Μείωση στο μικτό εισόδημα κατά 26% και στην αξία της περιουσίας τους κατά 37,5%, υπέστησαν τα ελληνικά νοικοκυριά στο διάστημα από την έναρξη της κρίσης το 2009 μέχρι το 2014. Η πτώση της αξίας της ακίνητης περιουσίας των νοικοκυριών διαμορφώθηκε στο 37%, της αξίας των καταθέσεων κατά 48,5% και των λοιπών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων κατά 56,9%. Η "φτωχοποίηση" των νοικοκυριών αποτυπώθηκε ακόμη και στην κατανάλωση τροφίμων, αφού στο διάστημα των ετών 2009 – 2014 τα νοικοκυριά μείωσαν τις δαπάνες για τρόφιμα κατά 27%.
Το διάμεσο ύψος της ετήσιας κατανάλωσης τροφίμων εντός και εκτός σπιτιού μειώθηκε από 6.520 ευρώ το 2009 σε 4.764 ευρώ το 2014, το οποίο ισοδυναμεί με πτώση 27%.
Μείωση στο μικτό εισόδημα κατά 26% και στην αξία της περιουσίας τους κατά 37,5%, υπέστησαν τα ελληνικά νοικοκυριά στο διάστημα από την έναρξη της κρίσης το 2009 μέχρι το 2014. Η πτώση της αξίας της ακίνητης περιουσίας των νοικοκυριών διαμορφώθηκε στο 37%, της αξίας των καταθέσεων κατά 48,5% και των λοιπών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων κατά 56,9%. Η "φτωχοποίηση" των νοικοκυριών αποτυπώθηκε ακόμη και στην κατανάλωση τροφίμων, αφού στο διάστημα των ετών 2009 – 2014 τα νοικοκυριά μείωσαν τις δαπάνες για τρόφιμα κατά 27%.
Την περίοδο 2009-2014 το ΑΕΠ της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 24% σε ονομαστικούς και κατά 22% σε πραγματικούς όρους, ενώ η μεγάλη μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας συνοδεύθηκε από μείωση της απασχόλησης και εκτίναξη της ανεργίας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, από 9,6% το 2009 σε 26,5% το 2014.
Τα αποκαλυπτικά στοιχεία για το πόσο έχει επηρεάσει η κρίση την οικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών προκύπτουν από μελέτη του κ. Ευάγγελου Χαραλαμπάκη, στελέχους της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της ΤτΕ.
Η μελέτη που αναλύεται από το "capital" συμπεραίνει ότι η διάμεση αξία του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της κρίσης μειώθηκε κατά 40% και η μεταβολή αυτή είναι στατιστικά σημαντική. Η μείωση αυτή είναι εμφανής και στατιστικά σημαντική σε όλο το εύρος της εισοδηματικής κατανομής των συμμετεχόντων και αποδίδεται κυρίως στη μείωση της αξίας των πάγιων περιουσιακών στοιχείων, ιδίως της ακίνητης περιουσίας, και δευτερευόντως στη συρρίκνωση της αξίας των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.
Ειδικότερα, η διάμεσος (το 50ό εκατοστημόριο, P50), του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών, το 2009 ήταν 108.649 ευρώ, ενώ το 2014 ήταν 65.030 ευρώ, δηλαδή μειώθηκε κατά 40%. Το μέγεθος μείωσης του πλούτου είναι μεγαλύτερο στα πλουσιότερα νοικοκυριά, δηλαδή από το 60ό εκατοστημόριο (Ρ60) και άνω, σε σχέση με το αντίστοιχο μέγεθος των φτωχότερων νοικοκυριών.
Το 10ο εκατοστημόριο της κατανομής του πλούτου μειώθηκε από 2.011 ευρώ το 2009 σε 588 ευρώ το 2014, δηλαδή κατά 1.423 ευρώ σε απόλυτους αριθμούς ή κατά 71% την περίοδο της κρίσης. Το 90ό εκατοστημόριο ήταν 353.573 ευρώ το 2009, ενώ το 2014 ήταν 238.900 ευρώ. Αυτό καταδεικνύει ότι η καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων του 10% των πιο πλούσιων νοικοκυριών μειώθηκε κατά 114.673 ευρώ ή κατά 32%.
Τα περιουσιακά στοιχεία
α) Ακίνητα
Από τα πάγια περιουσιακά στοιχεία, η διάμεση αξία της ακίνητης περιουσίας συρρικνώθηκε κατά 37%, από 127.795 ευρώ το 2009 σε 80.203 ευρώ το 2014. Πιο συγκεκριμένα, η διάμεση αξία της πρώτης κατοικίας μειώθηκε στη διάρκεια της κρίσης κατά 34%, από 106.340 ευρώ το 2009 σε 69.834 ευρώ το 2014. H αξία της άλλης ακίνητης περιουσίας μειώθηκε κατά 25%.
Η συρρίκνωση της αξίας της ακίνητης περιουσίας την περίοδο της κρίσης οφείλεται κυρίως στην υφεσιακή κατάσταση της οικονομίας, λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής, και στην αυξημένη φορολογία της ακίνητης περιουσίας. Η μείωση της αξίας της ακίνητης περιουσίας αποτυπώνεται στην πτώση του δείκτη των τιμών των ακινήτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, από 97,9 το 2009 σε 64,3 το 2014.
β) Καταθέσεις
Όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών, η διάμεση αξία τους μειώθηκε από 4.631 ευρώ το 2009 σε 1.995 ευρώ το 2014. Οι καταθέσεις, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, συρρικνώθηκαν την περίοδο 2009-2014 κατά 48,5%. Συγκεκριμένα, η διάμεσος της αξίας των καταθέσεων το 2009 ήταν 3.856 ευρώ, ενώ το 2014 ήταν 1.987 ευρώ. Αυτό πιθανώς οφείλεται κυρίως στη μείωση των εισοδημάτων, στην αύξηση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και στην αύξηση της ανεργίας την περίοδο της κρίσης.
Κατά την περίοδο της κρίσης περιορίστηκε επίσης η αποταμίευση των νοικοκυριών. Το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσαν ότι τα έξοδά τους είναι χαμηλότερα από το εισόδημα μειώθηκε από 21,9% το 2009 σε 13,5 % το 2014.
Το εισόδημα
Σε σχέση με το 2009, το 2014 καταγράφεται αισθητή μείωση του εισοδήματος σε όλο το εύρος της κατανομής του εισοδήματος. Η μείωση του μικτού εισοδήματος των νοικοκυριών οφείλεται πιθανότατα στη μείωση των εισοδημάτων από την εργασία και κυρίως από τη μισθωτή απασχόληση, σε συνδυασμό με την περιστολή των επιδομάτων, ως απόρροια της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας την περίοδο της κρίσης.
Το διάμεσο ύψος του εισοδήματος των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 26% την περίοδο της κρίσης. Αναλυτικότερα, στο πρώτο κύμα της έρευνας HFCS το διάμεσο εισόδημα ανερχόταν σε 23.492 ευρώ, ενώ στο δεύτερο κύμα ήταν 17.465 ευρώ. Στο κατώτατο μέρος της κατανομής, το 10ο εκατοστημόριο της κατανομής, δηλαδή το εκατοστημόριο που περιλαμβάνει το 10% των νοικοκυριών με το μικρότερο εισόδημα, μειώθηκε το 2014 κατά 15% σε σχέση με το 2009. Το 10ο εκατοστημόριο του εισοδήματος το 2009 ήταν 7.758 ευρώ, ενώ το 2014 ήταν 6.569 ευρώ.
Στο ανώτατο μέρος της κατανομής, το 90ό εκατοστημόριο, δηλαδή το εκατοστημόριο που περιλαμβάνει το 10% των νοικοκυριών με το μεγαλύτερο εισόδημα, μειώθηκε κατά 30% την περίοδο της κρίσης (2009-2014). Το 90ό εκατοστημόριο του εισοδήματος το 2009 ήταν 56.865 ευρώ, ενώ το 2014 ήταν 39.737 ευρώ.
Η καταγραφόμενη μείωση του εισοδήματος είναι στατιστικά σημαντική σε όλα τα εισοδηματικά στρώματα, με το μέγεθος της μείωσης του εισοδήματος να είναι μεγαλύτερο στα πλουσιότερα στρώματα των νοικοκυριών (δηλαδή από το 60ό εκατοστημόριο και άνω).
Μείωση του εισοδήματος και αύξηση της ανεργίας μείωσαν σημαντικά την ετήσια κατανάλωση τροφίμων κατά τη διάρκεια της κρίσης. Συγκεκριμένα, το διάμεσο ύψος της ετήσιας κατανάλωσης τροφίμων εντός και εκτός σπιτιού μειώθηκε από 6.520 ευρώ το 2009 σε 4.764 ευρώ το 2014, το οποίο ισοδυναμεί με πτώση 27%.
Στο 10ο εκατοστημόριο της κατανομής της ετήσιας κατανάλωσης των νοικοκυριών, δηλαδή στο 10% των νοικοκυριών με τη χαμηλότερη κατανάλωση τροφίμων ετησίως, η μείωση ανέρχεται σε 29%. Συγκεκριμένα, η ετήσια κατανάλωση τροφίμων μειώθηκε από 3.144 ευρώ το 2009 σε 2.223 ευρώ το 2014 ή κατά 921 ευρώ σε απόλυτους αριθμούς.
Στο 90ό εκατοστημόριο της κατανομής, δηλαδή το μέρος της κατανομής που αντιστοιχεί στο 10% των νοικοκυριών με την υψηλότερη κατανάλωση τροφίμων ετησίως, παρατηρείται μείωση κατά 36% την περίοδο 2009-2014. Πιο αναλυτικά, η μεταβολή στην κατανάλωση τροφίμων υποχώρησε από 12.700 ευρώ το 2009 σε 8.144 το 2014, που ισοδυναμεί σε απόλυτους αριθμούς με μείωση της κατανάλωσης κατά 4.565 ευρώ.
Δανειακές υποχρεώσεις
Σχετικά με τις δανειακές υποχρεώσεις των νοικοκυριών, η έρευνα HFCS το 2014 έδειξε ότι αυτές ήταν μειωμένες σε σχέση με το 2009. Συγκεκριμένα, το 2014 το 27,1% των νοικοκυριών δήλωσε ότι είχε υπόλοιπο από κάποιο τύπο δανείου, ενώ το 2009 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 36,6%.
Η διάμεση αξία του υπολοίπου των δανείων μειώθηκε την περίοδο της κρίσης κατά 21,6%, από 15.425 ευρώ το 2009 σε 12.097 ευρώ το 2014. Η μείωση της δανειακής επιβάρυνσης παρατηρείται σε όλες τις κατηγορίες δανείων την περίοδο της κρίσης.
Το διάμεσο ύψος των ενυπόθηκων δανείων μειώθηκε κατά 18,8%, από 43.410 ευρώ το 2009 σε 35.261 ευρώ το 2014. Το διάμεσο ύψος των δανείων χωρίς υποθήκη μειώθηκε από 4.591 ευρώ το 2009 σε 2.936 ευρώ το 2014, το οποίο ισοδυναμεί με πτώση 36% την περίοδο της κρίσης.
Η μείωση των δανειακών υποχρεώσεων των νοικοκυριών είναι πιθανότατα αποτέλεσμα της περιορισμένης χορήγησης δανείων από το τραπεζικό σύστημα, σε συνδυασμό με την αποπληρωμή δανείων την περίοδο της κρίσης.
Η μελέτη
Σημειώνεται ότι η μελέτη χρησιμοποιεί στοιχεία των δύο κυμάτων (δείγματα συμμετεχόντων 2009 και δείγματα συμμετεχόντων 2014) της έρευνας για την οικονομική κατάσταση και την κατανάλωση των νοικοκυριών (Household Finance and Consumption Survey), η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος. Για την Ελλάδα, το πρώτο κύμα της HFCS διεξήχθη το 2009 με δείγμα 2.971 νοικοκυριά, ενώ το δεύτερο κύμα το 2014 με δείγμα 3.003 νοικοκυριά.
Τα στοιχεία της έρευνας HFCS και στα δύο κύματα για την Ελλάδα είναι διαστρωματικά (crosssectional data), αλλά δεν είναι διαστρωματικής και διαχρονικής μορφής (panel data), δηλαδή στο δεύτερο κύμα της έρευνας δεν περιλαμβάνονται νοικοκυριά που συμμετείχαν στο πρώτο κύμα.
Η μελέτη βασίζεται στη διάμεσο και όχι στο μέσο όρο των παραπάνω οικονομικών μεγεθών, επειδή η διάμεσος δεν επηρεάζεται από ακραίες τιμές.
Οι ερωτήσεις για τα περιουσιακά στοιχεία και τα δάνεια αφορούσαν τη χρονική στιγμή της συνέντευξης, ενώ οι ερωτήσεις για το εισόδημα και την κατανάλωση αφορούσαν τους τελευταίους 12 μήνες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της συνέντευξης.
Το τρίτο κύμα της έρευνας HFCS για τα ελληνικά νοικοκυριά θα διεξαχθεί εντός του 2017 και θα ενσωματώνει πρόσθετες ερωτήσεις για το παθητικό των νοικοκυριών. Πιο συγκεκριμένα, σε αντίθεση με το πρώτο και το δεύτερο κύμα της έρευνας HFCS, το τρίτο κύμα θα συγκεντρώσει πληροφορίες όχι μόνο για τα δάνεια των νοικοκυριών, αλλά και για τις οφειλές τους προς εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνίας κ.λπ.) προσφέροντας μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το συνολικό χρέος των ελληνικών νοικοκυριών.