ΕΦ.ΣΥΝ.
Σταμάτησε να γυρίζει ταινίες το 1991, τότε που η δεύτερη μεγάλου μήκους του, ο «Δραπέτης», επιλέχτηκε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» στις Κάνες. Κι όμως, το Σάββατο, η είδηση του ξαφνικού θανάτου του στα 75 του χρόνια, από επιπλοκές μιας εγχείρησης καρδιάς, που θα πήγαινε καλά, όλοι τον διαβεβαίωναν γι' αυτό, έκανε την κινηματογραφική κοινότητα να νιώσει ότι χάνει ένα από τα καλύτερα μέλη της.
Γιατί ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, αυτός ο ζωντανός, αισιόδοξος, γεμάτος σχέδια καλλιτέχνης, ήταν πάντα παρών στον χώρο του σινεμά, με τα ξεχωριστά ντοκιμαντέρ του, ενώ και οι παλιές ταινίες του δεν έπαψαν να βλέπονται, να επηρεάζουν τους νεότερους. Τον αποχαιρέτησαν με ειλικρινή, θερμά λόγια το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.
Ενιωσε ότι τον χάνει και ο κόσμος του βιβλίου, γιατί ο Λευτέρης, με την πολυκύμαντη, ανήσυχη πορεία του στον χώρο της τέχνης, έγραφε ποίηση, και καλή, από πολύ νωρίς, κάποια στιγμή μάλιστα οι συλλογές του έγιναν πιο πυκνές από τις ταινίες του. Διανοούμενος, με σκέψη ώριμη, μακριά από πυροτεχνήματα και ακρότητες, άφησε πίσω του ένα έργο με πολλές ψηφίδες, καμιά από τις οποίες δεν είναι δίχως αξία.
Με σπουδές νομικής (που δεν τις τελείωσε ποτέ) και κινηματογράφου (πολλά χρόνια στο Λονδίνο και αργότερα στην Αμερική), ο Λευτέρης Ξανθόπουλος κατάφερε να κάνει αμέσως αισθητή την παρουσία του στο σινεμά με την περίφημη πια τριλογία των ντοκιμαντέρ «Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης» (1976), «Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα» (1978) και «Στα Τουρκοβούνια» (1982). Και σαν να της χρωστούσε ακόμα ένα λιθαράκι, πρόσθεσε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Καλή πατρίδα, σύντροφε» (1986), που χάρισε στον ίδιο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και μουσικής στην Ελένη Καραΐνδρου. Θέμα της ταινίας, οι «τελευταίες μέρες» του χωριού Μπελογιάννης, έξω από τη Βουδαπέστη, όταν οι πολιτικοί πρόσφυγες, ο ένας μετά τον άλλον, το εγκαταλείπουν και επιστρέφουν ύστερα από σαράντα τόσα χρόνια εξορίας στην πατρίδα. Το ΠΑΣΟΚ έχει αρχίσει και τους δίνει διαβατήρια.
Είναι φανερό ότι το θέμα της μετανάστευσης και της προσφυγιάς καθορίζει το έργο του. Ο ίδιος το έβλεπε ευρύτερα. Εξηγούσε τον Ιούλιο του 2018 στην «Εφ.Συν.», που είχε δώσει τις τέσσερις πρώτες ταινίες του προσφορά στους αναγνώστες της: «Ολες αυτές είναι ταινίες που μιλούν για τον “ξένο”, αυτόν δηλαδή που δεν ανήκει εκεί που τον βρίσκουμε, δεν ανήκει ούτε στον τόπο που άφησε πίσω του, δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον κόσμο γύρω του, παραμένει πάντα στο περιθώριο της ζωής. Ολοι οι χαρακτήρες των ταινιών μου είναι ξένοι, και οι Ελληνες μετανάστες στη Γερμανία και οι εσωτερικοί μετανάστες στα Τουρκοβούνια και οι πολιτικοί πρόσφυγες του Μπελογιάννης. Αλλά και ο καραγκιοζοπαίχτης στον “Δραπέτη” με τον Κώστα Καζάκο, που τον έχει αφήσει πίσω του ο χρόνος, ξένος προς την εποχή του είναι». Απέδιδε την «υπαρξιακή του ανάγκη» να προσεγγίζει ξανά και ξανά το θέμα του «ξένου» στην καταγωγή του από οικογένεια προσφύγων.
Υπαρξιακή του ανάγκη και η ποίηση, η δική του («Αγγελος των πρώτων ημερών», «Σήκωσε το κεφάλι σου πατέρα», «Ανθρωπος μηδενικών αποχρώσεων» κ.ά.) και των άλλων, αφού λάτρευε τον Μίλτο Σαχτούρη και ανάμεσα στα δεκάδες ντοκιμαντέρ και «Παράσκηνιά» του για μορφές της λογοτεχνίας μας (Παύλος Ζάννας, Αλέξης Πανσέληνος, Νίκος Εγγονόπουλος, Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος κ.ά.) ξεχωρίζει το «Ποιος είναι ο τρελός λαγός (Μίλτος Σαχτούρης)». Η πολιτική του κηδεία γίνεται σήμερα στις 11.30 στο Α' Νεκροταφείο. Αντί στεφάνων, η οικογένειά του ζητά να γίνουν δωρεές στον Σύλλογο της Καβάλας «Πνοή για το Παιδί και την Οικογένεια».