Το τέλος χαρτοσήμου είναι ένας φόρος που επιβάλλεται σε αρκετές συναλλαγές για τις οποίες καταρτίζεται έγγραφο στην Ελλάδα. Επίσης, χαρτόσημο επιβάλλεται και σε συναλλαγές οι οποίες αποδεικνύονται από εγγραφές στα λογιστικά βιβλία επιτηδευματιών, καθώς και στην έγγραφη εξόφληση συμβάσεων, οι οποίες δεν χαρτοσημάνθηκαν κατά την κατάρτισή τους.
Δεν υπάγονται σε χαρτόσημο οι συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ (π.χ. πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών) ή οι συμβάσεις για τις οποίες οφείλεται φόρος μεταβίβασης ακινήτων, φόρος γονικής παροχής, δωρεάς ή κληρονομίας κ.λπ., και γενικά κάθε σύμβαση η οποία απαλλάσσεται ρητά του τέλους χαρτοσήμου (π.χ. μεταβιβάσεις μετοχών).
Οι «αστικές συμβάσεις», δηλαδή οι συμβάσεις που δεν έχουν εμπορικό χαρακτήρα, υπόκεινται συνήθως σε αναλογικό χαρτόσημο (συν εισφορά υπέρ ΟΓΑ) 3,6%, ενώ οι «εμπορικές συμβάσεις» υπάγονται σε χαρτόσημο 2,4%.
Το χαρτόσημο υπολογίζεται συνήθως επί της χρηματικής αξίας της προς χαρτοσήμανσης σύμβασης ή συναλλαγής. Εμπορικές είναι οι συμβάσεις που καταρτίζονται
- μεταξύ εμπόρων-φυσικών προσώπων,
- μεταξύ εμπορικών εταιρειών,
- μεταξύ εμπόρων-φυσικών προσώπων και εμπορικών εταιρειών,
- μεταξύ ΑΕ ή ΕΠΕ και οποιουδήποτε τρίτου π.χ. και με ιδιώτη (πλην του Δημοσίου).
Οι πιο συνήθεις και γνωστές περιπτώσεις συναλλαγών που υπάγονται σε χαρτόσημο κατά την "Καθημερινή" είναι τα δάνεια (πλην των τραπεζικών και ομολογιακών), οι αναλήψεις και καταθέσεις μετόχων εταίρων κ.λπ. (που υπόκεινται σε χαρτόσημο 1,2%), η εκχώρηση απαιτήσεων, η αναδοχή και η άφεση χρέους, η εγγύηση, οι μισθώσεις ακινήτων, οι συμβάσεις συμβιβασμού και συμψηφισμού, οι αποδείξεις εν γένει κ.λπ. Γενικά, κάθε συναλλαγή πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά, καθώς υπάρχει μεγάλη περιπτωσιολογία και αρκετές εξαιρέσεις ή ειδικές ρυθμίσεις (π.χ. ενδέχεται μια μίσθωση ακινήτου να υπάγεται σε ΦΠΑ).
Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι το χαρτόσημο αφορά έγγραφες συμβάσεις ή συναλλαγές που προκύπτουν από τα βιβλία επιτηδευματιών. Για παράδειγμα, δεν οφείλεται χαρτόσημο σε δάνειο μεταξύ ιδιωτών για το οποίο δεν καταρτίσθηκε έγγραφο (ούτε εκδόθηκε εξοφλητική απόδειξη).
Το χαρτόσημο επιβαρύνει όποιον συμβαλλόμενο έχουν συμφωνήσει οι αντισυμβαλλόμενοι στη σύμβασή τους, ενώ εάν δεν έχει γίνει σχετική πρόβλεψη στο συμφωνητικό, τον συμβαλλόμενο που έχει συμφέρον να λάβει την εξοφλητική απόδειξη (οφειλέτη). Σε ορισμένες περιπτώσεις ρυθμίζει ο ίδιος ο νόμος ποιο μέρος φέρει το βάρος του χαρτοσήμου.
Εναντι του Δημοσίου, υπόχρεοι για την απόδοση (καταβολή) του χαρτοσήμου είναι και οι δύο αντισυμβαλλόμενοι, εκτός εάν ένας από αυτούς οφείλει να εκδώσει το σχετικό φορολογικό στοιχείο (π.χ. απόδειξη) οπότε τότε υπεύθυνος είναι αυτός. Γενικά, το χαρτόσημο αποδίδεται στις φορολογικές αρχές εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία κατάρτισης της σχετικής σύμβασης ή όπως καθορίζεται στις ειδικότερες διατάξεις του νόμου, για τη διευκόλυνση των συναλλαγών.
Παραγραφή του χαρτοσήμου
Μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), ήτοι έως τις 31/12/2013, η παραγραφή του Δημοσίου για επιβολή τελών χαρτοσήμου ήταν 20ετής, καθόσον δεν υπήρχε διάταξη που να ρυθμίζει ειδικότερο χρόνο παραγραφής και συνεπώς η σχετική αξίωση υπέκειτο στην κατά το άρθρο 249 του Αστικού Κώδικα εικοσαετή παραγραφή. Στην περίπτωση αυτή, βέβαια, γεννάται το ζήτημα της δυνατότητας ελέγχου πολύ παλαιών χρήσεων, δεδομένου ότι η υποχρέωση για τη διαφύλαξη των βιβλίων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις είναι κατά κανόνα για μια πενταετία.
Μετά την 1/12014 ισχύουν και στο χαρτόσημο η πενταετής παραγραφή και οι λοιπές διατάξεις του άρθρου 36 του ΚΦΔ.
Οι φορολογούμενοι, και κυρίως οι επιχειρήσεις, πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στα θέματα τελών χαρτοσήμου, καθώς συχνά από τις εγγραφές στα βιβλία τους (ή από έγγραφες συμβάσεις) προκύπτουν συναλλαγές που εμπίπτουν σε χαρτόσημο, π.χ. δάνεια, ταμειακές διευκολύνσεις, τρεχούμενοι δοσοληπτικοί λογαριασμοί κ.λπ. Συχνά δε τα ποσά των σχετικών εγγραφών είναι πολύ υψηλά, με αποτέλεσμα να συνεπάγονται μεγάλη φορολογική επιβάρυνση και τσουχτερά πρόστιμα.
Αν και έχει τεθεί εδώ και χρόνια η ανάγκη της κατάργησης των τελών χαρτοσήμου, καθόσον προφανώς δεν συνάδουν με τη σύγχρονη ηλεκτρονική εποχή (η επιβολή τους βασίζεται σε ένα Προεδρικό Διάταγμα του 1937), οι ηγεσίες του υπ. Οικονομικών δεν έχουν λάβει έως τώρα τη γενναία απόφαση, δεδομένου ότι το χαρτόσημο αποτελεί μια σημαντική και «εύκολη» πηγή εσόδων, οφείλεται δε ακόμη και όταν μια επιχείρηση είναι ζημιογόνα.