Σε επιθετική συρρίκνωση του δικτύου των καταστημάτων και κατ' επέκταση του προσωπικού τους οδηγούνται οι τράπεζες το 2019. Η πολιτική της σταθερής αλλά λελογισμένης μείωσης των λειτουργικών εξόδων που εφαρμόζουν τα τελευταία χρόνια όλες οι τράπεζες δεν επαρκεί πλέον.
Τα αποτελέσματα του β' τριμήνου που ανακοίνωσαν την προηγούμενη εβδομάδα παρουσίασαν εικόνα σοβαρών πιέσεων στα κέρδη προ προβλέψεων. Πρόκειται για το κρίσιμο μέγεθος στις οικονομικές καταστάσεις που διέσωζε τις τράπεζες έναντι των αναλυτών, καθώς τους έδινε τη δυνατότητα να παίρνουν προβλέψεις για να ξεφορτώνουν με ζημίες τα προβληματικά δανειακά χαρτοφυλάκια.
Τα έσοδά τους συρρικνώνονται, καθώς η πιστωτική επέκταση τα τελευταία χρόνια είναι σταθερά αρνητική και ταυτόχρονα οι τράπεζες εφαρμόζουν προγράμματα συρρίκνωσης των δραστηριοτήτων τους με πωλήσεις θυγατρικών κ.λπ.
Επιπλέον το "newmoney.gr" αναφέρει πως, οι οικονομικές συνθήκες δεν ευνοούν την αύξηση του όγκου των εργασιών, αφού οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας είναι ασθενικοί. Είναι ενδεικτικό ότι το β' τρίμηνο, κατά την ΕΛ.ΣΤΑΤ., η ανάπτυξη διαμορφώθηκε στο 1,8% έναντι 2,5% στο α' τρίμηνο.
Η υποχώρηση των κερδών προ προβλέψεων από 12% έως και 25% κάνει ορατό τον κίνδυνο να μη βγαίνουν οι προϋπολογισμοί των τραπεζών. Τα μπάτζετ βάσει των οποίων κινούνται οι σχεδιασμοί τους έχουν συμφωνηθεί με τις εποπτικές αρχές. Στους συγκεκριμένους προϋπολογισμούς βασίζονται όλη η στρατηγική και η λειτουργία των τραπεζών και σε αυτούς αποτυπώνονται οι κίνδυνοι που αναλαμβάνουν, η εξέλιξη των κεφαλαίων τους, οι υποθέσεις για το μέλλον και βάσει αυτών αξιολογήθηκαν από την εποπτεία με τα stress tests.
Κρίσιμο το 2019
Με δεδομένη τη δέσμευση στην προσπάθεια μείωσης των προβληματικών δανείων και το κεφαλαιακό κόστος που αυτή συνεπάγεται, τυχόν σημαντικές αποκλίσεις από τα μπάτζετ εγείρουν για τις τράπεζες ζήτημα νέας ανακεφαλαιοποίησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία α' εξαμήνου, τα προ προβλέψεων έσοδα της Alpha ενισχύθηκαν, της Eurobank παρέμειναν επί της ουσίας αμετάβλητα σημειώνοντας πτώση μικρότερη της μονάδας, της Εθνικής υποχώρησαν κατά 43% και της Πειραιώς κατά 53%. Οσον αφορά στα λειτουργικά έσοδα, αφαιρουμένων των επαναλαμβανόμενων λειτουργικών εξόδων, η Εurobank βελτίωσε οριακά τα έσοδα κατά 1,3%, στην Alpha μειώθηκαν κατά 10,7%, στην Πειραιώς κατά 12% και στην ΕΤΕ κατά 44%.
Σε μεγάλο βαθμό η εικόνα που παρουσίασαν τα οικονομικά αποτελέσματα εξαμήνου με τη συρρίκνωση των εσόδων θεωρείται από τους αναλυτές ότι πυροδότησε -σε συνδυασμό με την αναταραχή στις αναδυόμενες αγορές- το πρόσφατο sell off των τραπεζικών μετοχών στο Χρηματιστήριο. Η πίεση στα έσοδα που δημιουργείται επειδή οι τράπεζες δεν έχουν νέες πηγές να εισπράττουν τις υποχρεώνει, εκτός από την έμφαση στη συνέχιση των πλειστηριασμών και την πώληση πακέτων προβληματικών δανείων, να προχωρήσουν σε επιθετικές μειώσεις στο δίκτυο για να περικόψουν σημαντικά τα έξοδά τους. Ηδη οι τράπεζες κλείνουν συνεχώς υποκαταστήματα, ενώ μειώνουν σταθερά το προσωπικό τους εφαρμόζοντας αλλεπάλληλα προγράμματα εθελούσιας εξόδου. Μόνο φέτος η Αlpha και η Πειραιώς ολοκλήρωσαν προγράμματα εθελουσίας, ενώ η Εθνική Τράπεζα έχει σε εξέλιξη σχετικό πρόγραμμα.
Η McKinsey, η Oliver Wyman και γενικότερα όλοι οι σύμβουλοι που κατά καιρούς έχουν ασχοληθεί με τις ελληνικές τράπεζες υποδεικνύουν ως ιδανικό μέγεθος δικτύου με τα σημερινά δεδομένα τα 200 καταστήματα, ενώ στην πιο ακραία εκδοχή ο αριθμός τους ανεβαίνει στα 300 καταστήματα. Καμία ελληνική τράπεζα δεν ανταποκρίνεται σήμερα σε αυτό το μέγεθος. Η Πειραιώς διαθέτει 574, η ΕΤΕ 540, η Αlpha 440 και η Eurobank 350. Mια προσαρμογή των δικτύων στα σημερινά δεδομένα της αγοράς θα σήμαινε ότι οι τράπεζες πρέπει να κλείσουν συνολικά περί τα 700 καταστήματα. Χωρίς οι αριθμοί να είναι ακριβείς, εκτιμάται ότι η συρρίκνωση των δικτύων θα προκαλέσει απώλειες περίπου 5.500 θέσεων εργασίας στα υποκαταστήματα και άλλων 4.000 από τις υπηρεσίες υποστήριξης του δικτύου.
Δεν αποδίδει η εθελουσία
Το πρόβλημα είναι ότι πλέον τα προγράμματα εθελουσίας δεν αποδίδουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Μέχρι σήμερα έχουν εφαρμοστεί πολλές φορές και οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας έχουν μειωθεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό, ενώ η συντριπτική πλειονότητα είναι νεότεροι που δεν έχουν διάθεση να αποχωρήσουν. Επιπλέον, συνήθως στις εθελούσιες αποχωρούν οι ικανοί που επωφελούνται από τα οικονομικά κίνητρα και μπορούν επιτυχώς και εύκολα να αναζητήσουν αλλού εργασία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το προσεχές διάστημα οι τράπεζες θα προχωρήσουν στην εφαρμογή και νέων προγραμμάτων. Ωστόσο, με αμφίβολη την αποτελεσματικότητα των εθελουσιών, οι δυνατότητες που τους απομένουν είναι δύο: η μία είναι να πουλήσουν δραστηριότητες ή τμήματα μαζί με το προσωπικό και η άλλη να κάνουν απολύσεις.
Οι απολύσεις, όμως, και μάλιστα σε τόσο μεγάλη κλίμακα, δεν είναι ούτε απλή, ούτε εύκολη υπόθεση. Είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν κοινωνικές αντιδράσεις και ότι τα σωματεία θα απαντήσουν δυναμικά. Επίσης, αντιδράσεις θα υπάρξουν και σε πολιτικό επίπεδο. Με τη συρρίκνωση των εσόδων να απειλεί σοβαρά τους προϋπολογισμούς των τραπεζών, η σύγκρουση για τον δραστικό περιορισμό των δικτύων την επόμενη διετία είναι αναπόφευκτη.
Αν ανοίξει νέος κύκλος ανακεφαλαιοποιήσεων, πιθανόν να επανέλθει και κίνδυνος bail in, ενώ θα τοποθετηθούν νέες διοικήσεις που θα κληθούν να εφαρμόσουν δραστική μείωση του προσωπικού. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το έργο των νέων διοικήσεων θα είναι ευκολότερο καθώς θα υλοποιηθεί στη σκιά της νέας δοκιμασίας που θα έχουν γνωρίσει η οικονομία και η κοινωνία. Η συρρίκνωση των εσόδων, πάντως, είναι πρόβλημα που πέραν της συγκυρίας προκαλείται και από το τυποποιημένο γραφειοκρατικό μοντέλο που έχει εφαρμοστεί στις ελληνικές τράπεζες με αφαίρεση κάθε στοιχείου επιχειρηματικότητας.