Η ανίχνευση και θεραπεία της κατάθλιψης των εργαζομένων κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας τους, είναι καρποφόρα για όλους. Βελτιώνει την εξέλιξη των ασθενών και επιταχύνει την αποθεραπεία τους.
Ταυτόχρονα μειώνει τις επαναλαμβανόμενες ή παρατεταμένες απουσίες από την εργασία, μειώνει τα κόστα θεραπείας και αυξάνει την παραγωγικότητα των εργαζομένων γεγονός που τελικά είναι ιδιαίτερα συμφέρον για την εταιρεία ή τον οργανισμό που τους εργοδοτεί.
Οι εργοδότες πρέπει να θεωρούν τα οργανωμένα προγράμματα ανίχνευσης και αντιμετώπισης της κατάθλιψης που προσφέρονται για τους υπαλλήλους τους στους χώρους εργασίας τους, ως επένδυση που τελικά θα είναι επωφελής για όλους παρά απλά ως επιπρόσθετα έξοδα.
Τα σημαντικά αυτά συμπεράσματα προκύπτουν από έρευνα που συμπεριέλαβε 65.000 εργαζομένους σε 16 μεγάλες εταιρείες των Ηνωμένων Πολιτειών. Πολλοί εργοδότες σύμφωνα με τους ερευνητές, θεωρούν την παροχή υπηρεσιών για την ψυχική υγεία των υπαλλήλων τους, ως επιπρόσθετη οικονομική επιβάρυνση την οποία είναι απρόθυμοι να επωμιστούν.
Ωστόσο το κόστος της κατάθλιψης για την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών είναι τεράστιο. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο, 6% των υπαλλήλων πάσχουν από κατάθλιψη. Το αποτέλεσμα είναι απώλεια 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων λόγω χαμένης παραγωγικότητας.
Οι Αμερικανοί γιατροί, είχαν ως στόχο να εξετάσουν τη διαφορά μεταξύ μιας κλασικής προσέγγισης της κατάθλιψης των εργαζομένων και μιας επεμβατικής προσέγγισης με τηλεφωνική επαφή και παροχή στήριξης προς τον υπάλληλο με κατάθλιψη, κατά τις εργάσιμες του ώρες.
Οι συμμετέχοντες στη έρευνα, απάντησαν σε ένα ειδικό ερωτηματολόγιο από το χώρο εργασίας τους μέσω διαδικτύου. Από το σύνολο, συμπεριέλαβαν 604 εργαζόμενους όλων των βαθμίδων (πιλότους, δικηγόρους, τραπεζικούς, οδηγούς φορτηγών, συντηρητές, θυρωρούς και άλλους) που βρέθηκε με τη βοήθεια της μεθόδου αυτής ότι παρουσίαζαν τουλάχιστον μέτριας σοβαρότητας κατάθλιψη. Εργαζόμενοι με κατάθλιψη οι οποίοι είχαν πάρει πρόσφατα θεραπεία ή είχαν τάση αυτοκτονίας ή είχαν μανιακό σύνδρομο ή ιστορικό χρήσης ναρκωτικών ή κατάχρησης άλλων ουσιών, αποκλείστηκαν από την έρευνα.
Οι 604 που επιλέγησαν για την έρευνα των οποίων βασικά ανιχνεύτηκε η πάθηση τους και δρομολογήθηκε η αντιμετώπιση της από το πρόγραμμα, διαχωρίστηκαν με τυχαιοποιημένο τρόπο σε μια από δύο θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Η πρώτη ήταν η κλασική μέθοδος με παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό γιατρό σύμφωνα με τα σχέδια υγείας που προσφέρουν οι εργοδότες.
Η δεύτερη ομάδα άρχισε ένα πρόγραμμα με ειδικά εκπαιδευμένους θεραπευτές που προσέφεραν από τηλεφώνου κατά τις ώρες εργασίας, γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία στους ασθενείς. Οι τηλεφωνικές συνεδριάσεις ψυχοθεραπείας ήσαν 8 ανά εργαζόμενο. Οι θεραπευτές από τηλεφώνου, εισηγούνταν έντονα στους ασθενείς να πηγαίνουν επιπρόσθετα σε ψυχίατρο.
Τα ευρήματα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα:
- Πολλοί εργαζόμενοι προτιμούσαν την εξ αποστάσεως τηλεφωνική στήριξη και θεραπεία στο χώρο εργασίας τους. Ένιωθαν πιο βολικά και λιγότερο στίγμα παρά εάν πήγαιναν σε ιατρείο ψυχίατρου.
- Στη δεύτερη ομάδα επεμβατικής προσέγγισης στο χώρο εργασίας, οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία ήσαν περισσότεροι από ότι στην πρώτη ομάδα. Περίπου 60% από την ομάδα αυτή έλαβαν θεραπεία από ψυχίατρο. Ωστόσο και στις δύο ομάδες, το ποσοστό που λάμβαναν αντικαταθλιπτικά φάρμακα ήταν ανάλογο
- Στη δεύτερη ομάδα των εργαζομένων με κατάθλιψη, τα ποσοστά αυτών που παρουσίασαν βελτίωση ή ίαση ήσαν ψηλότερα. Οι απουσίες από την εργασία ήταν λιγότερες, οι ώρες εργασίας τους συνολικά περισσότερες και το ποσοστό αυτών που διατήρησαν την απασχόληση τους ήταν μεγαλύτερο.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η κατάθλιψη που δεν ανιχνεύεται και δεν τυγχάνει της κατάλληλης αντιμετώπισης, δημιουργεί πολλές επιβαρύνσεις στους εργοδότες.
Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται οι απουσίες, η μειωμένη παραγωγικότητα, το επιπλέον στρες και καταπόνηση στους συναδέλφους του εργαζομένου με κατάθλιψη, η πρόσληψη και εκπαίδευση νέου προσωπικού όταν υπάρχουν αποχωρήσεις που προκαλούνται λόγω κατάθλιψης.
Τα κοινωνικά ωφελήματα της έγκαιρης ανίχνευσης και θεραπείας της κατάθλιψης των εργαζομένων στο χώρο εργασίας τους, μειώνει τον ανθρώπινο πόνο των πασχόντων και των οικογενειών τους βελτιώνει τη σταθερότητα της συζυγικής τους σχέσης και προάγει την ολοκλήρωση και συμβολή τους στην κοινότητα που ζουν εκτός του εργασιακού τους χώρου.
Είναι σημαντικό, οι εργοδότες να αντιληφθούν τα οφέλη για όλους που προκύπτουν από τα οργανωμένα προγράμματα ανίχνευσης και αντιμετώπισης της κατάθλιψης των εργαζομένων εντός του εργασιακού τους χώρου και κατά τη διάρκεια των εργάσιμων ωρών.