Η Ελλάδα έχει τον τρίτο υψηλότερο ΦΠΑ ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ (24%, μαζί με τη Φινλανδία, με υψηλότερο συντελεστή 25% στις άλλες σκανδιναβικές χώρες και στην Ουγγαρία, με 27%) και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ετήσιων φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό είναι το αξιοσημείωτο –αν και καθόλου νέο– εύρημα της ετήσιας μελέτης του οργανισμού για την εξέλιξη της φορολογίας στις χώρες-μέλη του για το 2019.
Πέρσι, λοιπόν, τα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα, τόσο από άμεσους όσο και κυρίως από έμμεσους φόρους, έφτασαν το 38,7% του ΑΕΠ, έναντι 33,8% που αποτελεί τον μέσο όρο των 37 χωρών-μελών του οργανισμού. Σε σχέση με το 2018 καταγράφηκε ελαφρά κάμψη για την Ελλάδα (από το 38,9%), χωρίς ωστόσο να διαφοροποιείται η σταθερή από το 2010 εικόνα.
Στο γράφημα που δημοσιεύουμε –περιλαμβάνεται στο παράρτημα της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα– καταγράφεται η σαφής επίδραση των μνημονίων. Ενώ το 2010 τα φορολογικά έσοδα στη χώρα μας ήταν ακριβώς στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, 35% του ΑΕΠ, από εκεί και πέρα απογειώνονται προς το 39% χάρη στους αλλεπάλληλους μνημονιακούς νόμους που μείωσαν το αφορολόγητο όριο, επέβαλαν αυξήσεις στον ΦΠΑ ειδών πρώτης ανάγκης και αύξησαν όλους τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης προκειμένου να ταϊστεί ο «Μινώταυρος» του ειδικού χρέους.
Βεβαίως, στα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τη φορολογία του καταδεικνύουν και τις τεράστιες διαφορές στα φορολογικά συστήματα των χωρών-μελών του, αφού τα φορολογικά έσοδα κυμαίνονται από 46,3% του ΑΕΠ στη Δανία, μέχρι 16,5% στο Μεξικό.
Από την κατάταξη των 37 χωρών, στην οποία η Ελλάδα είναι 12η, προκύπτει ένα ερώτημα σε σχέση με το βασικό αξίωμα των νεοφιλελεύθερων, ότι η υψηλή φορολογία –γενικώς και αορίστως– υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα, όπως επαναλαμβάνει και η έκθεση Πισσαρίδη: αν ισχύει αυτό, τότε γιατί η Δανία, η Γαλλία ή η Σουηδία, με τόσο υψηλή φορολογία, θεωρούνται ανταγωνιστικές οικονομίες, πράγμα που δύσκολα μπορεί να το ισχυριστεί κανείς π.χ. για την Κολομβία, με μόλις 19,7% του ΑΕΠ φορολογικά έσοδα;
Μια απάντηση δίνει η σύνθεση των φορολογικών εσόδων στη χώρα μας: τα έσοδα από φόρους κατανάλωσης ήταν πέρσι το 15,3% του ΑΕΠ, από κοινωνική ασφάλιση το 11,9%, από εισοδήματα και κέρδη 8,3% και από φορολόγηση περιουσίας το 3,1% του ΑΕΠ. Είναι προφανές το μεγάλο βάρος πέφτει στους «φόρους των φτωχών», τους έμμεσους, για τους οποίους η παραμικρή νύξη δεν γίνεται από την κυβέρνηση ή την έκθεση Πισσαρίδη.