Οι αναλυτικοί πίνακες που δημοσιεύονται στο παράρτημα της ετήσιας έκθεσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επιτρέπουν τη σύγκριση βασικών οικονομικών δεικτών της Ελλάδας με τους αντίστοιχους των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης και φυσικά δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Έχουμε πλέον ανάπτυξη (με βάση τα στοιχεία του 2017) αλλά είναι η μικρότερη στην Ευρωζώνη με αποτέλεσμα η ψαλίδα με τις υπόλοιπες χώρες μέλη να ανοίγει ολοένα και περισσότερο.
Πρακτικά, είμαστε η μοναδική χώρα μέλος με μικρότερο ΑΕΠ σήμερα συγκριτικά με αυτό που είχε καταγραφεί πριν την 1/1/2002, ημερομηνία μετάβασης από τα εθνικά νομίσματα στο κοινό. Για όσους μάλιστα υποστηρίζουν ότι «ανάπτυξη να’ ναι και ας είναι και μικρότερη από την αντίστοιχη των υπόλοιπων χωρών» τα αναλυτικά στοιχεία είναι επίσης ανησυχητικά. Τα νοικοκυριά δεν μετέχουν προς το παρόν σε αυτή τη διαδικασία επιστροφής στο θετικό πρόσημο. Η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει καθηλωμένη στα τάρταρα κάτι που συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Ελληνικό προνόμιο είναι και το… ροκάνισμα της αποταμίευσης καθώς ο Έλληνας είναι ο μοναδικός που εξακολουθεί να τρώει από τα έτοιμα προκειμένου να επιβιώσει.
Τα στοιχεία για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης αποκαλύπτουν την πραγματικότητα: το ΑΕΠ μπορεί να αυξήθηκε το 2017 (και μάλιστα με τον ισχυρότερο ρυθμό από τότε που μπήκε η Ελλάδα στα μνημόνια) ωστόσο αυτό δεν φτάνει στην βάση.
Η επίδοση της Ελλάδας όσον αφορά στην ιδιωτική κατανάλωση ήταν η χειρότερη μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωζώνης για το 2017. Η αύξηση ήταν οριακή (μόλις 0,1%) με τον μέσο όρο των χωρών μελών της Ευρωζώνης να ανέρχεται στο 1,6%. Σε καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης δεν υπήρξε μεταβολή μικρότερη του +1%. Όσον αφορά στην ανάκαμψη των νοικοκυριών και γενικότερα της ιδιωτικής οικονομίας ξεχωρίζουν η Κύπρος (σ.σ η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης έφτασε στο +4,2%) και η Μάλτα (επίσης 4,2%) ενώ στην Λετονία το ποσοστό ήταν ακόμη υψηλότερο (+5,1%). Στον κατάλογο των χωρών με τις χειρότερες επιδόσεις ξεχωρίζουν το Βέλγιο (+1,1%) και η Γαλλία (+1,1%).
Πώς προήλθε η ανάπτυξη χωρίς τα νοικοκυριά; Βοήθησε η ανάκαμψη των επενδύσεων και των εξαγωγών όχι όμως και η αποταμίευση η οποία ήταν επίσης αρνητική για μια ακόμη χρονιά. Η στατιστική της ΕΚΤ σταματά στο 2016 και δείχνει ότι η αποταμίευση υποχώρησε σε ποσοστό 6,8% επίδοση μακράν η χειρότερη στην Ευρωζώνη στην οποία μάλιστα υπήρξε αύξηση της αποταμίευσης σε ποσοστό 12,1% κατά μέσο όρο. Αρνητικό για την αποταμίευση δεν ήταν μόνο το 2016. Ήταν και το 2015 (με ρυθμό 5,4%) και το 2014 (με ρυθμό 3,6%) και το 2013 (με ρυθμό 4,7%).
Η Ελλάδα είχε τον μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης σε ολόκληρη την Ευρωζώνη για το 2017 όπως προκύπτει από την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η επίδοση του 1,4% είναι σαφώς μικρότερη από τον μέσο όρο των χωρών μελών ο οποίος διαμορφώθηκε στο 2,3% για την περυσινή χρονιά. Την αμέσως χειρότερη επίδοση μετά την Ελλάδα είχε η Ιταλία (+1,5%) ενώ ακολούθησε το Βέλγιο (+1,7%) και η Γαλλία (+1,8%). Από τους ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης είχαν η Μάλτα (+6,6%), η Σλοβενία (+5%) η Λετονία (+4,5%) αλλά και η Εσθονία (+4,9%). Η Ελλάδα, λόγω και της πολυετούς ύφεσης έχει και τη μικρότερη μεταβολή στο ΑΕΠ της κατά την περίοδο 1999-2017. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν έχει πρακτικά επιστρέψει στα επίπεδα της δραχμής καθώς από το 1999 μέχρι σήμερα το ΑΕΠ έχει μεταβληθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό μόλις 0,3%. Το αμέσως χειρότερο ποσοστό είναι στην Ιταλία (0,4%) και στην Πορτογαλία (0,8%).
Μάλιστα στο άρθρο του "thetoc" τονίζετααι ότι το αποτέλεσμα των συγκεκριμένων επιδόσεων όσον αφορά στη μεταβολή του ΑΕΠ ήταν η διεύρυνση των ανισοτήτων ακόμη και μετά το 2013 που άρχισε να σταθεροποιείται η κατάσταση στην Ελλάδα. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ του 2013, ήταν στα 19.700 ευρώ μες τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στα 30 χιλιάδες ευρώ και το 2016 ήταν στα 19.900 ευρώ με το μέσο όρο της Ευρωζώνης να έχει αυξηθεί στα 31.700 ευρώ.