Στρατηγική ήττα των εργαζομένων η απορριπτική ψηφοφορία σε αποθήκη στην Αλαμπάμα
Η μάχη για την ίδρυση του πρώτου αμερικανικού συνδικάτου στην Amazon έληξε τελικά με ήττα των εργαζομένων, διαψεύδοντας τις μεγάλες προσδοκίες που υπήρχαν για την ανατολή μιας νέας εποχής στο εργατικό κίνημα των ΗΠΑ.
Με συντριπτική πλειοψηφία 1.798 κατά και μόλις 738 υπέρ, οι εργαζόμενοι στις εγκαταστάσεις του αμερικανικού κολοσσού ηλεκτρονικού εμπορίου στο Μπέσεμερ της Αλαμπάμα απέρριψαν την πρόταση για τη δημιουργία συνδικάτου. Ακόμη 505 ψήφοι δεν έχουν καταμετρηθεί καθώς έχουν υποβληθεί ενστάσεις. Ωστόσο, δεν αρκούν για να αλλάξει το αποτέλεσμα. Οι ηγέτες του αμερικανικού Συνδικάτου Εργαζομένων σε Λιανικό-Χονδρικό Εμπόριο και Πολυκαταστήματα (RWDSU) που ξεκίνησαν την εκστρατεία ήλπιζαν ότι οι εκλογές στην αποθήκη του Μπέσεμερ (όπου το 85% των υπαλλήλων είναι Αφροαμερικανοί) θα πυροδοτούσαν την επανεκκίνηση του εργατικού ακτιβισμού στον ιδιωτικό τομέα των ΗΠΑ, όπου σήμερα μόλις το 6,3% των εργαζομένων ανήκει σε κάποιο σωματείο.
Διαψεύσθηκαν – και οι αιτίες είναι αρκετές. Σημαντικότερη όλων –αλλά και αναμενόμενη– ήταν η αντίδραση της Amazon. H εταιρεία του πλουσιότερου ανθρώπου του κόσμου, Τζεφ Μπέζος, προσέλαβε ειδικούς συμβούλους και πλήρωσε αδρά προκειμένου να «σκοτώσει» την εκστρατεία των συνδικαλιστών και να πείσει τους εργαζομένους της να ψηφίσουν κατά.
Σε αυτήν την προσπάθειά της δεν δίστασε να προβάλει –και τελικά να επιβάλει– ψευδώς ότι η ίδρυση του συνδικάτου έθετε σε κίνδυνο όλα τα κεκτημένα που είχαν οι εργαζόμενοι αλλά και ότι ως μέλη του συνδικάτου θα είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν κάθε χρόνο εισφορές 500 δολαρίων σε αυτό. Κάτι, ωστόσο, που δεν ίσχυε, αφού, με βάση το δίκαιο της Αλαμπάμα, τα συνδικάτα δεν μπορούν να υποχρεώσουν του εργαζόμενους να καταβάλλουν εισφορές σε αυτά. Στην εκστρατεία της η Amazon συγκάλεσε ακόμη υποχρεωτικές προσωπικές συναντήσεις με τους εργαζόμενους κατά τη διάρκεια της βάρδιάς τους, προκειμένου να τους νουθετεί για τα μειονεκτήματα των συνδικάτων. Επί εβδομάδες τους βομβάρδιζε με ηλεκτρονικά αντισυνδικαλιστικά μηνύματα, προτρέποντάς τους να ψηφίσουν «όχι». Πινακίδες με αυτά τα μηνύματα υπήρχαν σε όλους τους χώρους της αποθήκης, στα εστιατόρια, στις τουαλέτες, στις πόρτες, κάτω από τα ρολόγια, πάνω από τους νιπτήρες και τους ουρητήρες.
Εκφοβισμός
Σαν να μην έφθαναν αυτά και καθώς η ψήφος ήταν επιστολική, πίεσε τα αμερικανικά ταχυδρομεία να εγκαταστήσουν γραμματοκιβώτιο μέσα στις εγκαταστάσεις της λίγο πριν ξεκινήσει η ψηφοφορία (και μετά την απόρριψη του αιτήματός της από τις αρμόδιες αρχές για τοποθέτηση κάλπης). Στόχος ήταν ο εκφοβισμός των εργαζομένων οι οποίοι κατήγγειλαν ότι η Amazon τους προέτρεπε με μηνύματα να χρησιμοποιήσουν το γραμματοκιβώτιο, εξωθώντας τους στην πεποίθηση ότι παρακολουθεί ποιος ψήφισε και ποιος όχι.
Πάνω από όλα, όμως, η Amazon ήταν αυτή που καθόρισε το εκλογικό σώμα, αποφασίζοντας ποιος έχει το δικαίωμα να ψηφίσει. Τον Δεκέμβριο οι δικηγόροι της κατέθεσαν εκτεταμένες αναφορές στις ρυθμιστικές αρχές, από τις οποίες απαίτησε να επιτραπεί η συμμετοχή στην ψηφοφορία υπερτριπλάσιου αριθμού εργαζομένων από τους 1.500 που είχε προτείνει αρχικά το RWDSU. Το τελευταίο αιφνιδιάστηκε και προκειμένου να μην μπλέξει σε μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα αποδέχθηκε τελικά την αποστολή ψηφοδελτίων σε περισσότερους από 5.800 εργαζομένους χωρίς να το πολυψάξει.
Η λανθασμένη εκτίμηση για τον ακριβή αριθμό των εργαζομένων στο Μπέσεμερ δεν ήταν το μοναδικό λάθος του RWDSU. To μεγαλύτερο ίσως λάθος του ήταν η επιλογή του πεδίου μάχης. Η Amazon είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εργοδότης στις ΗΠΑ και η ψηφοφορία για τη δημιουργία σωματείου στο Μπέσεμερ ήταν η πρώτη που κλήθηκε να διαχειριστεί μετά από επτά χρόνια. Γι’ αυτό και η ψηφοφορία ήταν σημαντική, τόσο για την εταιρεία όσο και για το εργατικό κίνημα. Η επιλογή του RWDSU να δώσει τη μητέρα των μαχών σε μια πολιτεία του αμερικανικού Νότου, όπου παραδοσιακά υπάρχει καχυποψία απέναντι στον συνδικαλισμό και όπου νωρίτερα άλλες αντίστοιχες ψηφοφορίες για την ίδρυση σωματείων σε Nissan, Volkswagen, Boeing είχαν αποτύχει, η επιλογή μιας περιοχής όπου η αποβιομηχάνιση των τελευταίων δεκαετιών δημιούργησε στρατιές ανέργων και εξαθλιωμένων και όπου ο ερχομός της Amazon πριν από δυο χρόνια έφερε μεροκάματα ήταν λάθος. Μια τόσο σημαντική μάχη έπρεπε να δοθεί σε πιο ευνοϊκό πεδίο, σε μια άλλη αποθήκη του κολοσσού στον αμερικανικό Βορρά.
Η εκστρατεία του RWSDU εστίασε ακόμη από τα πάνω και προς τα έξω. Λόγω και του Covid-19, οι συνδικαλιστές δεν κατάφεραν να προσεγγίσουν τους εργαζομένους του Μπέσεμερ γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι μακριά από το αδιάκριτο βλέμμα του εργοδότη που τρομοκρατεί. Περιορίστηκαν σε πικετοφορίες έξω από την πύλη της αποθήκης και παρεμβάσεις ηγετικών στελεχών του συνδικαλιστικού κινήματος από άλλες Πολιτείες και πολιτικών όπως ο Μπέρνι Σάντερς που κατέβηκε στην Αλαμπάμα αλλά και ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν που παρενέβη με βιντεομήνυμά του. Απέναντι σε αυτήν την παρουσία των εξωτερικών υποστηρικτών υπήρχε παντελής απουσία εσωτερικών. Υπό τον φόβο της απόλυσης, δεν υπήρξε μια εμφανής οργανωμένη ομάδα εργαζομένων του Μπέσεμερ, η οποία να βγει ανοιχτά υπέρ της δημιουργίας του συνδικάτου. Και αυτή ίσως είναι η μεγαλύτερη αιτία της ήττας, αλλά και το μάθημα ότι δηλαδή ο συνδικαλισμός από τα πάνω δεν έχει μέλλον στο ζοφερό εργασιακό περιβάλλον του 21ου αιώνα, η ισχύς του είναι η βάση. Το RWDSU, πάντως, δεν παραιτείται από τον αγώνα. Προτίθεται να προσβάλει το αποτέλεσμα, κατηγορώντας την Amazon για «αθέμιτες εργασιακές πρακτικές» και είναι αρκετά πιθανό να δικαιωθεί, κερδίζοντας επανάληψη των εκλογών έπειτα από... χρόνια.