Αγώνας δρόμου για την κορυφαία εταιρία κατεψυγμένων αλιευμάτων της χώρας, την «Καλλιμάνης» του Αιγίου, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα η εταιρία έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις πιστώτριες τράπεζες και την Pillarstone, βρίσκεται στην τελική ευθεία για την μεταφορά της στην Pillarstone, ωστόσο ο χρόνος που έχει χαθεί σε γραφειοκρατικά κωλύματα δυσκολεύει το καθημερινό business της επιχείρησης, ειδικά ενόψει της περιόδου της Σαρακοστής, κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιείται το 50% του ετήσιου κύκλου εργασιών της.
Η μείωση της εγχώριας κατανάλωσης κατεψυγμένων αλιευμάτων κατά τα χρόνια της κρίσης, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό από εισαγόμενα προϊόντα και εγχώριους ομίλους και την αδυναμία δραστικής ενίσχυσης των εξαγωγών, γονάτισε, μεταξύ άλλων, και την «Γ. Καλλιμάνης Α.Ε. Βιομηχανική Εταιρεία Κατεψυγμένων Τροφίμων».
Σύμφωνα με ολοσέλιδο αφιέρωμα των οικονομικών σελίδων της Κυριακάτικης «Καθημερινής»:
"Οι πιστώτριες τράπεζες, που διατηρούν απαιτήσεις της τάξης των 60 εκατ. ευρώ, φέρονται να ολοκληρώνουν αυτή την περίοδο τις διαπραγματεύσεις για το σχέδιο μεταφοράς της στην Pillarstone. Με βασικούς στόχους την ενίσχυση της εξωστρέφειας, την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και την εξυγίανση του ισολογισμού, προκειμένου να μπορέσει μεσοπρόθεσμα η «Καλλιμάνης» να αυξήσει την αξία της και να πουληθεί σε στρατηγικό επενδυτή, προχωρεί και η κατάρτιση του business plan. Ετσι, στα γραφεία της «Καλλιμάνης» έχουν ήδη εδώ και μήνες εγκατασταθεί στελέχη κοινής εμπιστοσύνης πιστωτών και μετόχων, προεξάρχοντος του Κωνσταντίνου Φρουζή, πρώην επικεφαλής της Novartis Hellas και της Creta Farms. Κύκλοι της διοίκησης της εταιρείας αναφέρουν στην «Καθημερινή» πως το επόμενο διάστημα ενδέχεται να υπάρχουν ανακοινώσεις αλλά επιφυλάχτηκαν να δώσουν περισσότερες λεπτομέρειες. Πηγές της Pillarstone σημειώνουν πως «ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η συμφωνία».
Ετσι, η εταιρεία παραμένει στη «μηχανική υποστήριξη», στην οποία έχει εισέλθει εδώ και περισσότερους από έξι μήνες, ενώ τράπεζες και οικογένεια Καλλιμάνη ευελπιστούν πως η εποχιακά καθοριστική περίοδος της Σαρακοστής θα κυλήσει ομαλά. Ομως η περίοδος αυτή, κατά την οποία πραγματοποιείται το 50% σχεδόν του ετησίου κύκλου εγχώριων εργασιών του κλάδου εξαιτίας των πολιτισμικών και καταναλωτικών συνηθειών στη χώρα, απαιτεί προεργασία. Δηλαδή, προμήθεια πρώτων υλών από το εξωτερικό, μεταποίηση και προετοιμασία των καναλιών διανομής. Για την ετοιμότητά της αυτή, η εντεταλμένη σύμβουλος Κωνσταντίνα Καλλιμάνη, κόρη του ιδρυτή, μιλώντας στην «Κ» εμφανίζεται καθησυχαστική. Οπως και κύκλοι της αγοράς, οι οποίοι πάντως επισημαίνουν ως καθοριστικό τον ρόλο της συμφωνίας της «Καλλιμάνης» με την ΕΛΓΕΚΑ.
Η «Καλλιμάνης» αντιμετωπίζοντας προβλήματα ρευστότητας προχώρησε πέρυσι την άνοιξη σε συμφωνία με την ΕΛΓΕΚΑ, συμφερόντων Αλέξανδρου Κατσιώτη, για την κάλυψη υπηρεσιών πωλήσεων και logistics, για την αγορά του οργανωμένου λιανεμπορίου. Η μεταξύ τους σύμβαση προβλέπει πως η αγορά των αλιευμάτων που απαιτούνται γίνεται από την ΕΛΓΕΚΑ, η οποία και προωθεί τα μεταποιημένα πλέον προϊόντα στην αγορά. Οι οικονομικές συναλλαγές με τους προμηθευτές και τους λιανεμπόρους γίνονται επίσης με την ΕΛΓΕΚΑ, η οποία από τα έσοδα που έχει παρακρατεί τα έξοδα προμηθειών, τη συμφωνημένη προμήθειά της και αποδίδει το υπόλοιπο στην «Καλλιμάνης». Η συμφωνία όχι μόνον κατάφερε να διατηρήσει «ζωντανό» το εμπορικό σήμα της «Καλλιμάνης», αλλά κατά πληροφορίες έδειξε πως μπορεί να υπάρχει υγειές περιθώριο λειτουργικής κερδοφορίας από το οποίο μπορεί να εξυπηρετηθούν οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις της επιχείρησης. Μία από τις σημαντικές διορθωτικές κινήσεις της ΕΛΕΓΚΑ ήταν και ο δραστικός περιορισμός των προσφορών που στο παρελθόν είχε δώσει η «Καλλιμάνης στις αλυσίδες πωλήσεων. Αν και η συμφωνία αυτή έληξε στα τέλη Δεκεμβρίου του 2017, η συνέχειά της αντιμετωπίζεται ως εκ των ων ουκ άνευ.
Θρυαλλίδα για την ανάληψη του ελέγχου της «Καλλιμάνης» από τις τράπεζες ήταν η αδυναμία εξυπηρέτησης του κοινού ομολογιακού δανείου ύψους 47,8 εκατομμυρίων ευρώ που συνήφθη στα μέσα του 2015. Η αποπληρωμή του δανείου προβλεπόταν να γίνει σε 10 δόσεις με ημερομηνία λήξης στα τέλη του 2020 και τη 10η δόση (balloon) ύψους 36 εκατ. ευρώ. Ηδη από τα τέλη της χρήσης του 2015, η τελευταία για την οποία η εταιρεία έχει δημοσιεύσει ισολογισμό, τα ίδια κεφάλαιά της ήταν αρνητικά. Στη χρήση εκείνη, οι ενοποιημένες πωλήσεις της «Καλλιμάνης» υποχώρησαν στα 39,383 εκατ. ευρώ από 41,178 εκατ. το 2014, οι καθαρές ζημιές εκτοξεύθηκαν στα 7,574 εκατ. ευρώ από 5,172 εκατ. ευρώ που ήταν το 2014 και το σύνολο των υποχρεώσεων ήταν 74,051 εκατ. ευρώ, από 71,103 εκατ. ευρώ το 2014.
Σύμφωνα με πληροφορίες της αγοράς τα επόμενα χρόνια οι πωλήσεις πιέστηκαν περαιτέρω, παρά τη σχετική σταθεροποίηση της ευρύτερης ελληνικής αγοράς κατεψυγμένων αλιευμάτων, εξαιτίας κυρίως προβλημάτων ρευστότητας της εταιρείας.
Η «Καλλιμάνης» εκτιμάται πως μπορεί να παράγει σε ετήσια βάση 14.000 τόνους κατεψυγμένων αλιευμάτων στις δύο εργοστασιακές της μονάδες. Δεν εξάγει όμως περισσότερο από 15% με 20% της παραγωγής της, αν και έχει ήδη επεκταθεί σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Γερμανία, η Σουηδία, η Κύπρος, τα Σκόπια, η Αλβανία και η Βουλγαρία.
Από την «Ηλιος» στην Kallimanis Food Service
Η επιχειρηματική δράση της οικογένειας Καλλιμάνη ξεκινάει από το 1956. Η εταιρεία με τη σημερινή της ωστόσο μορφή ιδρύθηκε το 1992, ύστερα από συγχώνευση 5 ομόρρυθμων εταιρειών σε ανώνυμη εταιρεία. Η έδρα της βρίσκεται στην Ελίκη Αιγίου. Εκεί βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία και η βασική μονάδα παραγωγής της. Η Γ. Καλλιμάνης Α.Ε. διαθέτει 2 εργοστάσια, κέντρα διανομής, ιδιόκτητο στόλο φορτηγών καθώς και εξειδικευμένο κατάστημα διάθεσης κατεψυγμένων τροφίμων. Η κύρια δραστηριότητά της είναι η μεταποίηση, η συσκευασία και η διάθεση κατεψυγμένων αλιευμάτων, καθώς και προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας με βάση τα αλιεύματα. Διαθέτει επώνυμα προϊόντα τόσο στο κανάλι του λιανεμπορίου όσο και σε αυτό του χονδρεμπορίου, τα οποία υποστηρίζονται από πανελλαδικό δίκτυο πωλήσεων. Δραστηριοποιείται επίσης στην εισαγωγή και διακίνηση κατεψυγμένων αλιευμάτων και στη λιανική και χονδρική πώληση κατεψυγμένων τροφίμων και αλιευμάτων.
Ξεκίνησε το 1956 στο Αίγιο, όταν ο Γιώργος Καλλιμάνης ασχολούνταν με την παραγωγή ούζου και λικέρ, ιδρύοντας την ποτοποιία με την επωνυμία «Ηλιος». Τα επόμενα χρόνια στράφηκε σταδιακά και στην εμπορία κατεψυγμένων προϊόντων που περιελάμβαναν ψάρι, μαλάκια, κρέας και λαχανικά. Το εμπόριο επεκτάθηκε από το Αίγιο στους γειτονικούς νομούς και η όλη δραστηριότητα απέκτησε τέτοια κρίσιμη μάζα, που επέτρεψε τη δημιουργία πέντε ομόρρυθμων εταιρειών συμφερόντων της οικογενείας Καλλιμάνη, με αντικείμενο την εισαγωγή και εμπορία κατεψυγμένων προϊόντων κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες. Η πρώτη μεταποιητική μονάδα εξειδικευμένη στην επεξεργασία και παραγωγή προϊόντων κατεψυγμένων αλιευμάτων δημιουργήθηκε το 1989, περίοδος που σημάδεψε όμως την οικογένεια εξαιτίας του θανάτου του ιδρυτή του ομίλου Γεώργιου Καλλιμάνη σε ηλικία μόλις 53 ετών. Το 1998 ο όμιλος, υπό τη χήρα του ιδρυτή, Βασιλική, προχώρησε σε επενδύσεις της τάξης των 2,5 εκατ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό του εργοστασίου παραγωγής και την επόμενη χρονιά ίδρυσε τα πρώτα υποκαταστήματα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Το 2001 υλοποιείται εξαγορά ομοειδούς επιχείρησης στη Λευκάδα και συστήνεται η εταιρεία Καλλιμάνης Ιονίου Α.Ε.
Το άνοιγμα στο εξωτερικό καθυστέρησε, αλλά ξεκίνησε τελικά το 2007 από τα Βαλκάνια και την Κύπρο έως τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Αυστρία, την Ισπανία και την Ιταλία. Οι εξαγωγές απαιτούν όμως αυστηρές πιστοποιήσεις και προδιαγραφές για να μπουν στις μεγάλες ανεπτυγμένες αγορές και έτσι ξεκινάει η επένδυση σε αυτό το κομμάτι. Το 2009 αρχίζει η οργανωμένη είσοδος στην αγορά της μαζικής εστίασης με επώνυμα προϊόντα, λανσάροντας την επαγγελματική σειρά κατεψυγμένων αλιευμάτων Kallimanis Food Service. Το 2013 η εταιρεία προχώρησε επίσης σε επένδυση για τον εκσυγχρονισμό του αρχικού της εργοστασίου για την παραγωγή και επεξεργασία νωπής πρώτης ύλης, κυρίως τσιπούρας και λαυρακίου ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, καθώς και γαύρου και σαρδέλας από τις ελληνικές θάλασσες. Στο δεύτερο εργοστάσιό της γίνεται επεξεργασία και τυποποίηση κατεψυγμένων πρώτων υλών ψαριών και μαλακίων.
Στα 400 εκατ. ευρώ η αξία της ελληνικής αγοράς κατεψυγμένων αλιευμάτων
Η ελληνική αγορά των κατεψυγμένων αλιευμάτων άρχισε να συρρικνώνεται στις αρχές της δεκαετίας, με την παραγωγή να υποχωρεί με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 4%-5% και την κατανάλωση με διπλάσια ταχύτατα, της τάξης του 8%. Αυτά μέχρι το 2015, οπότε και οι αυξήσεις στον ΦΠΑ, σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική αβεβαιότητα, επιδείνωσαν τα μεγέθη της. Η μετάταξη πολλών ειδών διατροφής το καλοκαίρι του 2015 από τον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ του 13% στο 23% και αργότερα η αύξησή του στο 24% προκάλεσε μείωση της ζήτησης για πολλά τρόφιμα. Οι πωλήσεις κατεψυγμένων τροφίμων εν γένει το 2016 μειώθηκαν κατά 6,9% σε αξία. Η συχνότητα κατανάλωσης αλιευμάτων έχει υποχωρήσει σημαντικά καθώς οι καταναλωτές επιλέγουν πιο σπάνια το ψάρι σε εβδομαδιαία βάση και αυτό περιλαμβάνει και τα κατεψυγμένα, εξηγούν παράγοντες της αγοράς. Εξαίρεση αποτελεί ακόμα η περίοδος της Σαρακοστής. Σύμφωνα με σχετική μελέτη της ICAP Group, ο τομέας της επεξεργασίας και συσκευασίας-τυποποίησης κατεψυγμένων αλιευμάτων στη χώρα μας χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αρκετών, μεσαίου κυρίως μεγέθους, επιχειρήσεων. Οι οργανωμένες μονάδες συστηματικής βιομηχανικής παραγωγής επώνυμων προϊόντων είναι λίγες σε αριθμό, ωστόσο συγκεντρώνουν μεγάλο κομμάτι της εγχώριας παραγωγής. Ομως στην αγορά υπάρχουν και πολλά εισαγόμενα προϊόντα κατεψυγμένων αλιευμάτων που διακινούνται από αρκετές επιχειρήσεις.
Η πιο αναλυτική μελέτη για τα οικονομικά μεγέθη του κλάδου έγινε πριν από μία δεκαετία, όταν ο οργανισμός προώθησης εξαγωγών, σήμερα μονάδα του Enterprise Greece, επιχείρησε να βοηθήσει τις ελληνικές επιχειρήσεις να «μαρκετάρουν» τα προϊόντα τους στο εξωτερικό. Ετσι χαρτογραφήθηκε ο κλάδος των κατεψυγμένων αλιευμάτων και διαπιστώθηκε πως απαρτίζεται από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα εισαγωγής, εμπορίας, παραγωγής, επεξεργασίας, τυποποίησης, εξαγωγής και διακίνησης αυτών στην αγορά. Το σύνολο του κλάδου απαρτιζόταν, όπως και σήμερα, από λίγες μεγάλες επιχειρήσεις που πραγματοποιούν τα 2/3 του συνολικού κύκλου εργασιών του κλάδου και πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ο ετήσιος όγκος παραγόμενων και εισαγόμενων προϊόντων προσέγγιζε τις 100.000 τόνους προϊόντων. Ο μεγαλύτερος αριθμός των εταιρειών εντάσσεται στον τομέα της δευτερογενούς μεταποίησης και εμπορίας, ενώ η συνολική αξία της διακινούμενης ποσότητας κατεψυγμένων αλιευμάτων –είτε μέσα από το κανάλι του οργανωμένου λιανεμπορίου είτε από τα ευρύτερα κανάλια της αγοράς– εκτιμάται ότι ανέρχεται περίπου στο ύψος των 400 εκατομμυρίων ευρώ. Ο κλάδος ασχολείται κατά κύριο λόγο με το φυσικό κατεψυγμένο αλίευμα, το οποίο διακρίνεται σε 4 βασικές κατηγορίες: ψάρια ολόκληρα, ψάρια φέτες – φιλέτα, μαλάκια & μαλακόστρακα. Στον ίδιο κλάδο εντάσσονται, επίσης, και τα παραγόμενα προϊόντα προστιθέμενης αξίας, τα οποία έχουν ως βάση το αλίευμα."