Επιπλέον μέτρα 4+5 δισ. ευρώ, απώλεια ΑΕΠ τουλάχιστον 22 δισ. και απώλεια 400.000 δυνητικών θέσεων εργασίας θα στοιχίσουν στην οικονομία και τους πολίτες η λήξη του μνημονίου και τα πρώτα χρόνια της αυστηρής εποπτείας, λόγω της «περήφανης διαπραγμάτευσης» του 2015!
Εκτός από τα μέτρα των 14,5 δισ. ευρώ που έχουν συμφωνηθεί από το 2015 έως το 2020, υπολογίζεται ότι στη διετία 2021-2022 θα απαιτηθούν νέες προσαρμογές τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ, προκειμένου να επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Έτσι, εκτός από τη μείωση των συντάξεων το 2019 και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου το 2020, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης έχουν ζητήσει πρόσθετα μέτρα που για την τετραετία 2019-2022, τα οποία εκτιμώνται στα 10 δισ. ευρώ και έχουν να κάνουν με αυξήσεις φόρων στην περιουσία, κατάργηση φοροαπαλλαγών, αλλά και περαιτέρω μείωση δαπανών με έμφαση στις συντάξεις και τους μισθούς του δημόσιου τομέα.
Καταλυτικός παράγοντας για το υψηλό κόστος υπαγωγής της Ελλάδας στο καθεστώς επιτροπείας τονίζει το "Παρασκήνιο" είναι η πορεία της ανάπτυξης. Ήδη, κατά την τετραετία 2015-2018, η οικονομία στερήθηκε από τουλάχιστον 9 μονάδες ανάπτυξης, δηλαδή περίπου 17 δισ. ευρώ, ενώ υπολογίζεται ότι από το 2019 έως το 2022 η πορεία του ΑΕΠ θα είναι 1,0-1,5 μονάδες χαμηλότερα σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις που είχαν επισημοποιηθεί στο τέλος του 2014. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στην τετραετία 2019-2022 θα έχουμε σωρευτικά μειωμένους ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ 4-6 εκατοστιαίων μονάδων, δηλαδή 7-12 δισ. Δηλαδή από την… περήφανη διαπραγμάτευση του 2015 έως και το 2022 θα έχει χαθεί δυνητικό ΑΕΠ που κυμαίνεται από 22-27 δισ. ευρώ και αντιστοιχεί στη… μη δημιουργία περίπου 400.000 θέσεων εργασίας! Σημειώνεται ότι για κάθε μία μονάδα αύξησης του ΑΕΠ ή περίπου 1,8 δισ. ευρώ, δημιουργούνται 35.000 νέες θέσεις εργασίας. Για τον λόγο αυτόν εξακολουθούν να είναι δυσοίωνες οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την πορεία της ανεργίας, που σύμφωνα με τις σημερινές συνθήκες δεν αναμένεται να πέσει στο 10% πριν από το 2030!
Αλλάζει το πλάνο για τη ρύθμιση του χρέους
Η περιορισμένη ανάπτυξη θέτει σε νέα βάση το ζήτημα της ρύθμισης του ελληνικού χρέους, προκαλώντας αλυσιδωτές παρενέργειες σε επίπεδο μέτρων αύξησης των δημοσίων εσόδων αλλά και μείωσης των δαπανών.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Π», κυρίως το ΔΝΤ και το Βερολίνο προσανατολίζονται σε ένα πιο επιθετικό σχέδιο ρύθμισης του χρέους σε σχέση με αυτό που είχε εισηγηθεί ακόμη και ο τέως υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε! Κοινή είναι η πεποίθηση ότι οι αριθμοί δεν βγαίνουν και μάλιστα έχουν γίνει πιο δυνατές οι φωνές μέσα στους κόλπους των δανειστών που θεωρούν ότι η Ελλάδα χωρίς πρόγραμμα στήριξης και χωρίς «μαξιλάρι» ασφαλείας από τον Ιούλιο του 2019, δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει μια νέα πιθανή αναταραχή στις διεθνείς αγορές. Ταυτόχρονα, η πρόβλεψη για αύξηση του χρέους στα 350 δισ. φέτος, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις για χαμηλότερη ανάπτυξη ακόμη και κατά μία εκατοστιαία μονάδα, αλλάζει όλα τα δεδομένα στο σχέδιο ρύθμισης για τις επόμενες δεκαετίες. Μάλιστα, σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο, το 2023 το δημόσιο χρέος θα έχει υποχωρήσει μόλις στο 165% του ΑΕΠ, ενώ στο πρόγραμμα του 2014 αναφερόταν ότι το συγκεκριμένο έτος θα διαμορφωνόταν λίγο πάνω από το 100%!
Οι εταίροι-δανειστές έχουν καταστήσει σαφές προς την Ελλάδα ότι είναι αδιαπραγμάτευτη η διαμόρφωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% έως το 2022 και στο 3% από το 2023 και μετά, καθώς σε διαφορετική περίπτωση τινάζεται στον αέρα το θέμα της ρύθμισης του χρέους έως το 2050. Έτσι, θέτουν βέτο και στα λεγόμενα αντίμετρα που έχει σχεδιάσει η κυβέρνηση. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι οι εταίροι και κυρίως το ΔΝΤ εκτιμούν πως από το 2023 και μετά η ανάπτυξη θα υποχωρήσει σταθερά κάτω από το 2%, γεγονός που θα προκαλέσει νέους… μπελάδες στην ομαλή εκτέλεση του σχεδίου για τη ρύθμιση του χρέους. Ταυτόχρονα, πριν από μερικές ημέρες το ΔΝΤ έριξε νέα… βόμβα, μιλώντας για την ανάγκη αύξησης των εσόδων της γενικής κυβέρνησης κατά 10 δισ., τα οποία φέτος αναμένεται να διαμορφωθούν στα 89,18 δισ., ενώ το 2022 πρέπει να ανέλθουν στα 95,7 δισ. και στο τέλος του 2023 στα 96,148 δισ. ευρώ.
Το μεγάλο βάρος από την πλευρά των δανειστών δίνεται στη διετία 2021-2022, καθώς εκφράζονται φόβοι ότι ακόμη και αν επιτευχθούν οι στόχοι στα έσοδα, θα χρειαστεί νέο «μαχαίρι» στις δαπάνες, οι οποίες προβλέπεται να ανέλθουν στο τέλος της πρώτης τετραετίας της σκληρής εποπτείας στα 101,2 δισ. ευρώ! Σημειωτέον ότι οι αγορές αναμένουν ξεκάθαρες αποφάσεις προκειμένου να γνωρίζουν σε βάθος… δεκαετιών την πορεία του χρέους και της ανάπτυξης και η ανησυχία στους κόλπους των δανειστών σχετίζεται με την τεράστια καθυστέρηση ή την αναποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η διαφωνία με την ελληνική κυβέρνηση, η οποία κάνει… άλλους λογαριασμούς έχοντας στραμμένο το βλέμμα στις επόμενες εκλογές, προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγει την υπογραφή νέων μέτρων. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα μέτρα αυτά αναμένεται να περιληφθούν με ποσοτικούς στόχους στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα της περιόδου 2019-2022, το οποίο πρέπει να έχει ψηφιστεί έως το τέλος του τρέχοντος μηνός…