Μία από τις πλέον συγκλονιστικές υποθέσεις στα ελληνικά χρονικά, αυτή της δολοφονίας της 4χρονης Άννυ, θα αναβιώσει στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της Αθήνας στις 26 Σεπτεμβρίου 2018.
Δύο περίπου χρόνια μετά την πρωτόδικη απόφαση που έκρινε ομόφωνα ένοχους για την αποτρόπαια δολοφονία τον πατέρα της άτυχης μικρής και έναν φίλο του, καταδικάζοντάς τους, χωρίς κανένα ελαφρυντικό, σε ισόβια κάθειρξη, οι πρωταγωνιστές της συνταρακτικής αυτής υπόθεσης θα καθίσουν και πάλι στο εδώλιο.
Η δολοφονία της μικρής μέσα στο διαμέρισμα- σφαγείο της Μιχαήλ Βόδα, τον Απρίλιο του 2015, από τον ίδιο της τον πατέρα αλλά και η αποκάλυψη ότι οι δύο άνδρες τεμάχισαν και εξαφάνισαν το πτώμα για να μην αφήσουν ίχνη σόκαρε.
Για ημέρες οι αρχές αναζητούσαν το κοριτσάκι, την εξαφάνιση του οποίου δήλωσαν οι γονείς του, χωρίς ωστόσο κανείς να μπορεί να φανταστεί τη φρίκη που έκρυβε πίσω της η ιστορία της άτυχης Άννυ. Το κουβάρι της υπόθεσης άρχισε να ξετυλίγεται όταν οι γονείς, Βουλγαρικής καταγωγής, έπεσαν σε αντιφάσεις τόσο για το παιδί, όσο και για την ζωή τους.
Οι περιγραφές που ήρθαν από τα χείλη του ίδιου του πατέρα κατά τη διάρκεια της απολογίας του «πάγωσαν». Ο νεαρός άνδρας, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, αν και ισχυρίστηκε πως δεν σκότωσε το παιδί το οποίο, όπως είπε, πέθανε από παθολογικά αίτια, παραδέχτηκε πως το τεμάχιζε για περίπου τρία 24ωρα και ενώ έκανε χρήση ναρκωτικών. Οι λεπτομέρειες ανατριχιαστικές καθώς ο κατηγορούμενος είπε, απολογούμενος, πως δεν έβρασε τα μέλη του παιδιού, όπως αναφερόταν στην κατηγορία, αλλά τα ανακάτεψε με μαγειρεμένο φαγητό και τα πέταξε στα σκουπίδια, με τη βοήθεια του συγκατηγορούμενου φίλου του. Άλλωστε, σ’ εκείνον απέδωσε και την ιδέα του τεμαχισμού του 4χρονου κοριτσιού που, σύμφωνα με την εκτίμηση του ιατροδικαστή, έγινε ενώ ήταν ακόμη ζωντανό.
«Δεν έχω σκοτώσει το παιδί. Λυπάμαι γι αυτό που έχω κάνει. Ζητώ απ’ όλους συγγνώμη και ιδιαίτερα από τη γυναίκα μου γιατί εκείνη, μέχρι σήμερα, δεν πιστεύει ότι έχω σκοτώσει το παιδί» είπε απευθυνόμενος στο δικαστήριο, στο εδώλιο του οποίου καθόταν και η μητέρα της Άννυ, η οποία τελικά καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 ετών, με αναστολή, για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης ανηλίκου σε κίνδυνο. Η νεαρή γυναίκα, η οποία τις μοιραίες εκείνες ημέρες έλειπε στο εξωτερικό, ισχυρίστηκε πως ουδέποτε θεώρησε πως η κόρη της κινδύνευε δίπλα στον πατέρα της. Ωστόσο, όταν εξαφανίστηκε το παιδί σκέφτηκε πως είχε πέσει θύμα απαγωγής, μετά από πρωτοβουλία του συγκατηγορούμενου της και φίλου του συντρόφου της.
«Δεν μου είχε δώσει ποτέ την εντύπωση πως η Άννυ μαζί του κινδύνευε» είπε αναφερόμενη στον σύντροφό της, συμπληρώνοντας πως ήθελε να είναι με τη μικρή και να της δώσει μία καλύτερη ζωή. Για το λόγο αυτό, ισχυρίστηκε, είχε αποφασίσει να μετακομίσει με την κόρη της στη Γερμανία, όπου σκόπευε να παντρευτεί μ’ έναν Γερμανό και να σταματήσει να εργάζεται σε οίκους ανοχής.
Η εισαγγελέας της έδρας ζήτησε την απαλλαγή της γυναίκας αλλά κατακεραύνωσε τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές, τους οποίους χαρακτήρισε ψυχρούς εκτελεστές ενός εγκλήματος «τραγικότερου κι από αυτό της Ιφιγένειας».
«Νηφάλιοι, με παγερή σκέψη, σχεδίασαν πως θα εξαφανίσουν την Άννυ από προσώπου γης. Από κοινού το σχεδίασαν και το εκτέλεσαν» είπε με απόλυτη βεβαιότητα η εισαγγελική λειτουργός στην αγόρευση της, ζητώντας την καταδίκη τους. Είναι ξεκάθαρο πως στόχος του τεμαχισμού της μικρής ήταν «η εξαφάνιση του τρόπου που πέθανε η Άννυ… Ο λόγος που το σπίτι έγινε σφαγείο είναι για να αποκρύβει πως πέθανε η Άννυ», είπε χαρακτηριστικά.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο αποφάνθηκε κατά το "flashnews", πως οι δύο βασικοί κατηγορούμενοι από κοινού διέπραξαν τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της περιύβρισης νεκρού, χωρίς τη συμμετοχή αγνώστου δράστη.
Ο πα-τέρας της Άννυ καταδικάστηκε, πρωτόδικα, σε ισόβια και 3,5 χρόνια για τη δολοφονία και τον τεμαχισμό της μικρής και τα αδικήματα της παράνομης οπλοκατοχής και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία. Ισόβια και 3 χρόνια, επέβαλαν οι δικαστές στο νεαρό συγκατηγορούμενό του, για τη δολοφονία και τον τεμαχισμό της 4χρονης και για παράνομη οπλοκατοχή.