Σοκαριστικά είναι τα αποτελέσματα νέας μελέτης για τον ελληνικό πληθυσμό. Κατά δύο εκατομμύρια λιγότεροι θα είναι οι Ελληνες το 2050, καθώς μειώνονται συνεχώς οι γεννήσεις, με τη χώρα μας να έχει το χαμηλότερο δείκτη γονιμότητας και τους περισσότερους ηλικιωμένους στην Ευρώπη μετά την Ιταλία!
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη του Ινστιτούτου του Βερολίνου για τον πληθυσμό και την ανάπτυξη, η χώρα μας το 2050 θα έχει τη χειρότερη σε όλη την Ευρώπη αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους.
Η Ελλάδα έχασε σχεδόν το 3% του πληθυσμού της, μεταξύ άλλων λόγω της γέννησης λιγότερων παιδιών ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης. Προβλέπει ότι από τα περίπου 10,8 εκατομμύρια το 2016, ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί στα 9,9 εκατομμύρια έως το 2030 και στα 8,9 εκατομμύρια έως το 2050, με συνέπεια να υποστεί μια πρόσθετη μείωση κατά περίπου 18%. Με δείκτη ολικής γονιμότητας 1,33 (ο προβλεπόμενος μέσος αριθμών παιδιών ανά γυναίκα), η Ελλάδα έχει σήμερα σχεδόν τη χαμηλότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Σύμφωνα με τη μελέτη, στη χώρα μας γεννιέται ένας μικρός αριθμός παιδιών, περίπου 90.000 ετησίως, για αυτό και έχει πλέον έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη. Πάνω από το ένα πέμπτο των κατοίκων της (το 21%) είναι άνω των 65 ετών. Μόνο η Ιταλία στην Ευρώπη έχει υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων.
Ωρολογιακή βόμβα
Οι Γερμανοί ερευνητές προβλέπουν ότι, με βάση τις έως τώρα δημογραφικές τάσεις, η Ελλάδα είναι πιθανό πως θα έχει τη χειρότερη σε όλη την Ευρώπη αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους έως το 2050. Αυτό συμβαίνει επειδή όλο και περισσότεροι Ελληνες βγαίνουν από την αγορά εργασίας, τη στιγμή που δεν μπαίνουν νέοι εργαζόμενοι σε αυτή. Στις χώρες με χαμηλό δείκτη γονιμότητας το άνοιγμα της «ψαλίδας» εργαζομένων-συνταξιούχων συμβαίνει πιο γρήγορα από ό,τι σε βορειότερες χώρες. Γι’ αυτό, κατά τη μελέτη, οι νότιες χώρες στο μέλλον θα έχουν μεγαλύτερες δυσκολίες να χρηματοδοτήσουν τα συνταξιοδοτικά συστήματα και να διατηρήσουν το τωρινό επίπεδο των κοινωνικών παροχών τους. Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη, σε όλες τις άλλες χώρες -με εξαίρεση το Λουξεμβούργο- οι συντάξεις θα υποστούν μείωση στο μέλλον σε σχέση με τους μισθούς. Αυτό θα έχει συνέπεια να αυξηθεί ο κίνδυνος φτώχειας για τους ηλικιωμένους.
Ευρώπη 2 ταχυτήτων
Οπως προκύπτει από την ίδια έρευνα που παρουσίασε ο "Ελεύθερος Τύπος" η Ευρώπη φαίνεται να είναι δημογραφικά διαιρεμένη. Στον Βορρά, στη Δύση και στο κέντρο της ηπείρου υπάρχουν σχετικά υψηλοί δείκτες γονιμότητας και μετανάστευσης που διασφαλίζουν την ανάπτυξη των πληθυσμών στο μέλλον. Αντίθετα, η Νότια και η Ανατολική Ευρώπη καταγράφουν επιταχυνόμενη γήρανση και απώλειες πληθυσμού.
Τα πιο υψηλά ποσοστά γονιμότητας τα έχει η Γαλλία, με δείκτη γέννησης σχεδόν δύο παιδιών (1,96) ανά γυναίκα. Η Ιρλανδία, η Βρετανία, η Σουηδία και η Δανία έχουν επίσης σχετικά υψηλό δείκτη γονιμότητας. Αντίθετα, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική στον Νότο, καθώς Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Κύπρος έχουν το χαμηλότερο δείκτη γονιμότητας, γύρω στα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Η διαίρεση αυτή της Ευρώπης δεν έχει αλλάξει εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Πάμε για… πρωτιά
Εως το 2050, όπως προκύπτει πάντα από την ίδια μελέτη, η υψηλότερη μέση ηλικία του πληθυσμού, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, θα υπάρχει στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, δύο χώρες που επίσης θα γνωρίσουν και συρρίκνωση του πληθυσμού τους, εκτός από τη γήρανση. Οπως επισημαίνεται, η μόνιμη εγκατάσταση και η επιτυχής ενσωμάτωση περισσότερων μεταναστών μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο σε αυτές τις δύο αρνητικές τάσεις.
Ουσιαστικά σήμερα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι γυναίκες αποκτούν λιγότερα παιδιά από όσα απαιτούνται για να μείνει σταθερός ο πληθυσμός τους χωρίς τη βοήθεια των μεταναστών. Για να συμβεί μια τέτοια σταθεροποίηση χρειάζεται ένας δείκτης γονιμότητας περίπου 2,3 παιδιών ανά γυναίκα, αλλά σήμερα ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 28 κρατών-μελών είναι μόνο 1,58 παιδιά ανά γυναίκα.
Πάντως, στην έρευνα σημειώνεται ότι η Ευρώπη είναι στην κυριολεξία μια «γηραιά» ήπειρος, έχοντας πληθυσμό κατά μέσο όρο πιο γερασμένο από τις άλλες ηπείρους. Σήμερα στην Ευρώπη υπάρχουν περίπου 32 συνταξιούχοι για κάθε 100 εργαζόμενους 20 έως 64 ετών, δηλαδή περίπου τρεις εργαζόμενοι αντιστοιχούν σε ένα συνταξιούχο. Αυτή η αναλογία προβλέπεται να πέσει όμως σε δύο εργαζόμενους ανά συνταξιούχο έως τα μέσα του 21ου αιώνα.