχεδίων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν οι δήμοι μόνοι τους.
- Τη σταδιακή βελτίωση του κτιριακού περιβάλλοντος στις πόλεις, με προτεραιότητα στις θερμικά επιβαρυμένες περιοχές, που κατά κανόνα είναι και οι φτωχότερες.
- Την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου για τις ιδιωτικές επενδύσεις, ώστε να ενισχύονται εγχώριες παραγωγικές δραστηριότητες που υποστηρίζουν την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (αναβάθμιση λιμενικών υποδομών, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ψυχρά δομικά υλικά κ.λπ).
- Την προσαρμογή του Εθνικού Συστήματος Υγείας στις νέες προκλήσεις που δημιουργούνται για τον πληθυσμό, τόσο από τις επιβαρυμένες θερμοκρασιακές συνθήκες, όσο και από τη διεύρυνση της ηλικιακής ομάδας άνω των 65 ετών.
Όλα τα μέτρα που προτείνονται έχουν ως στόχο αφενός τον περιορισμό των ζημιών που οφείλονται στις μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, και αφετέρου στην αξιοποίηση ενδεχόμενου οφέλους που μπορεί να προκύψει κατά περίπτωση, όπως για παράδειγμα με την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδους σε κάποιες περιοχές. Τα μέτρα αυτά δεν μπορεί να είναι κοινά για ολόκληρη τη χώρα, αλλά θα πρέπει να διαφοροποιούνται ανά περιοχή και ανά κλάδο. Άλλες ανάγκες έχει η Αττική, πολύ διαφορετικές η Θεσσαλία, εντελώς διαφορετικές η Κρήτη.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό το ότι η γεωγραφική χωροθέτηση των διοικητικών δομών της χώρας μας δεν είναι πάρα πολύ χρήσιμη για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου φαινομένου. Περιοχές που αντιμετωπίζουν κοινές συνέπειες από το φαινόμενο σπάνια περιορίζονται στα σύνορα μιας περιφέρειας. Γειτονικοί δήμοι της Αθήνας που αντιμετωπίζουν παρόμοιο πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα ξεχωριστά.
Τέλος, πρέπει να τονίσουμε ξανά πως αυτή η έρευνα της διαΝΕΟσις περιγράφει ένα σενάριο που θεωρείται σε γενικές γραμμές μετριοπαθές, “ρεαλιστικό”, ίσως και αισιόδοξο. Οι συνέπειες που περιγράφουμε παραπάνω για τις επόμενες δεκαετίες είναι σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτες. Αλλά αν τα πράγματα δεν βελτιωθούν, ενδέχεται να είναι πολύ δριμύτερες. Αν οι προσπάθειες των λαών του κόσμου αποτύχουν και επικρατήσουν άλλα, πιο απαισιόδοξα σενάρια, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη θα είναι μεγαλύτερη. Όπως αναφέραμε, πολλοί θεωρούν πως ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν είναι σε καμία περίπτωση προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει μια αύξηση θερμοκρασίας της τάξης των 4 ή 5 βαθμών Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα, για παράδειγμα.
Ωστόσο, από κάπου πρέπει να γίνει μια αρχή. Η ελληνική Πολιτεία οφείλει να αναγνωρίσει το φαινόμενο και να προσαρμόσει το συντομότερο δυνατό το θεσμικό της πλαίσιο και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας στα καλά μελετημένα, πρακτικά αναπόφευκτα δεδομένα του κοντινού μας μέλλοντος.