Η δυσμενής συγκυρία του κορονοϊού κατάπιε, τουλάχιστον ως προς το μέρος των ζωντανών εκδηλώσεων, τη φετινή επέτειο των 250 χρόνων από τη γέννηση του Μπετόβεν. Εκθέσεις, συναυλίες και παραστάσεις προγραμματισμένες από καιρό με περισσή φροντίδα και κόπο ακυρώθηκαν ή αναβλήθηκαν μέχρι νεωτέρας. Απέμεινε, ωστόσο, η δισκογραφία που συνεχίζει την πορεία της ανεπηρέαστη, διαθέτοντας στο εμπόριο ιδιαίτερες εκδόσεις που είχαν ετοιμαστεί μέχρι πρόσφατα. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι στο πεδίο της μπετοβενικής ερμηνευτικής όλα μοιάζει να έχουν λεχθεί εδώ και δεκαετίες. Είναι όντως έτσι, όμως; Από την εποχή που πρωτοπαίχτηκαν τα σημαντικά έργα του Μπετόβεν ουδέποτε έχασαν την απολύτως κεντρική θέση που κατέλαβαν στον πυρήνα του κλασικού ρεπερτορίου. Ετσι, οι εκτελέσεις τους συνεξελίχθηκαν με την αισθητική του ρομαντισμού, ώσπου γύρω στο 1960 κατέληξαν σε ένα ύφος που σήμερα γνωρίζουμε τεκμηριωμένα πως ο Μπετόβεν δεν θ’ αποδεχόταν ότι τον εξέφραζε! Παράλληλα, η παρουσία τους συντρόφεψε την κλασική δισκογραφία σ’ όλη της την πορεία από τις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ στη μεταπολεμική έκρηξή της κατέλαβαν τη μερίδα του λέοντος· οι παλαιότεροι θα θυμούνται την ανοικονόμητη πληθώρα εκδόσεων στην μπετοβενική επέτειο του 1970!
Ομως η α λα Κλέμπερερ βαριά, αργή διεύθυνση, η α λα Κάραγιαν ηδονοθηρική έμφαση στον ωραίο ήχο, στο ατμοσφαιρικό ακρόαμα και στον εκφραστικό υπερθεματισμό, τα τεράστια σύγχρονα πιάνα με τον ρωμαλέο ήχο, το ρευστό φραζάρισμα και την άρθρωση που περιβάλλεται από ηχητική άλω, όλ’ αυτά ήσαν άγνωστα και αντίθετα προς τη μουσική αισθητική της εποχής του κλασικισμού. Ετσι, από τη δεκαετία του 1970 και εξής οι κατακτήσεις της ώριμης ιστορικής ερμηνευτικής σε συνδυασμό με τις εμβαθύνσεις της μουσικολογίας αναπροσανατόλισαν δραστικά την μπετοβενική ερμηνευτική, της χάρισαν νέα πνοή και –απίστευτο αλλ’ όμως αληθινό!– εξακολουθούν να προσφέρουν εξαιρετικούς καρπούς. Αριστο δείγμα τέτοιας σύγχρονης δουλειάς που αξιοποιεί παλαιότερη εμπειρία με γνώση, έμπνευση και μουσικότητα είναι οι πρόσφατες ηχογραφήσεις του πιανίστα Κρίστιαν Μπεζόιντενχουτ με την Ορχήστρα Μπαρόκ του Φράιμπουργκ υπό τον Πάμπλο Χέρας-Κασάντο στην εταιρεία Harmonia Mundi. Οι δυο εκλεκτοί μουσικοί παίζουν το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ.2» (1789/95) και το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ.5, Αυτοκρατορικό» (1811).
Η σύμπραξη ενός Νοτιοαφρικανού σολίστα ολλανδικής καταγωγής και ενός Ισπανού αρχιμουσικού με μια γερμανική ορχήστρα που παίζει σε όργανα εποχής φωτογραφίζει με το πολυεθνικό DNA της την παγκόσμια πλέον οικειοποίηση της μπετοβενικής κληρονομιάς! Βεβαίως ποτέ δεν θα μάθουμε πώς επακριβώς ήχησαν αυτά τα κοντσέρτα όταν πρωτοπαίχτηκαν στη Βιέννη ή τη Λιψία στις αρχές του 19ου αιώνα. Μικρότερες αίθουσες, λιγότερο εξελιγμένα πιάνα με στεγνότερο ήχο, διαφορετικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις εκ μέρους του ακροατηρίου και αδιαπραγμάτευτα επαναστατική μουσικοαισθητική αντίληψη του ίδιου του συνθέτη καθιστούν πρακτικά αδύνατο να ανασυνθέσουμε τις αρχικές εντυπώσεις. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί η απροσδιοριστία της ακριβούς μορφής του ακροάματος αφού, κατά τις γραπτές μαρτυρίες της εποχής, ο Μπετόβεν –ως μέγιστος δεξιοτέχνης πιανίστας– έπαιζε βασιζόμενος σε αδρές σημειώσεις, αυτοσχεδιάζοντας επί τόπου μεγάλο μέρος του κοντσέρτου και μόνον κατά την έκδοσή του, αργότερα, οριστικοποιούσε την παρτιτούρα.
Εχοντας όλα αυτά υπόψη και με εργαλείο τη γνώση και το καλλιεργημένο μουσικό τους ένστικτο σολίστας και αρχιμουσικός ανανεώνουν την εκφραστική γλαφυρότητα των μπετοβενικών κοντσέρτων. Λεπτές διαφοροποιήσεις στην άρθρωση της πιανιστικής παρτιτούρας, γενικώς υψηλές ταχύτητες, αιχμηρή φραστική στο παίξιμο της ορχήστρας, ευφυώς τονισμένες μεταπτώσεις ταχυτήτων, καίριες στίξεις, έκδηλη εκφραστική σύσφιγξη των διαλόγων ανάμεσα στο πιάνο και στην ορχήστρα, όλα αυτά προσδίδουν στη ροή της μουσικής περίσσεια ζωντάνια και, κυρίως, φωτίζουν πειστικά την έμφαση της μπετοβενικής γραφής του κλασικισμού στη δριμύτητα της επεξεργασίας και στο νέο ήθος του συναισθήματος που μετατοπίζεται από τον ηδονισμό και τη διακοσμητικότητα του μπαρόκ στην ηρωικά «μαχητική» διαπραγμάτευση της διαδικασίας. Στο αργό μέρος του «Αυτοκρατορικού», που εδώ παίζεται πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως, το ξετύλιγμα της μακριάς μελωδικής γραμμής –δεν θα την πει κανείς μελωδία– αποκτά μεγαλύτερη συνοχή δείχνοντας προς την κατεύθυνση του Σοπέν!