Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
gkoul@naftemporiki.gr
Το έργο «Frozen» της Bryony Lavery παρουσιάζεται στο «Από Μηχανής» Θέατρο [Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο]. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό θρίλερ που αποτελείται από τρία πορτραίτα: Ενός serial killer, μιας δικαστικής ψυχιάτρου και μιας μητέρας που η κόρη της είναι ένα από τα θύματα του δολοφόνου.
Υπάρχει οίκτος για έναν κατά συρροή δολοφόνο παιδιών; Μπορεί μια μάνα να συγχωρέσει τον δολοφόνο του παιδιού της; Μπορεί μια ψυχίατρος να μας οδηγήσει μέσα από επιστημονικά μονοπάτια στην κατανόηση της παθολογίας ενός κατά συρροή δολοφόνου; Πώς αντέχουν αυτοί οι τρεις άνθρωποι και ξεπερνούν τον πόνο τους; Η δύναμη της συγχώρησης είναι το κλειδί; Ή μήπως φοβούνται μην παραδοθούν εντελώς στην οργή, την εκδίκηση και την οδύνη; Ο Σωτήρης Χατζάκης σκηνοθετεί το «Frozen» και ερμηνεύει τον Ραλφ. Τον κατά συρροή δολοφόνο παιδιών. Μιλήσαμε μαζί του.
Λίγα λόγια σας για το «Frozen»;
«Το “Frozen”, είναι ένα σκοτεινό παραμύθι, μια ιστορία για την κακοποίηση, τη βία, το έγκλημα, μία αντανάκλαση της ζωής σε τρία διαφορετικά κάτοπτρα, που είναι οι ήρωες του έργου. Ο κατά συρροή δολοφόνος, η μητέρα ενός εκ των θυμάτων, η ψυχίατρος που “ταξιδεύει” στην ψυχή του εγκληματία. Τρεις θεάσεις των ιδίων γεγονότων, που συγχρωτίζουνε ετερότητες σε μία πολυσήμαντη και, τελικά, ώριμη ταυτότητα. Αυτή της αυτογνωσίας».
Γιατί επιλέξατε να σκηνοθετήσετε το συγκεκριμένο έργο και, μάλιστα, να πρωταγωνιστήσετε σ’ αυτό; Τι ήταν αυτό που σας προσέλκυσε;
«Το έργο με γοήτευσε γιατί είναι βαθιά επηρεασμένο από τους Έλληνες τραγικούς και ειδικότερα τον Ευριπίδη. Η μορφή του είναι λιτή, με σοφή και διαυγή πλέξη και με αρχιτεκτονική που αξιοποιεί τη δυναμική των διαλόγων και την ενδοχώρα των μονολόγων. Παίζω στο “Frozen” στο πλαίσιο της απόφασής μου να επιστρέψω στο κέντρο του θεατρικού σύμπαντος, που είναι ο ηθοποιός. Αυτό ξεκίνησε με το “Ημερολόγιο ενός τρελού” του Γκόγκολ στο Ίδρυμα Κακογιάννης, μετά με τον Σοστακόβιτς, στο Μέγαρο Μουσικής. Στη διαδρομή αυτή, δεν αντιμετώπισα δυσκολίες γιατί και τις σκηνοθεσίες μου, απ’ την πλευρά, πρωτίστως, του ηθοποιού τις έβλεπα».
Χρειάστηκε να μελετήσετε το προφίλ που παρουσιάζουν, συνήθως, οι serial killers; Ανατρέξατε σε επιστημονικά κείμενα ψυχολόγων και ψυχιάτρων;
«Βεβαίως και μελέτησα γιατί το έργο, ξετυλίγοντας τον χαρακτήρα του ήρωα που υποδύομαι, μπαίνει σε καθαρά ιατρικά χωράφια. Άρα δεν χωρούσε καμία αόριστη προσέγγιση. Η πρόβα απαίτησε επιστημονικό σύμβουλο και αυτός ήταν ο Ηλίας Βλάχος που μας έδωσε χρήσιμες πληροφορίες, για την ψυχική δομή του ρόλου. Διάβασα, επίσης, προσεκτικά ελληνικές και διεθνείς μελέτες για τα θέματα της παιδοφιλίας, της σεξουαλικής κακοποίησης και της εγκληματικής βίας». Υπήρξε κάποια δυσκολία σε προσωπικό επίπεδο, ως προς την απόδοση του ρόλου -π.χ. μέσα από αρνητικά ή αντιφατικά συναισθήματά σας και σκέψεις για τον Ραλφ;
«Προσωπικά, με ταράζει οτιδήποτε αφορά στη βία και ειδικότερα στην κακοποίηση παιδιών. Είναι σαν να σκοτώνουμε τον αγνισμό του κόσμου. Όμως, η δουλειά μου είναι να έρχομαι σε επαφή με τις εκδοχές της ανθρώπινης περιπέτειας που είναι οι θεατρικοί ρόλοι. Δεν δικάζω, κατανοώ. Αισθάνομαι και ερευνώ, ψάχνω τις αιτίες, δεν αρκούμαι στην τιμωρία της παραβατικότητας. Η πραγματική ταυτότητα είναι αυτή που αντέχει την επαφή με την ετερότητα, τη διαφορετικότητα του άλλου. Κανείς δεν αναπτύσσεται έγκλειστος, εν εαυτώ». Σας βρίσκουμε και στη σκηνοθεσία της θεατρικής παράστασης «Λωξάντρα» στο θέατρο Βεάκη. Λίγα λόγια για τη σκηνοθετική σας προσέγγιση; Και κάποιο σχόλιό σας για τη συνεργασία σας με τον Γιώργο Αρμένη;
«Η σκηνοθεσία είδε το έργο της Ιορδανίδου σαν μια μεγάλη τοιχογραφία σαράντα χρόνων του Ελληνισμού της Πόλης, από το 1874 έως το 1914. Αφηγήθηκα την ιστορία με αρχή, μέση, τέλος, με ευκρίνεια και σεβασμό στα νοήματα και τη δραματουργική μορφολογία του κειμένου. Το έργο ξεκινά με κεντρομόλες δυνάμεις, σε μία οικογένεια που γλεντά, ονειρεύεται, χορεύει. Η ευγονία, τα φαγητά, τα τραγούδια σιγά σιγά θα υποχωρήσουν, η τάση θα γίνει φυγόκεντρη και το αιώνιο παιχνίδι της απώλειας θα πολλαπλασιάζει τους νεκρούς και θα μειώνει τους ζωντανούς. Χρησιμοποιώντας μια οντολογική μεταφυσική, η Λωξάντρα -η έξοχη ηθοποιός Ελένη Κοκκίδου- θα ενώσει τον πάνω με τον κάτω κόσμο, τους ζωντανούς με τους νεκρούς, δημιουργώντας υψηλές ποιότητες πνευματικότητας και αξιοπρέπειας. Ένας ρόλος που διατρέχει τους δύο κόσμους είναι αυτός του Δημητρού, συζύγου της Λωξάντρας. Τον υποδύεται ο Γιώργος Αρμένης. Με τον Γιώργο έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές. Επίδαυρος, “Θεσμοφόρια”, “Όρνιθες”, μετά το “Μεγάλο μας τσίρκο” με τον Σταύρο Ξαρχάκο και αλλού. Είναι για μένα πρότυπο ηθοποιού και ανθρώπου του θεάτρου. Προερχόμενος από τη μεγάλη σχολή του Καρόλου Κουν, κουβαλά με αυστηρό και αδιαπραγμάτευτο ήθος τις αρχαίες παραδόσεις της τέχνης του ηθοποιού και διδάσκει σε όποιον ρόλο και να βρίσκεται» Κάποια σκέψη σας για τη χρονιά που έφυγε;
«Ήταν μια ωραία χρόνια γιατί είμαστε υγιείς, ζούμε και δημιουργούμε. Ο ζόφος της οικονομικής κρίσης, ο σπαραγμός της μετανάστευσης ή της ανεργίας των νέων, η φτωχοποίηση, η απαξίωση των συνταξιούχων, προσωπικά με πεισμώνουν και συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου, με προσήλωση, στην παραγωγή πολιτισμού. Η πνευματικότητα λείπει από τα εφόδια του λαού μας και πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι από την έλλειψή της οδηγηθήκαμε στα γνωστά μαρτύρια».
Και μια ευχή σας για τη νέα χρονιά;
«Εύχομαι ο πολιτισμός να συμβάλλει στη ανάπτυξη της Ελλάδας».
Ταυτότητα Παράστασης: Μετάφραση: Αννίτα Δεκαβάλλα, σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης, σκηνικά-κοστούμια: Έρση Δρίνη, φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη, μουσική επιμέλεια: Σωτήρης Χατζάκης, βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Κυριακού.
Ερμηνεύουν: Σωτήρης Χατζάκης, Έφη Μουρίκη, Δέσποινα Κούρτη.