ΕΦ.ΣΥΝ.
Το 1963 ο σκηνοθέτης σχεδίαζε να γυρίσει μικρού μήκους ταινία βασισμένη στο ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους» με πρωταγωνιστή αυτόν που σε λίγο θα γινόταν ο Ζορμπάς του.
Τα Χριστούγεννα είναι καιρός για ιστορίες και παραμύθια, έστω και κλεισμένα σε ένα βιβλίο, που το διαβάζουμε μόνοι μας – συνθήκη που ταιριάζει και με την πανδημία. Και μια τέτοια υπέροχη ιστορία αποφάσισε να θυμίσει, να μοιραστεί με τους κινηματογραφικούς συντάκτες το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Σε ένα μικρό, κομψό, κόκκινο, δίγλωσσο, σούπερ περιποιημένο βιβλιαράκι, που ο Ορέστης Ανδρεαδάκης χαρακτηρίζει «αντίδωρο του φεστιβάλ στο τέλος της πιο παράξενης, της πιο αλλοπρόσαλλης, της πιο οδυνηρής χρονιάς, που έχουμε ζήσει».
Το ευρύ κοινό δεν θα μπορέσει να το βρει στα βιβλιοπωλεία, όπως τις άλλες εξαιρετικές εκδόσεις του φεστιβάλ. Υπάρχει όμως και παραϋπάρχει λόγος να μοιραστούμε με τους αναγνώστες της «Εφ.Συν.» τη «χριστουγεννιάτικη» ιστορία του φεστιβάλ. Πρώτον, γιατί είναι πολύ ωραία και γνωστή μόνο στους φανατικούς, σπασίκλες σινεφίλ. Και, δεύτερον, γιατί με λίγη υπομονή και ψάξιμο μπορεί να την ανακαλύψει όποιος ενδιαφέρεται σε κάποιες, ελάχιστες προηγούμενες δημοσιεύσεις της, να την διαβάσει και μόνος του.
Μια φορά κι έναν καιρό, το 1963, ο Μιχάλης Κακογιάννης ήθελε να γυρίσει μια μικρού μήκους ταινία βασισμένη στο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Δεν γυρίστηκε ποτέ. Εμεινε, όμως, το σενάριό της, κι αυτό ακριβώς είναι που περιέχεται στο βιβλιαράκι του φεστιβάλ, στα ελληνικά και στα αγγλικά, μαζί με πολλά άλλα στοιχεία, με κριτική παρουσίαση, αλλά και το ίδιο το ποίημα του Καβάφη, κι αυτό δίγλωσσο (μαζί με την αγγλική μετάφραση του Ντάνιελ Μέντελσον).
Η ταινιούλα του Κακογιάννη (διάρκειας δεκαπέντε λεπτών) θα ήταν μέρος μιας σπονδυλωτής ταινίας (παλιά κινηματογραφική μόδα) με τίτλο «Ανθολογία ’63», στην οποία θα συμμετείχαν δέκα κορυφαία ονόματα του σινεμά, από τον Μπέργκμαν και τον Κουροσάουα μέχρι τον Φελίνι. Η ιδέα ήταν του Αντονι Κουίν, που θα ήταν και ο παραγωγός της. Και, όπως την παρουσίασε ο ίδιος ο Κακογιάννης σε συνέντευξή του στο «Βήμα» (Ιούλιο του 1963), επρόκειτο για «μια ανθολογία των ανά τον κόσμο ποιημάτων, που έγραψαν κατά καιρούς διάσημοι ποιητές, μετουσιωμένη οπτικά με τη βοήθεια της 7ης τέχνης. Εγχείρημα τολμηρότατο!».
Ο Αντονι Κουίν θα υποδυόταν, μάλιστα, τον Αυτοκράτορα, που «κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα» και όπως όλοι στην πόλη περιμένει τους βαρβάρους. Η σχέση του με τον Μιχάλη Κακογιάννη είχε ήδη αρχίσει, δεδομένου ότι είχε «κλείσει» ο «Αλέξης Ζορμπάς», η θρυλική πια ταινία θα γυριζόταν αρχές του 1964. Το σχέδιο, μάλιστα, του Κακογιάννη ήταν να κάνει τα γυρίσματα του «Περιμένοντας τους βαρβάρους» το καλοκαίρι του 1963. Οι προετοιμασίες είχαν προχωρήσει πολύ.
Τη μουσική θα έγραφε ο ελληνικής καταγωγής Γάλλος συνθέτης Ζαν Προντρομιντές, χρησιμοποιώντας, πέρα από κλασικά όργανα, κι ένα ολοκαίνουργιο, τη «Βροντή», τεράστια και αποτελούμενη από ατσάλινα ελάσματα, που δημιουργούσαν «τους πιο εντυπωσιακούς και τους πιο γλυκούς συνάμα ήχους». Ολες αυτές οι πληροφορίες προέρχονται από εμπεριστατωμένο κείμενο του Γιάννη Παλαβού, που έψαξε στον Τύπο της εποχής.
Η «Ανθολογία ’63», φυσικά, έτσι πολύπλοκη όπως ήταν, δεν γυρίστηκε ποτέ. Αν και κατά καιρούς διάφοροι παραγωγοί ενδιαφέρθηκαν για το σενάριο, που ο Κακογιάννης φρόντισε να το μεταφράσει ο ίδιος στα αγγλικά και στα γαλλικά. Μετέφρασε, μάλιστα, τον τίτλο του ποιήματος του Καβάφη ως «Expecting the Barbarians» και όχι «Waiting for the Barbarians», όπως προτιμούν οι περισσότεροι μεταφραστές του (και ο Μέντελσον). Ο δε Κακογιάννης ποτέ δεν ξέχασε το όνειρο, που είχε στα 41 του χρόνια, και το ανέφερε το 2011, λίγο πριν από τον θάνατό του, σε συνομιλία του με τον δημοσιογράφο Μηνά Βιντιάδη.
Το σενάριο πρωτοδημοσιεύτηκε στη «Λέξη» το 1990 και ο σκηνοθέτης το συμπεριέλαβε στον τόμο «Δηλαδή...» (Καστανιώτης, 1990), μαζί με άλλα κείμενα και συνεντεύξεις του. Διαβάζοντάς το φτιάχνεις με το μυαλό σου μια εικόνα για την ταινία. Είναι γεμάτο εικαστικές λεπτομέρειες, έχει αργούς, σχεδόν τελετουργικούς ρυθμούς και πολλούς χώρους (δρόμους, πλατείες, μέγαρα) αλλά και πρόσωπα της με «ακαθόριστη ηλικία» πόλης, που έχει ξεσηκωθεί «γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα». Ελάχιστος είναι ο λόγος, λίγοι μόνο στίχοι από το ποίημα, που ακούγονται σαν διάλογοι του πλήθους. Και μια φράση του Κακογιάννη στην αρχή, η οποία κάνει ολοκάθαρη την πολιτική ανάγνωση που κάνει στο ποίημα: «Διαισθάνεται κανείς τον μαλακό, σάπιο πυρήνα της αδιαφορίας και της διαφθοράς, έναν κόσμο όπου τα μουντά βήματα στις κρεβατοκάμαρες εναλλάσσονται με αιχμηρά κουτσομπολιά, και που ασφυκτιά στα πλοκάμια της γραφειοκρατίας και της ανίας».