Γύρω από κάθε σώμα, ο Μπέκετ βάζει ως δορυφόρους συγγενείς και φίλους. Είναι συνεχώς σε κίνηση. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει. Δεν μπορεί να δραπετεύσει. Οι ψυχές είναι αδύνατον να στηριχτούν η μια πάνω στο σώμα της άλλης για να ξεφύγουν από το ζοφερό μέρος. Οι άνθρωποι δεν συνεργάζονται.
Κρατώ στα χέρια μου δύο πολύτιμα βιβλία του Σάμιουελ Μπέκετ που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Το «Αυτοί που έχουν χαθεί» και το «Προυστ», σε μετάφραση και επίμετρο του Θωμά Συμεωνίδη.
Ο σπουδαίος Ιρλανδός συγγραφέας και δραματουργός στο «Αυτοί που έχουν χαθεί», με έναν εσωτερικό μονόλογο αφηγητή, μας εκπλήσσει ξανά με το μέγεθος της συγγραφικής δεινότητάς του που πλησιάζει τα ενδότερα της φιλοσοφίας για τη ζωή και την ανθρώπινη μοίρα.
Ξεκινώ να τον ακολουθήσω στον κύλινδρο, στη μεγάλη σκάλα, μαζί με άλλα σώματα που έχουν χαθεί και περιφέρονται αναζητώντας το καθένα το δικό του που έχει χαθεί. Η διαμονή εκεί είναι «αρκετά μεγάλη ώστε η αναζήτηση να είναι μάταιη. Στο εσωτερικό ενός πεπλατυσμένου κυλίνδρου πενήντα μέτρα περιφέρεια και δεκαοχτώ ύψος για χάρη της αρμονίας. Το φως. Η αδυναμία του. Το κίτρινό του. Η παρουσία του παντού λες και κάθε ξεχωριστό τετραγωνικό εκατοστό από τα ογδόντα χιλιάδες περίπου συνολικής επιφάνειας εκπέμπει τη δική του λάμψη».
Μου μοιάζει σαν κόλαση. Την κόλαση του Μπέκετ. Οι ψυχές, τα σώματά τους, έρχονται προς τις σκάλες μα δεν έχουν κουράγιο να ανέβουν. Και λείπουν σκαλοπάτια. Τα έχουν οι προνομιούχοι. Γιατί, μη νομίζετε, και στην κόλαση υπάρχουν ανισότητες.
Γύρω από κάθε σώμα, ο Μπέκετ βάζει ως δορυφόρους συγγενείς και φίλους. Είναι συνεχώς σε κίνηση. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει. Δεν μπορεί να δραπετεύσει. Οι ψυχές είναι αδύνατον να στηριχτούν η μια πάνω στο σώμα της άλλης για να ξεφύγουν από το ζοφερό μέρος.
Οι άνθρωποι δεν συνεργάζονται. Οι βίαιοι δεν χαλιναγωγούνται και οι αδιάφοροι δεν ενδιαφέρονται. Οι αχθοφόροι κουβαλούν τις σκάλες και τους αλλάζουν θέση. Οι αναζητητές νικημένοι ακουμπούν απογοητευμένοι στους αδιαπέραστους τοίχους.
Ο συγγραφέας βαθαίνει την πληγή τους δίχως παυσίπονο για τον αναγνώστη. Φτάνει την τομή πέρα από την πραγματικότητα στο μυστηριακό χάος της προέλευσης. Βρήκα ενσωματωμένους μέσα στην μπεκετική γραφή τον Πλάτωνα και τον Δάντη. Στον ορατό κόσμο που ζούμε και στον αόρατο που υπάρχουμε.
Ο Θωμάς Συμεωνίδης εξηγεί στο επίμετρο: «Στο "Αυτοί που έχουν χαθεί" δεν υπάρχουν αναφορές στον χρόνο. Δεν υπάρχει η συμβατική μέρα. […] Η αναζήτηση αλλάζει με τον χρόνο. Αλλάζει το υποκείμενο της αναζήτησης, αλλάζουν αυτοί που αναζητούν. Αυτός ο χρόνος είναι το χθες για το οποίο μιλάει ο Μπέκετ στο δοκίμιο του για τον Προυστ: είμαστε άλλοι, δεν είμαστε πλέον αυτό που ήμασταν πριν μας βρει η συμφορά τού χθες».
Αφήνω «Αυτούς που έχουν χαθεί» και ακολουθώ τα βήματα του «Προυστ».
Ποια ήταν η αφορμή για να γράψει ο Μπέκετ το δοκίμιό του για τον Προυστ που ομολογουμένως προκάλεσε κριτικούς και αναγνώστες; Σας μεταφέρω το παρασκήνιο, γραμμένο από τον Θωμά Συμεωνίδη:
«Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17.000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί.
Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο".
Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του.
Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης. Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον "Λόγο περί μεθόδου" του Καρτέσιου, τη "Μοναδολογία" του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν».
Ο Μπέκετ στο βιβλίο αυτό φτάνει στα τρίσβαθα του «χαμένου χρόνου», εκεί που ο Προυστ ανακαλύπτει τον εαυτό του ως καλλιτέχνη: «Καταλάβαινα τι σημαίνει ο θάνατος, ο έρωτας, οι χαρές του πνεύματος, η χρησιμότητα της οδύνης, ο προορισμός».
Θα συμφωνήσω απόλυτα με το επίμετρο: στην τέχνη αποκρυπτογραφώ και κρυπτογραφώ ταυτόχρονα. Υπάρχει η σταθερή κίνηση κάποιου πράγματος που, όσο και αν μας παρέχει ενδείξεις και αποδείξεις της ύπαρξής του, δεν αποκαλύπτει ποτέ πλήρως το πρόσωπό του.
Τελειώνω το κείμενο λέγοντας ξανά πως πρόκειται για δύο πολύτιμα βιβλία που ενδυναμώνουν τη φιλοσοφική διάσταση του έργου του Μπέκετ. Εκείνη που πολύ διακριτικά σκόρπισε στον «Ακατονόμαστο»: Σ' εμένα επίσης πρέπει να αποδώσω μια αρχή, εάν μπορούσα να την προσδιορίσω σε σχέση με αυτήν της κατοικίας μου. Περίμενα κάπου αλλού μέχρι αυτό το μέρος να είναι έτοιμο να με υποδεχθεί; Ή ήταν αυτό που με περίμενε μέχρι να έρθω να το κατοικήσω;