Η επίδραση της φορολογικής πολιτικής στις κοινωνικές ανισότητες

«Οι φόροι είναι το αντίτιμο που πληρώνουμε για μια πολιτισμένη κοινωνία» (Oliver Wendell Holmes)

Το έργο των οικονομολόγων Emmanuel Saez και Gabriel Zucman, «Ο θρίαμβος της αδικίας: Πώς οι πλούσιοι αποφεύγουν τους φόρους και πώς θα τους κάνουμε να πληρώσουν» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Α.Δ. Παπαγιαννίδη.

Κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι η δομική αλληλεπίδραση φόρων και ανισοτήτων, η οποία αξιοποιείται με στόχο την πλήρη αντιστροφή της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης τάσης, δηλαδή τη χρήση της φορολογίας ως εργαλείου που οξύνει τις ανισότητες στο όνομα της ανάπτυξης, αντί να αναδιανέμει τους πόρους που παράγονται και διανέμονται άνισα στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς.

Το βιβλίο δεν αρκείται στην κριτική εξέταση της διαρκούς συρρίκνωσης της φορολογικής επιβάρυνσης των ευπορότερων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά διατυπώνει συγκεκριμένες προτάσεις για τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών. Οι προτάσεις αυτές βρίσκονται υπό συνεχή διαμόρφωση και, ως βάση αναφοράς τους, εγκολπώνουν την ιστορική αναδρομή, τις στατιστικές έρευνες και τη θεωρητική πλαισίωση.

Η «Θεωρία της Δικαιοσύνης» του εξισωτικού φιλελεύθερου φιλοσόφου John Rawls αποτελεί τη θεωρητική βάση του εγχειρήματος, και, συγκεκριμένα, η δεύτερη αρχή δικαιοσύνης του ρωλσιανού έργου, γνωστή ως «αρχή της διαφοράς», σύμφωνα με την οποία «είναι αποδεκτό να υπάρχουν μόνο εκείνες οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που βελτιώνουν τη θέση των λιγότερο προνομιούχων μελών της πολιτικής κοινωνίας».

Οι συγγραφείς προβαίνουν σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και εύστοχη σύνδεση της φορολογικής πολιτικής με τη δημοκρατική αρχή. Από τη μια πλευρά, εντοπίζουν ένα –ολοένα και πιο διευρυμένο- δημοκρατικό έλλειμμα κατά τη διαβούλευση και τη χάραξη της φορολογικής πολιτικής, καθώς η φορολογία υποτάσσεται στην απόλυτη προτεραιότητα της ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας, δηλαδή στην αναπτυξιακή δυναμική αμιγώς με όρους καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Η μεταπολεμική «χρυσή τριακονταετία» του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος και της φιλελεύθερης δημοκρατίας με όρους κοινωνικού κράτους δικαίου, πάντως, διαψεύδει παταγωδώς τη -δήθεν αυταπόδεικτη- δοξασία περί αμοιβαίου αποκλεισμού ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς τότε συνδυάζονταν οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης με τη μείωση των ανισοτήτων στην κατανομή του «εθνικού προϊόντος».

Από την άλλη πλευρά, η εξόφθαλμη διόγκωση των ανισοτήτων, απότοκο της εγκατάλειψης της προοδευτικής φορολόγησης «ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός», επιτείνει την ανισότητα πρόσβασης των τύποις ίσων προσώπων-πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τον κοινό βίο.

Έτσι, περιορίζει δραστικά το πρακτικό αποτύπωμα της δημοκρατίας, η οποία εξαντλείται σε ένα άψυχο σύνολο θεσμών-διαδικασιών, ενώ το θεσμικό της πλαίσιο θα έπρεπε να νοηματοδοτείται μέσα από την ενσαρκωμένη, καθημερινά αναστοχαζόμενη, συλλογική πρακτική.

Με όρους κοινωνικού συμβολαίου, λοιπόν, η διεύρυνση των ανισοτήτων μέσα από τη διαστρεβλωμένη χρήση του πάλαι ποτέ κατεξοχήν αναδιανεμητικού εργαλείου (φορολογία), διαρρηγνύει τους δεσμούς κοινωνικής αλληλεγγύης και πολιτικής εμπιστοσύνης μεταξύ των κυβερνώντων και των κυβερνώμενων. Κατά συνέπεια, αμφότεροι παύουν να λειτουργούν ως συνδιαμορφωτές της κοινής μοίρας και συμπεριφέρονται ως εν δυνάμει μεγιστοποιητές της προσωπικής (οικονομικά αποτιμητής) ωφέλειας.

Από τη σκοπιά του δημοκρατικού ελέγχου των φορολογικών (αντι)μεταρρυθμίσεων, το βιβλίο διατυπώνει την πεποίθηση ότι πάντοτε διατηρείται ακέραιη η πολιτική αυτονομία και ευθύνη, άρα ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών και των εκλεγμένων αντιπροσώπων στη διαμόρφωση των βασικών αρχών και των λεπτομερειακών ρυθμίσεων του φορολογικού συστήματος.

Συνεπώς, η απορρυθμιστική τάση των τελευταίων 40 ετών («οι πλούσιοι να υπερσυγκεντρώνουν πλούτο και ισχύ και οι φτωχοί να συρρικνώνουν τις προσδοκίες τους») δεν αποτελεί μοιρολατρική συνθήκη, ούτε μπορεί ασφαλώς να ωραιοποιηθεί μέσα από τη δογματική πίστη στον -δήθεν ακλόνητο- «φυσικό» νόμο της διάχυσης της ευημερίας προς τα κάτω (trickle down effect).

Απεναντίας, η δημοκρατική επαγρύπνηση είναι το θεσμικό και κινηματικό αντίδοτο στη «δημιουργική καταστροφή» που εκλείει η επέκταση της αχαλίνωτης αγοράς στο σύνολο των πολιτικών θεσμών και των κοινωνικών πρακτικών. Εξάλλου, οι Saez και Zucman αποδεικνύουν έμπρακτα την προσήλωσή τους στα δημοκρατικά ιδεώδη, από τη στιγμή που το ερευνητικό σχήμα και οι εμπειρικές τους μελέτες είναι ελεύθερα προσβάσιμες σε όλους (στον ιστότοπο taxjusticenow.org) και υπόκεινται σε διαρκή επαναξιολόγηση με συμπερίληψη των επισημάνσεων των αναγνωστών.  

Οι συγγραφείς εντοπίζουν την προϊούσα διατάραξη του δόγματος της οικονομικής ουσίας, «δηλαδή της αρχής που καθιστά παράνομες όλες τις συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται με μοναδικό σκοπό την αποφυγή φόρων», μέσα από τη ραγδαία ανάπτυξη μιας ολόκληρης «βιομηχανίας» συμβουλευτικών υπηρεσιών φοροδιαφυγής.

Πρόκειται για ωμή έκφραση της προσοδοθηρίας των «ραντιέρηδων» (τάση που είχε στηλιτεύσει σφοδρά και ο ίδιος ο Keynes) στο περιβάλλον της ύστερης νεωτερικότητας, δηλαδή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που δεν βασίζονται στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά λειτουργούν ως παρασιτικό κεφάλαιο, το οποίο όχι απλώς υφαρπάζει πόρους από την πραγματική οικονομία, αλλά συνίσταται σε νομιμοφανή τρόπο απόκρυψης εσόδων από τις παραγωγικές ή/και χρηματοπιστωτικές οικονομικές δραστηριότητες.

Η απομάκρυνση της φορολογικής πολιτικής από την αρχή της οικονομικής ουσίας εκδηλώνεται, επιπλέον, με την αποσύνδεση της φορολογικής βάσης από το πραγματοποιούμενο εισόδημα, εφόσον πλέον διαφοροποιούνται ριζικά οι απολαβές από αξιοποίηση κεφαλαίου (ευμενέστερη μεταχείριση) σε σχέση με τις αποδοχές από παροχή εργασίας (δυσμενέστερη μεταχείριση).

Κάτι τέτοιο δεν συνάδει, σε καμία περίπτωση, με τη μορφή του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας στην αστική (βιομηχανική, αλλά και μεταβιομηχανική) κοινωνία, όπου κάθε αγαθό παράγεται και αναπαράγεται μέσα από τη συνέργεια κεφαλαίου και εργασίας, με την ανάγκη να ενισχύεται ο ασθενέστερος πόλος αυτής της οικονομικά συνεργατικής αλλά ταξικά ανταγωνιστικής σχέσης (εργασία).

Η διαρκής απομείωση των φόρων επί του κεφαλαίου και η σταθεροποίηση (αν όχι αύξηση) των φόρων επί της εργασίας έφτασαν στο απόγειό τους με τη φορολογική αντιμεταρρύθμιση του 2018 από τον authoritarian-libertarian Πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump, με τον φορολογικό συντελεστή επί της εργασίας να διαμορφώνεται για πρώτη φορά σε υψηλότερο επίπεδο από τον φορολογικό συντελεστή επί του κεφαλαίου.

Η αύξηση των έμμεσων φόρων κατανάλωσης και των ασφαλιστικών εισφορών, δηλαδή βαρών που επιβάλλονται κατά οριζόντιο τρόπο στα πρόσωπα ή πλήττουν τις δυνάμεις της εργασίας, επιτείνει το πρόβλημα. Η δε παντελής έλλειψη πολιτικής βούλησης για την καθιέρωση φόρων επί του πλούτου ή της περιουσίας, δηλαδή επί των αποταμιεύσεων των δισεκατομμυριούχων, οδηγεί πράγματι σε μια σημαντική αναδιανομή εισοδήματος, άρα και ισχύος, όχι όμως υπέρ των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά χάριν των υπερπλούσιων του πλανήτη.

Έτσι, ο πολυδισεκατομμυριούχος Warren Buffett, κατά ρητή δήλωσή του, φορολογείται με μικρότερο συντελεστή από τη γραμματέα του. Προκειμένου να επανέλθουμε στην τροχιά της προοδευτικής φορολογίας εισοδήματος και εν γένει πόρων, είναι αναγκαία, συνεπώς, η απομάγευση του δήθεν αναπτυξιακού προσήμου της χαμηλής φορολογίας στις προσοδοφόρες επιχειρήσεις και η επανασύνδεση της φορολογίας με τον καταστατικό σκοπό της, δηλαδή την άμβλυνση των ανισοτήτων που προξενεί η απρόσκοπτη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς.

Τέλος, οι συγγραφείς εστιάζουν στο μείζον πρόβλημα της εμπορευματοποίησης της κρατικής κυριαρχίας σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένου οικονομικού ανταγωνισμού. Κυβερνήσεις επιδίδονται σε φορολογικό και περιβαλλοντικό dumping, δηλαδή σε καταστατική υποβάθμιση των θεμελιωδών δικαιοκρατικών εγγυήσεων της βιώσιμης ανάπτυξης, προκειμένου να προσελκύσουν τα κεφάλαια πολυεθνικών επιχειρήσεων, ακόμα και εταιριών χωρίς ορισμένο χαρτοφυλάκιο εμπορικών δραστηριοτήτων.

Στο σημείο αυτό, κατά την ταπεινή μου γνώμη, βρίσκεται και η μοναδική ουσιώδης ατέλεια της εξαιρετικής (απλά διατυπωμένης και άρτια τεκμηριωμένης) ανάλυσης των Saez και Zucman. Σε ένα αναπόδραστα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, οι συγγραφείς φαίνεται να αρκούνται σε χρήσιμες μεν, ανεπαρκείς δε, εθνικές λύσεις (π.χ. καταπολέμηση πρακτικών φοροαποφυγής των πολυεθνικών επιχειρήσεων με μονομερείς ενέργειες των αρμόδιων αρχών των πληττόμενων κρατών), αναφερόμενοι απλώς σε έναν διεθνή συντονισμό διακυβερνητικού χαρακτήρα.

Ενόψει τούτου, απουσιάζει ένα εφικτό, αλλά και οραματικό σχέδιο για τη μείωση των ανισοτήτων όχι μόνο μεταξύ των πολιτών εντός του ίδιου κράτους (με την τόνωση της ισότητας ευκαιριών και αποτελεσμάτων μέσω της καθολικής πρόσβασης στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη, όπως ορθά υποστηρίζουν), αλλά και μεταξύ των κρατών του ανεπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου-υπανάπτυκτου κόσμου.

Πολλές φτωχές χώρες καταφεύγουν σε πρακτικές φορολογικού dumping, μέσω της fast track ίδρυσης offshore εταιριών για την απόκρυψη φορολογικών εσόδων από  τις δημόσιες αρχές των ανεπτυγμένων κρατών, επειδή δεν διαθέτουν κανέναν άλλον τρόπο να χρηματοδοτήσουν στοιχειώδεις πτυχές της κοινωνικής τους πολιτικής.

Επομένως, οι κυρώσεις κατά των κρατών-φορολογικών παραδείσων είναι μεν αναγκαίες, αλλά απαιτείται να συνδεθούν με δημιουργικές δράσεις στην κατεύθυνση της δημοκρατικής αναδόμησης της παγκοσμιοποίησης με όρους πολιτικής ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης σε οικουμενική κλίμακα.

Διαφορετικά, η εκσυγχρονισμένη επιστροφή στην προοδευτική φορολογία όχι μόνο δεν θα αμβλύνει το χάσμα μεταξύ «πατρίκειων» και «πληβείων» εθνών-κρατών, αλλά θα οξύνει έτι περαιτέρω τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της Δύσης και τον ανακλαστικό εθνικισμό των «μη προνομιούχων» στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και κεφαλαίου.

Συνεπώς, η συνεισφορά του βιβλίου είναι αναμφίβολα σπουδαία για την αποκατάσταση των ηθικοπολιτικών και κανονιστικών θεμελίων της φορολογίας (αναδιανομή, ισότητα, ουσιαστική νομιμοποίηση του δημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου), ωστόσο χρήζει επέκτασης, προκειμένου να επιτευχθεί η «από τα κάτω» διαμόρφωση ενός υπερεθνικού πλέγματος δίκαιων κοινωνικών πρακτικών, αρχών και κανόνων.

*ΔΝ Φιλοσοφίας του Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ

 


Πηγή

Σχόλια

To ergasianews.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη και μόνο αυτόν. Παρακαλούμε πολύ να είστε ευπρεπείς στις εκφράσεις σας. Τα σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται, ενώ οι χρήστες που προκαλούν ή υβρίζουν θα αποκλείονται.

Δείτε επίσης

Νέο ρεκόρ για το Bitcoin - «Φλερτάρει» με τα 100.000 δολάρια

Το Bitcoin έχει υπερδιπλασιάσει την αξία του φέτος και έχει αυξηθεί κατά περίπου 45% στις …