Ο Μητροπολίτης Προύσης Ελπιδοφόρος, μέλος της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου και καθηγούμενος της Ι. Μονής Αγίας Τριάδας της Χάλκης, εξελέγη από την Αγία και Μεγάλη Ιερά Σύνόδο στο Φανάρι νέος Αρχιεπίσκοπος Αμερικής.
Στα 52 του χρόνια, ο Μητροπολίτης Προύσσης, είναι καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, επισκέπτης καθηγητής στην περίφημη Σχολή Τιμίου Σταυρού στην Βοστώνη και καθηγούμενος στην Αγία Τριάδα στην Χάλκη. Οι άνθρωποι που τον γνωρίζουν μιλούν για το χάρισμα της επικοινωνίας με το ποίμνιο των πιστών και τον σύγχρονο τρόπο αντίληψης των πραγμάτων με τις αρχές και τις πανανθρώπινες αξίες της ορθόδοξης πίστης, καθώς και τον χαρισματικό τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται ζητήματα που άπτονται τόσο του θρησκευτικού όσο και του κοσμικού φάσματος.
Το βιογραφικό του
Ο κ. Ελπιδοφόρος θεωρείται ένας από τους πιο έμπιστους του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και γνωρίζει άριστα τη φύση του έργου που καλείται να αναλάβει και να υπηρετήσει. Γεννημένος στo Μακρυχώρι Κωνσταντινουπόλεως στις 28 Νοεμβρίου 1967, αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης το 1991. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1994 και Πρεσβύτερος στις 20 Μαρτίου 2005 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Υπηρέτησε ως Κωδικογράφος (1994-1995), Υπογραμματέας (1995-2005) και Αρχιγραμματέας (2005-2011) της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το 1993 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Βόννης υποβάλλων επί τούτω διατριβή υπό τον τίτλο «Οι αδελφοί Νικόλαος και Ιωάννης Μεσαρίτης». Διάκονος χειροτονήθηκε το έτος 1994 στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, διορισθείς, εν συνεχεία, Κωδικογράφος της Ιεράς Συνόδου. Το επόμενο έτος 1995 διορίστηκε Υπογραμματέας Ιεράς Συνόδου.
Μεταξύ των ετών 1996-1997 φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου, όπου βελτίωσε τη γνώση της αραβικής γλώσσας. Το έτος 2001 υπέβαλε διδακτορική διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης υπό τον τίτλο: «Η έναντι της Συνόδου της Χαλκηδόνος στάσις του Σεβήρου Αντιοχείας» και αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Θεολογίας με τον βαθμό άριστα.
Το έτος 2004 προσκλήθηκε ως επισκέπτης καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, όπου δίδαξε επί ένα εξάμηνο. Τον Μάρτιο του έτους 2005, κατόπιν προτάσεως του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου προήχθη υπό της Ιεράς Συνόδου εις Αρχιγραμματέα αυτής, χειροτονηθείς εις Πρεσβύτερον από τον Πατριάρχη στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου.
Το έτος 2009 η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης τον εξέλεξε ομόφωνα ως Αναπληρωτή Καθηγητή της Συμβολικής και των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, ενώ υπέβαλλε, μεταξύ άλλων, δύο υφηγεσίες υπό τους τίτλους: «Ο θεσμός της Συνάξεως Ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου (1951-2004)» και «Οι ενενήντα πέντε Θέσεις του Λουθήρου. Ιστορικοθεολογική θεώρηση – Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια». Από το 2011 υπηρετούσε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ως αναπληρωτής καθηγητής, όπου διδάσκει Συμβολική, Διορθόδοξες και Διαχριστιανικές Σχέσεις.
Τον Μάρτιο του έτους 2011 εξελέγη εν ενεργεία Μητροπολίτης Προύσης, ενώ τον Αύγουστο του ιδίου έτους διορίσθηκε Ηγούμενος της εν Χάλκη Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίας Τριάδος.
Το 2018 στις εγκαταστάσεις της οποίας στεγάζεται η ιστορική Θεολογική Σχολή της Χάλκης, εκλέχτηκε ομόφωνα τακτικός καθηγητής από τους καθηγητές του Τμήματος Ποιμαντικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Για την ακαδημαϊκή εξέλιξη στην ανώτατη ακαδημαϊκή βαθμίδα του τακτικού καθηγητή, ο Μητροπολίτης κ. Ελπιδοφόρος μεταξύ άλλων, υπέβαλε προς κρίση και το γνωστό του πόνημα με τίτλο «Πρώτος άνευ ίσων (Primus sine paribus)», όπου υποστηρίζει ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν είναι ίσος στην πράξη με τους άλλους προκαθημένους, αφού έχει έκτακτες διοικητικές ευθύνες που προέρχονται από την ιδιότητά του ως προέδρου των Πανορθόδοξων Σωμάτων.
Ο Ελπιδοφόρος συνέγραψε και ένα άλλο επίκαιρο βιβλίο με θέμα την Εκκλησία της Ουκρανίας σε τρεις γλώσσες: την Ελληνική, την Αγγλική και την Ουκρανική. Σημειώνεται ότι την αγγλική μετάφραση χρηματοδότησαν οι Άρχοντες του Οικουμενικού Πατριαρχείου του τάγματος του Αγίου Ανδρέα εν Αμερική έπειτα από εισήγηση του πρωτοπρεσβυτέρου Αλέξανδρου Καρλούτσου.