Κρίση σε έναν κλάδο που υπό κανονικές προϋποθέσεις θα έπρεπε να αναπτύσσεται όπως σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, αυτόν των ιατρών εργασίας προκαλούν οι παρεμβάσεις της υπουργού Εργασίας Έφης Αχτσιόγλου με τις οποίες καθορίζονται οι προϋποθέσεις ένταξης ιατρών στον ειδικό κατάλογο των ασκούντων καθήκοντα Ιατρού Εργασίας.
Η συγκεκριμένη απόφαση θέτει σε κίνδυνο εκατοντάδες θέσεις εργασίας σε μια περίοδο μεγάλης ανεργίας αλλά και τη δημόσια υγεία, καθώς προβλέπει κριτήρια, οδηγώντας εκτός του ειδικού καταλόγου μεγάλο αριθμό ιατρών που ασκεί, σήμερα, νόμιμα καθήκοντα ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις. Θα πρέπει να θυμίσουμε πως υπό το βάρος προβλημάτων που υπάρχουν στον ιδιωτικό τομέα και στις επιχειρήσεις εδώ και χρόνια υιοθετήθηκε το συγκεκριμένο μοντέλο για να παρέχεται προστασία στους εντατικά εργαζόμενους.
Σύμφωνα με τα όσα προωθήθηκαν λοιπόν από το υπουργείο Εργασίας οι μισοί γιατροί που εργάζονται σε επιχειρήσεις θα οδηγηθούν εκτός εργασίας ενώ κατά των αποφάσεων αυτών πρόσφατα προσέφυγαν 64 ιατροί.
Ταυτόχρονα, η μείωση του αριθμού των ιατρών που θα επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες ιατρού Εργασίας σε επιχειρήσεις, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει στην άνοδο των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών των ιατρών, με αποτέλεσμα τη μικρότερη παροχή ιατρικής μέριμνας προς τους εργαζόμενους από επιχειρήσεις που σήμερα επένδυαν σε αυτή τη συνθήκη. Κύκλοι της αγοράς μιλάνε για ένα αντικοινωνικό μέτρο τη στιγμή που οι χώροι εργασίας γίνονται ολοένα πιο απαιητικοί λόγω της κρίσης άρα κι επικίνδυνοι.
Οι προσφεύγοντες στο ΣτΕ υποστηρίζουν ότι η απόφαση Αχτσιόγλου ορίζει παράνομα και αντισυνταγματικά κριτήρια για την ένταξη των ιατρών στον ειδικό κατάλογο των ασκούντων καθήκοντα Ιατρού Εργασίας.
Ειδικότερα, θέτει ως προϋπόθεση ένταξης την προσκόμιση ακριβούς αντιγράφου σύμβασης με επιχειρήσεις με τους αντίστοιχους αριθμούς πρωτοκόλλου από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ από τα οποία να προκύπτει: απασχόληση σε καθήκοντα ιατρού εργασίας πριν την 9η Αυγούστου 2005 και ενεργός σύμβαση παροχής υπηρεσιών ιατρού εργασίας την 15η Μαΐου 2015.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, τα παραπάνω κριτήρια εσφαλμένα τίθενται από την Υπουργική απόφαση αφού δεν συμπεριλαμβάνονται στην εξουσιοδοτική ρύθμιση του άρθρου 16 του Ν. 3850/2010, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η συγκεκριμένη Υπουργική απόφαση.
Πέραν όμως τούτου, η απαίτηση του συγκεκριμένου προσόντος, καθιστά στην πραγματικότητα σχεδόν ανέφικτη την εγγραφή στον ειδικό κατάλογο ιατρών που ασκούν κατ’ εξαίρεσιν τα καθήκοντα ιατρού εργασίας. Και αυτό διότι ακόμα και η δυνατότητα ανεύρεσης εγγράφων αποδεικτικών απασχόλησης ιατρών στην συγκεκριμένη δραστηριότητα ήδη προ της 9.8.2005 είναι εξαιρετικά δυσχερής, ακόμα και για τις ίδιες τις υπηρεσίες του ΣΕΠΕ, στις οποίες κατατίθενται οι συγκεκριμένες συμβάσεις απασχόλησης.
Με το θέμα απασχολήθηκαν πρόσφατα και εργοδοτικοί φορείς όπως οι ΣΕΒ, η ΓΣΕΒΕΕ, η ΕΣΕΕ και ο ΣΕΤΕ οι οποίοι σε επιστολή προς την κα. Αχτσιόγλου αναφέρουν, μεταξύ άλλων ότι: «για τις επιχειρήσεις είναι ήδη δυσχερές να βρουν εύκολα ιατρό εργασίας, κατάσταση η οποία καθίσταται περισσότερο προβληματική στις περιοχές της χώρας, εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως π.χ. οι νησιωτικές ή παραμεθόριες. Αποτέλεσμα είναι η κάλυψη των αναγκών από άλλες περιοχές με σημαντικό κόστος ή ακόμα και η αδυναμία εφαρμογής της νομοθεσίας από τις συγκεκριμένες αποκεντρωμένες επιχειρήσεις.
Ενόψει των ανωτέρω ο στόχος όλων μας θα πρέπει να είναι η αύξηση του διαθέσιμου αριθμού ιατρών εργασίας, προκειμένου αφενός να καλύπτονται οι ανάγκες όλων των επιχειρήσεων, αφετέρου δε αυτό να γίνεται με εφικτό τρόπο και με εύλογο κόστος.
Είναι σαφές πως η καταγραφή των ιατρών, οι οποίοι ασκούν τα καθήκοντα ιατρού εργασίας δεν μας βρίσκει αντίθετους. Ωστόσο, η θέση σε ισχύ της προωθούμενης Υπουργικής Απόφασης δεν περιορίζεται σε αυτή την καταγραφή. Παράλληλα ενεργοποιείται η διάταξη 2.Α.γ του άρθρου 16 του Ν 3850/2010 σύμφωνα με την οποία προβλέπεται ότι: «γ) Ιατρός που περιλαμβάνεται στον Ειδικό Κατάλογο της περίπτωσης α’’ μπορεί να ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας μόνο στην περιφέρεια του ιατρικού συλλόγου στον οποίο είναι εγγεγραμμένος και εφόσον λάβει βεβαίωση του συλλόγου αυτού ότι δεν υπάρχει ή δεν είναι διαθέσιμος ιατρός με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας στην περιφέρεια αυτή».
Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη προκειμένου να μπορέσει κάποιος ιατρός (εγγεγραμμένος στον ειδικό κατάλογο) να ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας, θα πρέπει να λάβει προηγουμένως βεβαίωση του οικείου ιατρικού συλλόγου ότι δεν υπάρχει ή δεν είναι διαθέσιμος ιατρός με την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας στη συγκεκριμένη περιφέρεια.
Ξεπερνώντας το θέμα του ελέγχου της διαθεσιμότητας από τον Ιατρικό Σύλλογο, το οποίο και αυτό δεν ξέρουμε πως θα λειτουργήσει στην πράξη (προφανώς θα πρέπει η σχετική διαδικασία να εξειδικευθεί και να τεθούν συγκεκριμένες προθεσμίες προς ενέργεια), το ερώτημα που προκύπτει είναι πως κρίνεται τυπικά και ουσιαστικά αν είναι ή όχι διαθέσιμος ένας ιατρός;
Καταρχάς, ως προς το θέμα των ωρών εργασίας του, αυτό, εξ όσων αντιλαμβανόμαστε, δεν μπορεί να ελεγχθεί από τον Ιατρικό Σύλλογο (ο οποίος θα χορηγεί τη σχετική βεβαίωση), αλλά μόνο μέσω της Επιθεώρησης Εργασίας η οποία θα πρέπει να προβαίνει στις σχετικές διασταυρώσεις και ελέγχους. Πέραν τούτου όμως εξίσου σημαντικό είναι και το ζήτημα της ουσιαστικής διαθεσιμότητας. Ένας ιατρός ο οποίος αξιώνει από την επιχείρηση δικαίως (λόγω αυξημένων εξόδων μεταφοράς εξαιτίας της αποστάσεως για παράδειγμα) ή αδίκως, υπέρογκα ποσά, τα οποία η επιχείρηση δεν μπορεί να διαθέσει είναι μεν τυπικά διαθέσιμος (και επομένως στερεί από την επιχείρηση το δικαίωμα να στραφεί σε κάποιον άλλο) όμως δεν είναι ουσιαστικά διαθέσιμος για την επιχείρηση.
Για να εφαρμοστεί, λοιπόν, η συγκεκριμένη διάταξη θα έπρεπε να υπάρχει πληθώρα ιατρών με την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας και αυτοί να είναι κατανεμημένοι σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Σε αντίθετη περίπτωση τα προβλήματα που θα προκύψουν από τη θέση σε ισχύ της Υπουργικής Απόφασης και τα οποία θα κληθούμε όλοι μας να αντιμετωπίσουμε θα είναι ανυπέρβλητα.
ΠΗΓΗ: protothema.gr