Τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την κατάταξη των πιστωτών, περιλαμβάνει διάταξη του πολυνομοσχεδίου με τα προαπαιτούμενα για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης, που κατατέθηκε στη Βουλή.
Όπως αναφέρεται στο πολυνομοσχέδιο, μετά το άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προστίθεται νέο άρθρο 977A, με τίτλο «Σειρά κατάταξης υπερπονομιούχων, προνομιούχων και μη».
Οι προτεινόμενες ρυθμίσες αφορούν τον τρόπο με τον οποίο ικανοποιούνται οι δανειστές σε περίπτωση επίσπευσης πλειστηριασμού σε βάρος του οφειλέτη. Ειδικότερα, προτείνεται ένας νέος τρόπος κατάταξης των απαιτήσεων, ο οποίος τίθεται σε παράλληλη ισχύ με τον προβλεπόμενο στο άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Ο νέος αυτός τρόπος έχει αυστηρά οριοθετημένο και σαφέστατα διακριτό πεδίο εφαρμογής από αυτό του άρθρου 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Συγκεκριμένα, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις καταλαμβάνουν αποκλειστικώς, όσες απαιτήσεις γεννηθούν εξ ολοκλήρου μετά την έναρξη ισχύος του οικείου άρθρου και, για την εξασφάλιση των οποίων έχει συσταθεί ενέχυρο ή υποθήκη επί μη βεβαρημένου κατά την ανωτέρω ημερομηνία πράγματος.
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις θα πρέπει συντρέχουν σωρευτικώς.
Σύμφωνα με τις προτεινόμενες διατάξεις, όσες από τις ρυθμιζόμενες απαιτήσεις προκύψουν πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, και εφόσον αφορούν μη καταβληθέντες μισθούς έως έξι μηνών από παροχή εξαρτημένης εργασίας και έως του ποσού που ισούται ανά μήνα οφειλόμενου μισθού και ανά εργαζόμενο με το νόμιμο κατώτατο μισθό υπαλλήλου άνω των 25 ετών επί 275%, ικανοποιούνται προνομιακά πριν από κάθε άλλη απαίτηση (υπερ-προνόμιο) και μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτέλεσης.
Όπως επισημαίνεται, «η ανάγκη η οποία δικαιολογεί τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, είναι η εξής: Το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο απολήγει σε διαφορετικό τρόπο διανομής του προϊόντος του πλειστηριασμού με κριτήριο το αν και ποιες απαιτήσεις συρρέουν κάθε φορά, ενώ το τελικό ποσό το οποίο πρόκειται να διανεμηθεί, υπολογίζεται σε ποσοστά επί του προϊόντος αυτού. Με βάση το συγκεκριμένο μοντέλο διανομής, οι δανειστές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν με ασφάλεια εκ των προτέρων το μερίδιο το οποίο τους αναλογεί σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Το γεγονός αυτό, πέραν της ανασφάλειας δικαίου που προκαλεί, επηρεάζει την προστατευτική των απαιτήσεων λειτουργία που υπηρετούν οι εμπράγματες ασφάλειες, καθώς και την απόφαση των δανειστών ως προς το ύψος της πίστωσης το οποίο θα χορηγήσουν. Το ύψος της πίστωσης, λόγω της ανασφάλειας, υπολείπεται λογικώς της αξίας του πράγματος επί του οποίου συστήνεται η εμπράγματη ασφάλεια.