Εδώ γράφτηκε η Ιστορία |

Οδοιπορικό στη Ρούμελη ● Σε ορεινά περάσματα και κλεισούρες, σε μοναστήρια-κάστρα και φτωχά χωριά, στα μετερίζια των βουνών και στα πυκνόφυτα δάση έγραψαν με το αίμα τους τις σελίδες της Ιστορίας οι ξεσηκωμένοι ραγιάδες.

Τα λογύδρια, οι virtual αναπαραστάσεις μαχών και οι χοροεσπερίδες στις λαμπερές σάλες με πλήθος καλοντυμένων καλεσμένων είναι γεγονός ότι τονώνουν την ιλουστρασιόν εθνική υπερηφάνεια και τον φτηνό πατριωτισμό. Ομως η πραγματική ιστορία γράφτηκε με αίμα και αυταπάρνηση από κάποιους πάμφτωχους και εξαθλιωμένους ανθρώπους που μέχρι εκείνη τη στιγμή που έκαναν την υπέρβαση και πήραν το καριοφίλι στα χέρια, λογίζονταν από τους κοτζαμπάσηδες και τους Τούρκους αφεντάδες ένα με τα ζώα...

Για αιώνες Οθωμανοί και ντόπιοι υποστηρικτές τους, προύχοντες και προεστοί, συγκέντρωναν στα χέρια τους τίτλους γης και χειμαδιά εκδιώκοντας με τη βία τους φτωχούς κτηνοτρόφους και τους μικροϊδιοκτήτες αγρότες από την περιουσία τους. Οι ανυπόφορες αυτές συνθήκες σε συνδυασμό με τη βαριά φορολογία έφερναν τη φτωχολογιά σε απόγνωση και από ένστικτο επιβίωσης έβγαζαν τους νεότερους στο βουνό να γίνουν κλέφτες για να ζήσουν.

Κάποιοι ιστορικοί αποδίδουν σε αυτούς τους απελπισμένους ανθρώπους χαρακτηριστικά συνειδητού ένοπλου, αγροτικού κινήματος με αντιφεουδαρχικό και εθνικοαπελευθερωτικό περιεχόμενο. Αυτό είναι γεγονός, αλλά συνέβη αρκετά αργότερα, όταν πια οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης διαπότιζαν μέσω των πιο ριζοσπαστικών θέσεων των μελών της Φιλικής Εταιρείας τις απόψεις των κλεφτών, δίνοντας σιγά σιγά βαθύτερο νόημα και σκοπό στην εξέγερσή τους.

Και όπως είπε χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, «η Γαλλική Επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμην μου, να ανοίξη τα μάτια του κόσμου». Για να συμπληρώσει ο Φώτης Χρυσανθακόπουλος (Φωτάκος), υπασπιστής του Κολοκοτρώνη και συγγραφέας, ότι «οι αγωνιστές έβλεπαν στην Επανάσταση την έναρξη μιας νέας εποχής, όπου οι "τελευταίοι έσονται πρώτοι".

Ενα νέο κράτος για να βολευτούν οι «άριστοι»

Επίσης είναι γεγονός πως ενώ μαίνονταν οι μάχες και καθημερινά εκατοντάδες ανιδιοτελείς άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα της εποχής μάτωναν στα πεδία των μαχών, ανάμεσά τους και πολλοί φιλέλληνες από κάθε άκρη της Γης, κάποιοι το μόνο που λογάριαζαν ήταν πώς θα ξεκοκαλίσουν τα δάνεια των Ευρωπαίων και θα καταλάβουν υψηλές διοικητικές θέσεις στο Δημόσιο του νεοσύστατου κράτους.

Την κατάσταση που επικρατούσε μετά την απελευθέρωση, τη διαβάζουμε σε ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, που ήταν ένας από τους λίγους αγωνιστές στον οποίο δόθηκε ένα μικρό επίδομα.

Γράφει λοιπόν ο στρατηγός: «Οι αγωνισταί να πεθαίνουν της πείνας, κ’ εμείς να πλερωνώμαστε ολίγοι άνθρωποι; Εμείς οι ολίγοι φέραμεν την λευτεριά; Να κόψωμεν κ’ εμείς τον μιστόν μας, είτε να πάρουν και οι αδελφοί μας συναγωνισταί!».

Δυστυχώς η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε σχεδόν πανομοιότυπα, σαν φάρσα, ύστερα από 120 χρόνια, με το έπος του 1940 και την Εθνική Αντίσταση. Η λογική των «αρίστων» υπήρχε πάντα στο DNA του Ελληνα, δεν είναι σημερινό εφεύρημα!

Στις προθέσεις τούτου του άρθρου που είναι αφιερωμένο, όπως και το προηγούμενο ταξιδιωτικό μας αφιέρωμα, στα 200 χρόνια από τη μεγάλη εξέγερση των Ελλήνων, δεν είναι να κάνουμε περαιτέρω αναλύσεις των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών της εποχής, αλλά να περιδιαβούμε τόπους όπου πραγματικά γράφτηκε η Ιστορία και να σας διηγηθούμε τις μικρές τους ιστορίες. Γιατί, όπως έχουμε ξαναγράψει, η ιστορική μνήμη δεν βρίσκεται µόνο στα βιβλία, αλλά έχει καταγραφεί αιώνια στα χώματα του τόπου που τη γέννησε.

Το χάνι της Γραβιάς και ο ηρωισμός του «κακού πατριώτη»

«…και με την ίδια ορμή αυτήν οι Τούρκοι και πασσάδες, όπου σκότωσαν τους ολίγους και τον Διάκον, κινήθηκαν, όλη αυτείνη η δύναμη, να μπούνε εις τα Σάλωνα και στ' άλλα μέρη να εφοδιάσουνε τους ντόπιους Τούρκους και να λύσουνε και τους πολιορκημένους, όπου 'ταν εις το κάστρο Σαλώνων, Λιβαδειάς, Αθήνας και τ' άλλα μέρη αυτά και να προχωρέσουν διά την Πελοπόννησο. Ηταν ο Ομέρ Βεργιόνης κι άλλοι πασσάδες, όλο διαλεμένο και πολύ ασκέρι. Και εις το χάνι της Γραβιάς εκλείστει ο Δυσσέας, ο "κακός πατριώτης", κι ο Γκούρας κι άλλοι και πολέμησαν μ' αυτείνη την μεγάλη δύναμιν εκατό άνθρωποι. Και φαίνονται ώς την σήμερον οι τάφοι των Τούρκων εκεί εις το χάνι. Και γλύτωσε ο κόσμος, οπού θα σκλάβωναν αυτείνοι τους περισσότερους και μπορούσε να κιντυνέψει κι όλη η πατρίς, Ρούμελη και Πελοπόννησο…» (απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη).

Στις βόρειες υπώρειες του Παρνασσού, πάνω στον σημερινό δρόμο που συνδέει τη Λαμία με την Αμφισσα, βρίσκεται το αναστυλωμένο χάνι όπου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και 117 αποφασισμένοι επαναστάτες έγραψαν Ιστορία. Παρ' όλα αυτά, λίγο αργότερα, αυτός ο ίδιος Ανδρούτσος βρήκε τραγικό τέλος από ελληνικά χέρια (γι’ αυτό ο Μακρυγιάννης τον αναφέρει ειρωνικά βέβαια ο «κακός πατριώτης»)!

Στο χάνι θα επισκεφθείτε το Μουσείο της Επανάστασης του 1821 για να παρακολουθήσετε την αναπαράσταση της μάχης με χρήση σύγχρονων οπτικοακουστικών μέσων (πληροφορίες: https://chanigravias.gr).

Η Γραβιά απέχει από τη Λαμία 35 χιλιόμετρα και από την Αθήνα 200 χλμ. Η περιοχή γύρω από το χάνι είναι θαυμάσια και ο τόπος ενδείκνυται για μια διήμερη απόδραση.

Λαμία, ο χώρος όπου μαρτύρησε ο Αθανάσιος Διάκος

Στο κέντρο της Λαμίας, κοντά στην πλατεία Λαού όπου δεσπόζει το άγαλμα του έφιππου Αρη Βελουχιώτη, βρίσκεται η οδός Καλύβα Μπακογιάννη. Εδώ, σε ένα άδειο οικόπεδο, στο σημείο όπου θανατώθηκε μαρτυρικά μετά τη μάχη της Αλαμάνας ο Αθανάσιος Διάκος (Νικόλαος Γραμματικός ή Μασαβέτας), ανεγέρθηκε το 1889 το ηρώο-κενοτάφιο του θρυλικού μαχητή της ελευθερίας. Στην πρόσοψή του υπάρχει η επιγραφή: «Ούτος ο τόπος ένθα την 23ην Απριλίου 1821 υπό των Τούρκων ανασκολοπισθείς εμαρτύρησε υπέρ Πίστεως και Ελευθερίας ο Αθανάσιος Διάκος».

Παρότι ο Ομέρ Βρυώνης τού πρότεινε να συνεργαστούν και του έταξε αξιώματα, ο Διάκος αρνήθηκε. Οταν αποφασίστηκε η εκτέλεσή του με ανασκολοπισμό (παλούκωμα), οι Τούρκοι λέγεται ότι τον περιέφεραν στο Ζητούνι (έτσι ονομαζόταν εκείνη την εποχή η πόλη της Λάμιας) με το παλούκι στον ώμο. Τότε ο Διάκος φώναξε: «Δεν βρίσκεται από σας εδώ κανένα παλικάρι να με σκοτώσει με πιστόλι, να με γλιτώσει από τους χαλντούπηδες (Τούρκοι έποικοι που τους θεωρούσαν φανατικούς και δειλούς);». Ομως κανείς δεν τόλμησε να το κάνει και η προφορική διήγηση κατέγραψε τον Διάκο να σπαρταράει στο παλούκι για 2-3 μέρες!

Ενα ακόμη άγαλμα του Διάκου δεσπόζει στην πλατεία που φέρει το όνομά του και είναι φιλοτεχνημένο το 1903 από τον γλύπτη Γιάννη Καρακατσάνη.

Οι μπαρουτόμυλοι του Μαυρίλου

Τα όπλα της κλεφτουριάς και των αγωνιστών της Ρούμελης είχε αναλάβει να τα τροφοδοτεί με μπαρούτι το Μαυρίλο, ένα ορεινό κεφαλοχώρι της Φθιώτιδας! Το συναντάμε σε υψόμετρο 920 και σήμερα απέχει 65 χιλιόμετρα από τη Λαμία.

Ηδη εδώ, από τις αρχές του 17ου αιώνα και καθ' όλη τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, λειτουργούσαν δεκαπέντε μπαρουτόμυλοι που χρησιμοποιούσαν ως κινητήρια δύναμη τα νερά των πηγών του Σπερχειού. Μάλιστα εικάζεται πως η ονομασία του χωριού προέρχεται από τις λέξεις «μαύρη ύλη», από το μπαρούτι δηλαδή που κατασκευαζόταν εδώ.

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα επιστολής του Αθανάσιου Διάκου προς τους άρχοντες της Λιβαδειάς: «…Απέκρουσα Ομέρ Βρυώνην εις Πατρατζίκι (Υπάτη), ήδη μεταβαίνω εις Λαμίαν. Αποστείλατε δυναμένους κρατήσουν όπλα και βόλια άφθονα. Μαύρην ύλην επρομηθεύθην εκ Μαυρίλου…».

Σήμερα λίγο χαμηλότερα από την πλατεία έχει ανεγερθεί πάνω στα απομεινάρια του παλιού μπαρουτόμυλου ένα νέο κτίσμα που με πιστότητα αναπαριστά την εξειδικευμένη εργασία που απαιτούνταν για να παραχθεί το μπαρούτι με την πρόσμιξη διαφόρων πρώτων υλών. Ο μπαρουτόμυλος είναι επισκέψιμος, αρκεί να ζητήσετε από τους ιδιοκτήτες της ταβέρνας που υπάρχει στην πλατεία να σας ανοίξουν.

Η μάχη του Κεφαλόβρυσου και ο θάνατος ενός πολύτιμου πατριώτη

Πιο βαθιά στην καρδιά των ευρυτανικών βουνών, συναντάμε το Καρπενήσι και λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά την τοποθεσία Κεφαλόβρυσο με τα αιωνόβια πλατάνια και τις πηγές απ’ όπου σχηματίζεται ο ποταμός Καρπενησιώτης.

Εδώ, σε αυτόν τον ειδυλλιακό τόπο διεξάχθηκε στις 9 Αυγούστου του 1823 μια από τις πιο καθοριστικές μάχες της Ρούμελης, η οποία τελείωσε με τη συντριπτική ήττα του Μουσταή πασά της Σκόνδρας από τα παλικάρια του Μάρκου Μπότσαρη. Αν περνούσε η τουρκική στρατιά αλώβητη από το Κεφαλόβρυσο, θα συνέχιζε την πορεία της και θα κατέπνιγε την αντίσταση στην εξεγερμένη Δυτική Στερεά Ελλάδα.

Ο Σουλιώτης στρατηγός με τους 1.200 ψημένους στη μάχη άνδρες κατάφερε να ανακόψει την πορεία του τουρκικού στρατού ο οποίος αποτελούνταν από 5.000 ή κατά άλλους 7.000 ιππείς και πεζικάριους.

Ο Μπότσαρης όταν του δόθηκε το χαρτί που τον όριζε στρατηγό, βλέποντας τις φιλονικίες των Ελλήνων, το έσκισε και είπε το χαρακτηριστικό: «Οποιος είναι άξιος, παίρνει το δίπλωμα αύριο μπροστά στον εχθρό!». Το είπε και το έκανε! Επιτέθηκε μέσα στο σκοτάδι και αιφνιδίασε τους Τούρκους που διασκορπίστηκαν αφήνοντας πίσω τους 850 νεκρούς και άφθονα πολεμοφόδια στο πεδίο της μάχης. Από τους Ελληνες σκοτώθηκαν μόνο 60, αλλά δυστυχώς ο Μάρκος Μπότσαρης πληγώθηκε θανάσιμα.

Η σορός του μεταφέρθηκε, μέσω Μικρού Χωριού, στον Προυσό όπου ανάρρωνε ο Καραϊσκάκης. Μαθαίνοντας τον χαμό του Μπότσαρη, ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης βγήκε από το καλύβι του και γονάτισε μπροστά στον νεκρό ψιθυρίζοντας: «Ας δώσει ο Θεός να πάω κι εγώ, Μάρκο μου, από τέτοιο θάνατο».

Μετά τον Προυσό η πομπή κατηφόρισε για το Μεσολόγγι όπου στις 10 Αυγούστου 1823 έγινε η κηδεία του, την οποία περιγράφει ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ. Ποιήματα για τον θάνατο του αγωνιστή έγραψαν όχι μόνο ο Διονύσιος Σολωμός αλλά και ο Αμερικανός ποιητής Fitz-Greene Halleck, όπως επίσης ο Ελβετός ποιητής Juste Olivier. Ο ζωγράφος Ντελακρουά ζωγράφισε τον πίνακα «Ο Μπότσαρης αιφνιδιάζει τους Τούρκους», ενώ ο Ιούλιος Βερν σε διήγημά του τον τοποθετεί ανάμεσα στις ηρωικές μορφές του αιώνα του, που πολέμησαν για την ελευθερία.

Προυσός, στρατηγείο και αναρρωτήριο του Καραϊσκάκη

Στον δρόμο από Καρπενήσι για Προυσό, το βλέμμα χορταίνει βουνό και έλατο. Εδώ, σε καλά κρυμμένη «φωλιά», στις νοτιοδυτικές παρυφές του όρους Καλιακούδα, βρίσκεται η μονή Προυσού.

Το σημείο αυτό ήταν ανέκαθεν ιδιαίτερα στρατηγικό, καθώς εδώ συνέκλιναν οι δρόμοι που συνέδεαν την Αιτωλοακαρνανία με την Ευρυτανία και τη Θεσσαλία. Το μοναστήρι βρίσκεται γαντζωμένο σε μια κόχη του φαραγγιού και το καθολικό του χτίστηκε μέσα στην ιερή σπηλιά όπου βρέθηκε η εικόνα της Παναγιάς, έργο όπως πιστεύεται του ευαγγελιστή Λουκά.

Τη μονή Προυσού ο Καραϊσκάκης την επισκεπτόταν συχνά και έμενε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, είτε για να συσκεφθεί με τους άλλους οπλαρχηγούς της Ρούμελης είτε για να αναρρώσει, καθώς είναι γνωστό ότι ήταν φυματικός.

Στις απολήξεις του φαραγγιού πλάι στον σημερινό δρόμο Καρπενησιού-Αγρινίου, σε μικρή απόσταση από το μοναστήρι, δεσπόζουν δύο μικροί πέτρινοι πύργοι που λέγεται ότι χτίστηκαν από τον Καραϊσκάκη για να φυλάνε τα μονοπάτια που οδηγούν στο μοναστήρι. Εως σήμερα είναι γνωστοί ως «πύργοι του Καραϊσκάκη».

Ακόμα, ο Καραϊσκάκης για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στη μονή δώρισε το χρυσό κάλυμμα που προστατεύει την εικόνα της Παναγιάς. Στο μοναστήρι σήμερα εκτίθενται το σπαθί, το όπλο του, αλλά και το κατακόκκινο φέσι του με το οποίο απεικονίζεται σε όλες τις εικονογραφήσεις.

📍 Κείμενο - φωτογραφίες: Θοδωρής Αθανασιάδης / viewsofgreece.com


Πηγή

Σχόλια

To ergasianews.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη και μόνο αυτόν. Παρακαλούμε πολύ να είστε ευπρεπείς στις εκφράσεις σας. Τα σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται, ενώ οι χρήστες που προκαλούν ή υβρίζουν θα αποκλείονται.

Δείτε επίσης

K. Xατζηδάκης: Δεν είμαστε έθνος αποτυχημένο - 5 συλλογικές εθνικές επιτυχίες

«Αλλά μία στιγμή. Η τάση ορισμένων να τα βλέπουν όλα μαύρα θα δημιουργήσει το τέλος …