Αναγκαία χαρακτηρίζει η ΤτΕ την αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να γίνει περισσότερο υποστηρικτική ως προς την ανάπτυξη, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει πως θα πρέπει να αλλάξει και ο φοροκεντρικός χαρακτήρας της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της συγκράτησης των δαπανών.
Σε ό,τι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια η ΤτΕ σημειώνει πως αυξήθηκαν στο α΄τρίμηνο του έτους.
Ειδικότερα, με βάση τα όσα αναφέρει η ΤτΕ στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, η οποία δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης αναμένεται να επηρεάσει θετικά την οικονομία, μέσω της άμεσης αποκατάστασης της ρευστότητας του Δημοσίου με την αποδέσμευση της δόσης στο πλαίσιο του προγράμματος, καθώς και μέσω της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Μεσοπρόθεσμα προβλέπεται ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα υπερκαλυφθούν χωρίς τη λήψη περαιτέρω μέτρων.
Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το capital.gr υπογραμμίζει πως είναι αναγκαία η αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να γίνει περισσότερο υποστηρικτική ως προς την ανάπτυξη. Θα πρέπει να γίνει ανακατανομή των δαπανών σε τομείς που θα έχουν σημαντικότερη αναπτυξιακή επίδραση, ενώ θα πρέπει να αλλάξει και ο φοροκεντρικός χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της συγκράτησης των δαπανών. Τα ψηφισθέντα μέτρα κοινωνικής στήριξης, η μείωση του κατώτατου φορολογικού συντελεστή του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, ο αναπροσδιορισμός (μειωτικά) των συντελεστών της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τα νομικά πρόσωπα, πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων και η μείωση του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Επίσης, η ΤτΕ εκτιμά πως για να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή και να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα, θα πρέπει να υλοποιηθούν αποτελεσματικά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη φορολογική διοίκηση και να ενισχυθούν οι έλεγχοι. Με αυτόν τον τρόπο θα βελτιωθεί η εισπραξιμότητα των φορολογικών εσόδων, αλλά και θα ενισχυθεί το αίσθημα φορολογικής δικαιοσύνης ανάμεσα στους πολίτες.
Επιπλέον, σημειώνει, αναφέρει το capital.gr, πως θα πρέπει να γίνει πιο ορθολογική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Πέρα από τα προφανή οφέλη που επιφέρει η αύξηση των δημοσίων εσόδων στον κρατικό προϋπολογισμό, η υλοποίηση νέων επενδύσεων από τους ιδιώτες επενδυτές μαζί με την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και την τόνωση του ανταγωνισμού προσφέρουν πολλαπλά οφέλη στο ΑΕΠ και στην απασχόληση.
Στην ίδια πάντα ανάλυση αναφέρεται πως στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021, οι δημοσιονομικοί στόχοι διατηρούνται στο επίπεδο του 3,5% του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Εντούτοις, ο στόχος αυτός κρίνεται πολύ υψηλός για να είναι διατηρήσιμος σε βάθος χρόνου και η δημοσιονομική προσπάθεια που χρειάζεται για την επίτευξή του μακροπρόθεσμα αποτελεί ανασχετικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης που απαιτείται ώστε αυτή να αποδώσει. Ο επαναπροσδιορισμός του δημοσιονομικού στόχου σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ αποτελεί μια περισσότερο ρεαλιστική προσέγγιση της απαραίτητης δημοσιονομικής προσαρμογής.
Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο
Σε ό,τι αφορά το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων όπως προαναφέρθηκε αυξήθηκε στο α΄ τρίμηνο του 2017. Κι αυτό, σύμφωνα με την ΤτΕ, οφείλεται στη μείωση του συνολικού υπολοίπου των δανείων, αλλά και στην αυξημένη αβεβαιότητα από την παράταση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, ενώ εντονότερα επηρεάστηκε το χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων.
Όπως αναφέρει η ΤτΕ η σταδιακή πορεία ανάκαμψης του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνεχίστηκε το 2016 και τους πρώτους μήνες του 2017. Η σταθεροποίηση και βελτίωση των οικονομικών συνθηκών συνέβαλε στην εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η οποία με τη σειρά της αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση της δραστηριότητας στην πραγματική οικονομία.
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής επιβεβαιώνει την πρόοδο που έχει συντελεστεί στο πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής και των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αίρει την αβεβαιότητα σχετικά με την εξυπηρέτηση των άμεσων δανειακών αναγκών της χώρας. Οι εξελίξεις αυτές δύναται να βελτιώσουν το οικονομικό κλίμα και τις προοπτικές ανάπτυξης. Ωστόσο, σημαντικές προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν, με κυριότερες την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) και την περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης των τραπεζών από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance).
Σε ό,τι αφορά την περυσινή χρονιά στην ανάλυση της ΤτΕ αναφέρεται πως η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα ενισχύθηκε. Οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες εμφάνισαν οριακά κέρδη προ φόρων σε ενοποιημένη βάση μετά από μια σειρά ζημιογόνων χρήσεων. Στην επάνοδο στην κερδοφορία συνέβαλαν η βελτίωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων και κυρίως η μεγάλη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Παράλληλα, βελτιώθηκαν περαιτέρω οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, καθώς μειώθηκε το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό τους στο πλαίσιο της πώλησης μη κύριων δραστηριοτήτων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, σημειώνεται ότι ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, αλλά παραμένει αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας. Σε απόλυτο μέγεθος, το απόθεμα των ΜΕΑ συρρικνώνεται με βραδύ ρυθμό για τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα, έχοντας φθάσει στη μέγιστη τιμή του το Μάρτιο του 2016. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε στο α΄ τρίμηνο του 2017.
Σε ό,τι αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι εμφανίζονται ευοίωνες. Το 2017 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με τη νεότερη εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 1,6%. Επίσης, η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ παραμένει διευκολυντική, ενώ πιθανή ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ θα βελτίωνε περαιτέρω τις συνθήκες χρηματοδότησης στην Ελλάδα.
Σε συνδυασμό με την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών, οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να διευκολύνουν τον τραπεζικό τομέα στην προσπάθειά του για αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και για διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής του, αναφέρεται στην ανάλυση της ΤτΕ. Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι η ενίσχυση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας με έμφαση στην καινοτομία και τον εξαγωγικό προσανατολισμό, ώστε να επιτευχθεί αειφόρος και διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Ωστόσο, η ΤτΕ τονίζει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Επιπροσθέτως, διεθνώς το εποπτικό και θεσμικό περιβάλλον γίνεται συνεχώς αυστηρότερο, καθώς οι αρχές και οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ανάλυση, αποτελεί η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirement of Own Funds and Eligible Liabilities – MREL) στο πλαίσιο εφαρμογής της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάκαμψη και εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων.
Η απαίτηση αυτή, αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι τα ιδρύματα θα έχουν εκδώσει επαρκή χρηματοοικονομικά μέσα επιλέξιμα για διαγραφή ή μετατροπή σε μετοχικό κεφάλαιο, ώστε να μπορούν να απορροφήσουν ζημίες χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή να απαιτηθεί η διάσωσή τους με δημόσιους πόρους.