Ρεπορτάζ: Θανάσης Γκαβός
Τη θέσπιση υπερφιλόδοξων στόχων για το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής αναγννώρισε ως λάθος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ο Πολ Τόμσεν, μιλώντας το βράδυ της Δευτέρας σε εκδήλωση στο London School of Economics με τίτλο «Το ΔΝΤ και η ελληνική κρίση: Μύθοι και πραγματικότητες»
Ο Δανός οικονομολόγος, νυν επικεφαλής του τμήματος Ευρώπης του ΔΝΤ, στάθηκε ακόμα ιδιαίτερα στη διαχρονική έλλειψη πολιτικής στήριξης του προγράμματος στην Ελλάδα, στη συνεχιζόμενη ανάγκη περικοπής των συντάξεων «σε βιώσιμα επίπεδα» και μείωσης του ορίου αφορολόγητου εισοδήματος, ενώ διατύπωσε και μία «αβεβαιότητα» για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αν και αναγνώρισε ότι δεν είναι ένα θέμα που απασχολεί αυτή τη στιγμή τους επενδυτές.
Ο κ. Τόμσεν είπε αρχικά αναφερόμενος στους υπολογισμούς του Ταμείου για το ελληνικό ΑΕΠ: «Το 2010 υποθέσαμε ότι η Ελλάδα θα χρειαζόταν οκτώ χρόνια για να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα. (...) Το αποτέλεσμα ήταν πολύ χειρότερο. Σήμερα, σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι ακόμα 22% κάτω από το προ κρίσης επίπεδο. Αν χρησιμοποιήσουμε την πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα πάρει έως το 2031 για να επιστρέψει η Ελλάδα στα προ κρίσης επίπεδα. Αν πάρουμε την πρόβλεψη του ΔΝΤ θα πάρει δυο-τρία χρόνια περισσότερο. Άρα σαφώς έχουμε πολλές εξηγήσεις να δώσουμε».
Έκανε στη συνέχεια λόγο για υψηλές δαπάνες για τις συντάξεις, επισημαίνοντας ως πρόβλημα ότι οι μεταρρυθμίσεις για τη μείωσή τους ανατράπηκαν τα χρόνια μετά από τη φορολογική μεταρρύθμιση του 2016 και τη λήξη του προγράμματος διάσωσης.
Συνέχισε λέγοντας ότι το αφορολόγητο όριο σε σχέση με το μέσο μισθό είναι πάνω από δυόμισι φορές υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν το 60% των μισθωτών στην Ελλάδα εξαιρούνται από τη φορολογία εισοδήματος, ποσοστό δραματικά υψηλότερο από το 20% του μέσου όρου στην ΕΕ.
«Θεμελιωδώς, η Ελλάδα συνεχίζει να προσφέρει επίπεδα συντάξεων συγκρίσιμα με αυτά των πλουσιότερων ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς τα ίδια επίπεδα φορολόγησης της μεσαίας τάξης», παρατήρησε ο κ. Τόμσεν. «Νομίζουμε ότι είναι κρίσιμο για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη η Ελλάδα να κάνει αυτές τις φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, όχι για να τρέχει υψηλότερα πλεονάσματα, το τονίζω αυτό, αλλά για να βρει πόρους για να επενδύσει και να προσφέρει καλύτερες βασικές υπηρεσίες και για να χαμηλώσει τους φόρους», συμπλήρωσε.
Συνεχισε λέγοντας ότι συχνά το Ταμείο κατηγορείται αδίκως, μεταξύ άλλων και από τις ελληνικές αρχές, ότι εισηγείτο περισσότερη λιτότητα. Όπως είπε, αυτό είχε προκαλέσει έναν εκνευρισμό εντός του ΔΝΤ ήδη από το 2012, όταν, έστω καθυστερημένα, το Ταμείο τασσόταν υπέρ χαμηλότερων πλεονασμάτων. Σημείωσε ότι οι ελληνικές αρχές τότε είχαν την τάση να συνταχθούν με τους Ευρωπαίους για υψηλότερα πλεονάσματα, «για να εντυπωσιάσουν τις ευρωπαϊκές χώρες για την ελληνική αποφασιστικότητα».
Πρόσθεσε ότι ο εκνευρισμός αυτός έγινε πολύ μεγαλύτερος τα τελευταία χρόνια όταν οι εκκλήσεις για φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις παρουσιάζονταν ως αιτήματα για περαιτέρω λιτότητα, την ώρα που στην πραγματικότητα στόχο είχαν τη δημιουργία χώρου για δαπάνες σε αναπτυξιακά μέτρα.
«Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση εσκεμμένα επιδίωξε υπεραπόδοση έναντι του φιλόδοξου στόχου του 3,5% που συμφώνησε με τους Ευρωπαίους, για να τους δείξει ότι δε χρειαζόταν να κάνει αυτές τις δύσκολες φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις», σχολίασε ο Πολ Τόμσεν.
Σημείωσε ότι αναγνωρίστηκε «σχετικά γρήγορα» από το Ταμείο η ανάγκη για αλλαγή των ελληνικών δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών ώστε να είναι πιο αργή η δημοσιονομική προσαρμογή και παραδέχθηκε ότι «αυτή η ανάγκη για αναθεωρήσεις προς τα κάτω ίσως συνέβαλε στην απογοήτευση και στην κόπωση που άρχισαν να γίνονται εμφανείς». Πρόσθεσε ότι «υπό αυτή την έννοια, η υποτίμηση του πολλαπλασιαστή ίσως συνέβαλε στην όλο και πιο βαθιά κρίση, που σύντομα άρχισε να πλήττει την εμπιστοσύνη και την οικονομική απόδοση».
Συμπλήρωσε όμως ότι «η ρίζα αυτής της κρίσης είναι βαθύτερη και δεν μπορεί να εξηγηθεί απλώς με την υποτίμηση των πολλαπλασιαστών - σε αντίθεση με άλλες κρίσεις σε άλλες χώρες υπήρχε μία θεμελιώδης έλλειψη ευρείας πολιτικής στήριξης για το πρόγραμμα από την αρχή».
Απέδωσε, ωστόσο, ευθύνες και στους Ευρωπαίους για μειούμενη πολιτική στήριξη προς την Ελλάδα και για αμφιβολίες που υπήρχαν για τη δυνατότητα της χώρας να παραμείνει στην ευρωζώνη.
«Θεμελιωδώς, θα έλεγα ότι η ελληνική κρίση ήταν τόσο, αν όχι και περισσότερο, πολιτική όσο και οικονομική κρίση», συμπέρανε ο Πολ Τόμσεν, μιλώντας για αδυναμία του ελληνικού πολιτικού συστήματος και των θεσμών διαμόρφωσης οικονομικής πολιτικής, καθώς και για ισχύ των δυτικών συμφερόντων και ελαττώματα στην αρχιτεκτονική του ευρώ.
«Κοιτάζοντας πίσω, θα έλεγα ότι ήμασταν πολύ αισιόδοξοι» πρόσθεσε, αναφερόμενος στην ικανότητα, στο βαθμό και στο χρονικό περιθώριο προσαρμογής που αναμενόταν από την Ελλάδα. Αναφέρθηκε ενδεικτικά στην αρχική εκτίμηση περί επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος 5%-6% του ΑΕΠ ή περί είσπραξης 50 δισεκατομμυρίων ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις. «Αποδείχθηκαν πολύ αισιόδοξες εκτιμήσεις στην ελληνική πραγματικότητα», σχολίασε.
Ο κ. Τόμσεν υπερασπίστηκε επίσης τη διάσωση του 2010 παρά τη δημιουργία υπέρογκου χρέους για την Ελλάδα, καθώς δεν υπήρχε σύστημα αποτροπής εξάπλωσης της κρίσης στην ευρωζώνη. Παραδέχθηκε ότι μέτρησε πολύ και η ανάγκη αποσόβησης του συστημικού ρίσκου.
Σημείωσε δε ότι το ελληνικό PSI του 2012 ήταν «σκληρό» και «έσπασε ρεκόρ». Σχολίασε ότι αν το PSI είχε γίνει νωρίτερα, από το 2010, αν και δε θα έκανε μεγάλη διαφορά για το χρέος, ίσως είχε μειώσει την αίσθηση της αδικίας από τη διάσωση ξένων πιστωτών. Σημείωσε όμως ότι το 2010 δεν υπήρχε ESM και κατάλληλα προγράμματα δράσης από την ΕΚΤ για να αποτρέψουν τη διάχυση της κρίσης.
Είπε, εξάλλου, ότι έχει ακόμα ανησυχίες πως κάποια στιγμή αυτό το «βουνό» του ελληνικού χρέους θα επιβαρύνει τη θέση της Ελλάδας στις αγορές. «Υπάρχει μια αβεβαιότητα σε βάθος χρόνου», σχολίασε, αν και παραδέχθηκε ότι το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους ίσως να μην είναι πλέον τόσο μεγάλο όσο ήταν.
Στο πλαίσιο αυτό εξήρε την «εντυπωσιακή» προσήλωση των Ευρωπαίων στην Ελλάδα και την εξίσου «εντυπωσιακή» προσήλωση της Ελλάδας στο να κάνει ό,τι χρειάζεται για να «ξεκλειδώσει» αυτή την ευρωπαϊκή στήριξη. «Καταλαβαίνω γιατί οι επενδυτές εκεί έξω δεν ανησυχούν τόσο πολύ για τη βιωσιμότητα του χρέους», συμπλήρωσε ο κ. Τόμσεν.
Θέτοντας στον εαυτό του το ερώτημα τι θα έκανε διαφορετικά, είπε ότι δεν υπολόγισε πόσο θα πολιτικοποιούταν το ζήτημα του χρέους και για αυτό θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το ΔΝΤ έπρεπε να επιδιώξει μία δέσμευση από τους πιστωτές να παραχωρήσουν ελάφρυνση χρέους υπό τη μορφή κουρέματος. «Δεν το κάναμε. Δεν εγείραμε το θέμα», είπε.
Κατέληξε λέγοντας ότι ενώ έχει αποκατασταθεί ένας σημαντικός βαθμός μακροοικονομικής σταθερότητας στην Ελλάδα, εκκρεμούν ακόμα κάποιες θεμελιώδεις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Απαντώντας στη συνέχεια σε ερωτήσεις από το ακροατήριο, ο Πολ Τόμσεν είπε μεταξύ άλλων ότι αυτό που διδάχθηκε από την ελληνική κρίση είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις που επιδιώχθηκε να γίνουν «πρέπει να προέρχονται εκ των έσω» και όχι να επιβάλλονται.
Είπε επίσης ότι θέση του ΔΝΤ, αν και δεν είναι θέμα που το αφορά πλέον, ήταν και είναι πως μεσοπρόθεσμα χρειάζονται χαμηλότεροι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Εκτίμησε, εξάλλου, ότι δεν είναι της παρούσης το να τεθεί ζήτημα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Τέλος, ξεχώρισε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου και την ομάδα του ως εκείνους που έκαναν ορισμένες «γενναίες» μεταρρυθμίσεις, ενώ σε ερώτημα για το ποιος φαντάζεται ότι θα ενσάρκωνε τον ίδιο στην ταινία του Κώστα Γαβρά με βάση το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, είπε χαριτολογώντας ότι στο γραφείο του λένε ονόματα ηθοποιών που ειδικεύονται στο ρόλο του κακού. Ο ίδιος πάντως δήλωσε «βαρετός γραφειοκράτης» που δεν έχει θέση σε ένα τέτοιο σενάριο.