Η μεγάλη οικονομική κρίση που πλήττει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια από την μια και το συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό ανεργίας από την άλλη έχει οδηγήσει την πλειοψηφία των απλήρωτων εργαζομένων σε αδιέξοδο. Οι εργοδότες εκμεταλλευόμενοι το φόβο και την ανασφάλεια των υπαλλήλων τους μην τυχόν και χάσουν την δουλειά τους, καθυστερούν την καταβολή των δεδουλευμένων τους ή τους αμείβουν με έναντι ποσά της κανονικής αμοιβής τους, προχωρούν σε εκβιαστικές μειώσεις μισθών και οικειοθελείς παραιτήσεις, χωρίς καταβολή αποζημίωσης με το δόλωμα του εγγράφου της απόλυσης, ώστε να μη χαθεί και το δικαίωμα επιδόματος από τον ΟΑΕΔ.
Προσφάτως ο ΑΠ έκρινε με απόφασή του ότι η μη καταβολή του μισθού από τον εργοδότη στον εργαζόμενο δεν αποτελεί από μόνη της μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του υπαλλήλου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο εργαζόμενος όταν δεν πληρώνεται κανονικά, δεν έχει το δικαίωμα να καταγγείλει την εργασιακή σύμβαση και να διεκδικήσει αποζημίωση. Βέβαια ο ΑΠ βάζει έναν όρο σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων να μην είναι «δόλια», ώστε να αποσκοπεί στην παραίτηση του εργαζόμενου και τούτο διότι όταν ο εργαζόμενος παραιτείται χάνει το δικαίωμα διεκδίκησης αποζημίωσης.
Προφανώς επεξηγεί το "mononews.gr" αν ο εργοδότης σκόπιμα («δόλια») καθυστερεί το μισθό, προκειμένου να καταστεί αντικειμενικά αδύνατο για τον εργαζόμενο να παραμείνει στην εργασία του, ο εργοδότης έχει και ευθύνη αποζημίωσης και μάλιστα διττή. Αφενός, ενέχεται αποζημιώσεως βάσει των κοινών διατάξεων του ΑΚ περί αδικοπραξίας (συμπληρωματικά δε και περί προσβολής προσωπικότητας) και σε αυτή την περίπτωση η προϋπόθεση της άδικης πράξης αναφέρεται στην παράβαση των όρων της σύμβασης και της εργατικής νομοθεσίας περί καταβολής αποδοχών. Αφετέρου, ο εργοδότης οφείλει αποζημίωση βάσει της εργατικής νομοθεσίας.
Οι περισσότεροι υπάλληλοι αγνοούν τα δικαιώματα που τους παρέχει ο νόμος ακόμα κι έτσι όπως έχουν καταστρατηγηθεί από τα μνημόνια.
Το βασικότερο που πρέπει να γνωρίζουν όλοι οι εργαζόμενοι υπάλληλοι και εργάτες είναι ότι το δικαίωμα να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα τους, δηλαδή μισθούς, διαφορές από μισθούς, διάφορα επιδόματα, δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, υπερωρίες, υπερεργασία και ρεπό, είναι πενταετές. Δηλαδή σήμερα ο κάθε εργαζόμενος μπορεί να διεκδικήσει τους μισθούς που δεν του έχουν καταβληθεί από 1-1-2012 ενώ από την 1-1-2018 θα μπορεί να ζητήσει τους μισθούς από 1-1-2013.
Φυσικά το δικαίωμα αναζήτησης των ανωτέρω δεδουλευμένων μπορεί να γίνει ανά πάσα χρονική στιγμή χωρίς να απαιτείται να εξαντληθεί η πενταετία. Η διεκδίκηση των δεδουλευμένων γίνεται με αγωγή που ασκείται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου με βάση το οφειλόμενο ποσό. Οι αγωγές αυτές δικάζονται σχετικά σύντομα και η απόφαση που εκδίδεται μπορεί να είναι προσωρινά εκτελεστή. Εφόσον εκδοθεί απόφαση και τελεσιδικήσει, η απαίτηση των δεδουλευμένων έχει 20ετή διάρκεια και πρακτικά σημαίνει ότι ο εργαζόμενος μπορεί για 20 τουλάχιστον έτη να αναζητήσει την απαίτηση.
Δηλαδή τα δεδουλευμένα όταν δεν διεκδικούνται, παραγράφονται εντός της πενταετίας, όταν όμως έχουν βεβαιωθεί σε μία δικαστική απόφαση, τελεσίδικη και αμετάκλητη, τότε η οφειλή τους από τον εργοδότη διαρκεί μία εικοσαετία.
Οι τρόποι αναγκαστικής εκτέλεσης είναι πολλοί και επιλέγεται ο πιο πρόσφορος ανάλογα της περίστασης. Μπορεί να γίνει εκτέλεση σε ακίνητα, κινητά μεγάλης αξίας (π.χ. αυτοκίνητα, μηχανήματα, υπολογιστές κ.τλ.) ή σε τραπεζικούς λογαριασμούς, έσοδα της επιχείρησης που προέρχονται από τρίτους (π.χ. μισθώματα κ..τλ.)
Αδιάφορο είναι αν η σύμβαση εργασίας είναι έγγραφη ή προφορική.
Ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα με την αγωγή να καταγγείλει την εργασιακή σχέση και να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση ή να καταγγείλει ως άκυρη και καταχρηστική την τυχόν απόλυσή του και να ζητήσει μισθούς υπερημερίας.
Το συνηθέστερο μέσο διαμαρτυρίας των απλήρωτων εργαζομένων είναι η γνωστή επίσχεση εργασίας. Το πρώτο βήμα είναι η με κοινοποίηση εξωδίκου, γνωστοποίηση στον εργοδότη, ότι ο εργαζόμενος δεν θα εργαστεί μέχρι να του καταβληθούν τα οφειλόμενα δεδουλευμένα αφού η εργασιακή σχέση είναι παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής.
Η επίσχεση εργασίας μπορεί να έχει μεγάλη διάρκεια και δεν θεωρείται από μόνη της καταγγελία της σύμβασης εργασίας.
Άλλος τρόπος είναι η καταγγελία στην κατά τόπο αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας. Ο εργοδότης καλείται εντός προθεσμίας να δικαιολογήσει ή να αποδείξει τον λόγο που είναι υπερήμερος έναντι του υπαλλήλου του.
Η επιθεώρηση εργασίας σχηματίζει φάκελο που αποστέλλει στην Εισαγγελία και από κει αν υπάρχουν ποινικά αδικήματα, ενεργοποιείται η αυτεπάγγελτηδιαδικασία κι ο εργοδότης έχει να αντιμετωπίσει και τις αντίστοιχες ποινικές κατηγορίες.
Η καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας όπως και η κοινοποίηση του εξωδίκου αποτελούν όχληση η οποία σε περίπτωση αγωγής, αποτελεί την εναρκτήρια ημερομηνία για την επιδίκαση των τόκων υπερημερίας.
Το ποινικό σκέλος της μη καταβολής των δεδουλευμένων προβλέπεται στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 «είναι γνήσιο έγκλημα παράλειψης και συντελείται με μόνη τη μη εμπρόθεσμη, κατά το άρθρο 655 του Α.Κ. καταβολή των οικείων αποδοχών ή χορηγιών, κατά το ίδιον δε άρθρον (655 Α.Κ.) η ημέρα καταβολής του μισθού αποτελεί δήλη ημέρα, με μόνη την παρέλευση της οποίας ο εργοδότης ή διευθυντής κ.λπ. γίνεται, χωρίς όχληση, υπερήμερος οφειλέτης, εκτός αν αυτός αποδείξει γεγονός που αποκλείει την υπερημερία του» (ΑΠ 288/2008).
«Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις κατά των εργοδοτών, διευθυντών, εκπροσώπων επιχειρήσεων κ.λπ., οι οποίοι δεν καταβάλλουν εμπρόθεσμα τις οφειλόμενες στους εργαζομένους, συνεπεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, πάσης φύσεως αποδοχές. Με τις διατάξεις αυτές θεσπίζεται ποινικό αδίκημα μόνο για την καθυστέρηση καταβολής των οφειλόμενων από τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας αποδοχών, προκειμένου να διασφαλισθεί η έγκαιρη καταβολή αυτών στους δικαιούχους και δεν δημιουργείται πρωτογενής αξίωση των εργαζομένων για πληρωμή των αποδοχών τους.
Συνεπώς η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του εργαζομένου προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 914, 927 και 298 ΑΚ, μόνο για τη ζημία που υπέστη από το άνω αδίκημα, δηλαδή από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του και όχι για την πληρωμή των ίδιων των αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση, αφού μόνη η παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει εμπρόθεσμα τις αποδοχές δεν συνεπάγεται την απώλεια αυτών, ώστε να προκαλείται στον εργαζόμενο ισόποση με τις αποδοχές του ζημία, που να έχει ως αιτία το θεσπιζόμενο με τις διατάξεις του Α.Ν. 690/ 1945 αδίκημα και, συνεπώς, ο εργαζόμενος δεν δύναται να διεκδικήσει από την καθυστέρηση αυτή χρηματική ικανοποίηση για προκληθείσα εξ αυτής ηθική βλάβη» (ΑΠ 1842/ 2008).