Σήμερα η εφημερίδα Guardian δημοσίευσε την ιστορία δύο πόλεων. Όχι το αριστούργημα του Ντίκενς, αλλά την ιστορία δύο διαφορετικών κόσμων, που συνυπάρχουν στην ίδια μητρόπολη, στη χτυπημένη από τον κορονοϊό Νέα Υόρκη, όπου τα θύματα της επιδημίας είναι πλέον περισσότερα από τα θύματα της 11ης Σεπτεμβρίου.
Κάνοντας μια μακάβρια σύγκριση, οι συντάκτες του άρθρου μάς πληροφορούν ότι ως σήμερα έχουν καταγραφεί 3.602 θάνατοι από κορονοϊό, μόνο στα νοσοκομεία της Νέας Υόρκης (όσοι πεθαίνουν σπίτι τους δεν καταμετρούνται στις στατιστικές), ενώ οι νεκροί στους Δίδυμους Πύργους ήταν 2.753.
Ωστόσο σκοπός του ρεπορτάζ δεν είναι να συγκρίνει τον «αόρατο εχθρό» του Covid-19 με την τρομοκρατική απειλή, αλλά να αναδείξει όπως γράφει «τις σοκαριστικές ανισότητες» στην πόλη σύμβολο του ανεπτυγμένου καπιταλισμού.
Πολλά έχουν ειπωθεί αυτές τις μέρες για το πώς ο ιός από μόνος του δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους, μαύρους και λευκούς, πρόσφυγες και γηγενείς, αλλά χτυπάει αδιακρίτως και τυφλά. Πολλά έχουν επίσης γραφτεί και ειπωθεί για τις ταξικές αντιθέσεις που γίνονται πιο έντονες εξαιτίας της πανδημίας, το πώς δεν είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στην ασθένεια.
Κάποιοι μπορούν να ταμπουρωθούν στις βίλες τους, με όσες προμήθειες θέλουν και να έχουν πρόσβαση σε προσωπικούς γιατρούς και ιδιωτικά τεστ, ενώ άλλοι στριμώχνονται σε ανήλιαγα διαμερίσματα ή άθλιους καταυλισμούς, μετακινούνται με μέσα μαζικής μεταφοράς και είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στους κινδύνους της μόλυνσης.
Μία από τις πιο ενδεικτικές φράσεις που αποτυπώνει εύγλωττα τη διαφορά αυτών των δύο κόσμων, που ζουν μαζί και χωριστά στην ίδια πόλη, ανήκει στον εκλεγμένο Συνήγορο του Πολίτη της Νέας Υόρκης, o oποίος είναι ο δεύτερος στην ιεραρχία μετά το δήμαρχο της πόλης.
«Ο κορονοϊός έχει αποκαλύψει τις δύο κοινωνίες της Νέας Υόρκης. Η μία κοινωνία είχε τη δυνατότητα να κλειστεί στα εξοχικά της στα Χάμπτονς (παραθεριστικός προορισμός των προνομιούχων στρωμάτων), να δουλεύει από το σπίτι και να της παραδίδουν τα τρόφιμα στην πόρτα. Η άλλη κοινωνία κρίθηκε ως "απαραίτητοι εργαζόμενοι" και εξαναγκάστηκαν να πηγαίνουν στις δουλειές τους, χωρίς προστασία».
Τι επαγγέλματα κάνουν οι «απαραίτητοι», αυτοί που δεν έχουν την πολυτέλεια να αποσυρθούν στα αριστοκρατικά προάστια, δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς: Νοσοκόμες-οι, εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες και στην καθαριότητα, οδηγοί φορτηγών, υπάλληλοι σε καταστήματα τροφίμων. Στην συντριπτική τους πλειονότητα, σχεδόν το 80%, είναι Αφροαμερικανοί και Λατίνοι, πληρώνονται με την κατώτερη μισθολογική κλίμακα, ενώ λόγω φτώχειας, ρατσισμού, ανθυγιεινών συνθηκών εργασίας και διαβίωσης και ελλιπούς πρόσβασης στην περίθαλψη υποφέρουν συχνότερα από χρόνιες παθήσεις όπως άσθμα, διαβήτη, καρδιοπάθειες και είναι πιο ευάλωτοι αν νοσήσουν από κορονοϊό.
Το σημερινό άρθρο της Guardian δεν είναι το πρώτο ούτε το μοναδικό που εστιάζει σε μια κατά τα άλλα πασιφανή αλήθεια, ότι η υγειονομική κρίση, όπως άλλωστε και η οικονομική κρίση που προηγήθηκε και η νέα που θα προκύψει, χτυπάει δυσανάλογα τους πιο φτωχούς και εκμεταλλευόμενους.
Στη Γαλλία, οι συνάδελφοι της 52άχρονης Αϊσά Ισαντουνέν, ταμία στα σούπερ μάρκετ Carrefour, που έχασε τη ζωή της στις 26 Μαρτίου από κορονοϊό, κρέμασαν ένα λακωνικό πανό για να τιμήσουν τη μνήμη της, έξω από το υποκατάστημα που εργαζόταν 30 χρόνια με ελαστική απασχόληση: «Τα Κέρδη Σας - Οι Νεκροί Μας» (Vos profits. Nos mortes).
Την είδηση ανέδειξε στην Ελλάδα το ΠΑΜΕ, προσθέτοντας ότι οι συνάδελφοι της Αϊσά, που κατέβηκαν σε απεργία στα σούπερ μάρκετ όλης της Γαλλίας, «χρειάστηκαν μόνο 19 γράμματα για να καταγγείλουν το έγκλημα. Λιγότερα ακόμα και από τα γράμματα της αλφαβήτου. Γιατί μερικές φορές τα πολλά λόγια είμαι πολύ φτωχά για να αναδείξουν το μέγεθος του εγκλήματος».
Στις ΗΠΑ ο πιο πρόσφατος καταγεγραμμένος θάνατος εργαζόμενης σε σούπερ-μάρκετ από κορονοϊό, είναι αυτός της 27άχρονης Λεϊλάνι Tζόρνταν.
Η Λεϊλάνι υπέφερε από μια μορφή εγκεφαλικής παράλυσης, αλλά συνέχισε να εργάζεται και μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, για να βοηθήσει τους ηλικιωμένους πελάτες όπως έλεγε, που ψώνιζαν σε υποκατάστημα μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ στο Μέριλαντ. To τελευταίο τσεκ που πληρώθηκε ήταν μόλις 20 δολάρια - περίπου 18 ευρώ.