Εκπληκτική ηθοποιός του σινεμά και του θεάτρου, βραβευμένη με Οσκαρ και Emmy, νιώθει χαρά κι ευγνωμοσύνη για την 33χρονη καριέρα της. Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον φτώχειας, ενδοοικογενειακής βίας, κοντά όμως σε δυναμικές, γεμάτες αυτοπεποίθηση γυναίκες. Σαν τη Μα Ρέινι, τη «μητέρα των μπλουζ», την οποία ερμηνεύει στην ταινία «Ma Rainey’s black bottom» και ήταν υποψήφια για Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου.
Δικαιολογημένα πολυβραβευμένη, η Βαϊόλα Ντέιβις ανήκει στη σειρά των ηθοποιών αυτών που λειτουργούν σαν σφραγίδα εγγύησης για το κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο τους. Με θεατρικές σπουδές στη φημισμένη σχολή Τζούλιαρντ, η 55χρονη ηθοποιός προσδίδει βάρος και βάθος στους χαρακτήρες που υποδύεται συνδυάζοντας τεχνική, αφοσίωση, ταλέντο και πάθος, ενώ για δύο δεκαετίες πριν γίνει γνωστή στο Χόλιγουντ μεσουρανούσε στην αμερικανική θεατρική σκηνή.
Οι ρόλοι της στην ταινία «Αμφιβολία» του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ (2008) δίπλα στη Μέριλ Στριπ και τρία χρόνια αργότερα στις «Υπηρέτριες» της Κάθριν Στόκετ για τον αγώνα των μαύρων για τα ατομικά δικαιώματα, απέσπασαν την καθολική επιδοκιμασία των κριτικών του κινηματογράφου. Από το 2014 και μετά, κέρδισε το Α’ βραβείο Emmy για τη σειρά «How to get away with murder», το πρώτο που δόθηκε σε Αφροαμερικανίδα ηθοποιό. Πήρε επίσης το Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου στην ταινία «Εμπόδια», που σκηνοθέτησε ο Ντένζελ Ουάσινγκτον (2016).
Το 2020 έπαιξε τη θρυλική τραγουδίστρια της δεκαετίας του 1920, Μα Ρέινι, στη διασκευή του θεατρικού έργου του Ογκουστ Γουίλσον «Ma Rainey’s black bottom» και για τη συναρπαστική ερμηνεία της ήταν υποψήφια για Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Η παρουσία της είναι θυελλώδης και άκρως ικανοποιητική, ειδικά για το γυναικείο κοινό, όπως άλλωστε μπορούμε, με τη βοήθεια της ηθοποιού, να φανταστούμε την ίδια τη «μητέρα των μπλουζ».
● Νιώσατε κοντά στη Μα Ρέινι, μια γυναίκα φοβερά δυναμική που γνώριζε τι ήθελε και είχε την ικανότητα να προστάζει τον σεβασμό – αφού άλλωστε εργάζεστε και εσείς σε έναν χώρο όπου οι παραγωγοί συχνά έχουν το πάνω χέρι.
Ναι, καλά το είπατε. Οι παραγωγοί έχουν την τάση να εκμεταλλεύονται τους καλλιτέχνες ιδίως όταν αυτοί δεν έχουν μεγάλη φήμη. Ηταν όντως μεγάλη ευχαρίστηση για μένα να παίξω μια γυναίκα αυτόνομη. Και ο λόγος που νομίζω ότι το ευχαριστήθηκα τόσο πολύ ήταν το γεγονός ότι ως μαύρη έχω συνηθίσει να με βλέπουν μέσα από το πρίσμα της λευκής κοινωνίας. Πολλές φορές, όταν ο συγγραφέας δεν έχει ζωντανή σχέση με τους μαύρους, ο μόνος τρόπος που μπορεί να τους προσεγγίσει είναι μέσω μιας ιστορικής επισκόπησης. Τότε όμως ο ψυχισμός των χαρακτήρων που δημιουργεί τείνει να κατέχεται από μια αίσθηση μειονεξίας.
Αντίθετα, εγώ μεγάλωσα ανάμεσα σε Αφροαμερικανούς που είχαν αυτοπεποίθηση για τις ικανότητές τους και το σώμα τους, που θα έβριζαν αυτούς που τους ταπείνωναν. Ηταν λοιπόν σπουδαίο το ότι δούλεψα σε ένα έργο του Ογκουστ Γουίλσον, ο οποίος έπλασε τους μαύρους χαρακτήρες του με ρεαλισμό, όπως είμαστε στην πραγματικότητα.
● Η Μα Ρέινι, έτσι όπως τη βλέπουμε στην ταινία, φαντάζομαι πως εύκολα θα αποκτούσε τη φήμη της «δύσκολης», ένας χαρακτηρισμός που συνήθως αναφέρεται στις γυναίκες, και ακόμα περισσότερο στις μαύρες.
Μου θυμίζετε τη φράση «είσαι αυτός που νομίζεις πως είμαι εγώ». Νομίζω πως μας βαφτίζουν «δύσκολες» γιατί θέλουν να κακολογήσουν κάποιες ποιότητές μας που είναι στην πραγματικότητα σωστές. Νομίζω πως οι εξουσιαστές –οι άνδρες και ιδιαίτερα οι λευκοί– έχουν τον φόβο μέσα τους. Υπάρχει μια τάση να θέλουν να σε «δέσουν», να σε ελέγξουν και καλουπώσουν σύμφωνα με κάποιο πρότυπο που τους βολεύει. Η Μα Ρέινι μάλιστα το λέει στην ταινία πως ο μάνατζέρ της την κάλεσε μόνο μία φορά στο σπίτι του. Αρα η σχέση των μαύρων και των λευκών ειδικά εκείνη την εποχή είχε να κάνει με τη συγκατάθεση των μαύρων ώστε να τους εκμεταλλευτούν οι λευκοί.
Αλλά η Μα Ρέινι δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό. Οσο για μένα, με ικανοποιεί το γεγονός ότι έπαιξα μια γυναίκα που μου θύμιζε αυτές που με μεγάλωσαν. Δεν ξέρω πώς να σας στο πω. Πολύ συχνά δεν αναγνωρίζω τις Αφροαμερικανές όπως παρουσιάζονται στις σελίδες των σεναρίων – αυτήν όμως την αναγνώρισα! Ηταν μια γυναίκα που την Πέμπτη το βράδυ χαιρόταν όργια, ενώ την Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία. Που το Σάββατο έδερνε έναν χοντρό στο μπαρ, ενώ την Κυριακή έψελνε το όνομα του Κυρίου… (γέλια). Επρόκειτο για μια μάζα αντιθέσεων, όπως άλλωστε είμαστε όλοι. Στο κέντρο της μάζας αυτής όμως στεκόταν μια γυναίκα που γνώριζε την αξία της.
● Αισθάνεστε ότι η μουσική και η ηθοποιία συναντιούνται;
Βλέπω τη μουσική και την ηθοποιία σαν ένα και το αυτό. Το τραγούδι και η μουσική μιλούν για την ιστορία ενός προσώπου, ενός συναισθήματος. Αυτό ισχύει οπωσδήποτε με την αφροαμερικανική κουλτούρα και τα μπλουζ, κι ας τα έλεγαν «μουσική του διαόλου» (γέλια). Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να εκφράσεις το συναίσθημα από τη μουσική. Αλλά έτσι βλέπω και τη δημιουργία ενός χαρακτήρα μέσα από τον λόγο. Ο λόγος του Γουίλσον είναι σαν μουσική.
● Η προσωπική ιστορία σας μοιάζει με τα παραμύθια. Μεγαλώσατε σε μια ταπεινή οικογένεια και μόνη σας εξελιχτήκατε σε μια σταρ, διάσημη σε όλο τον κόσμο, έχοντας κερδίσει Οσκαρ και Εmmy. Οταν βλέπετε τον εαυτό σας στο εξώφυλλο του Vanity Fair, ντυμένη με όλη την αίγλη του Χόλιγουντ, πώς αισθάνεστε;
Πολλές φορές αισθάνομαι σαν μια ξένη, ότι πρέπει να κάνω παύση και να συμφιλιωθώ πάλι με τη Βαϊόλα που μεγάλωσε στο Central Falls, στο Ρόουντ Αϊλαντ. Τελευταία αυτό που προσπαθώ να ακολουθήσω είναι κάτι πολύ απλό: να νιώθω ευγνωμοσύνη. Αισθάνομαι ότι το αξίζω. Η καριέρα μου είναι 33 χρόνων! Θέλω να αφήσω τον εαυτό μου να στριγκλίσει από χαρά, σαν να ήμουν το μικρό κορίτσι από το Central Falls που ενθουσιάζεται για όλα που την περιμένουν. Ετσι αισθάνομαι.
● H ζωή σας άρχισε δύσκολα, με φτώχεια και ενδοοικογενειακή βία. Υπάρχουν στιγμές που το παρελθόν σας ζωντανεύει και σας κάνει να αισθάνεστε πάλι ευάλωτη ή μπορείτε να το αναπολείτε από μια ασφαλή απόσταση;
Και τα δύο. Η εμπειρία της πείνας, της βίας και του αλκοολισμού, μέσα στην οικογένεια, όταν ήμουν παιδί, βρίσκονται όλα αδρανή μέσα μου. Οτιδήποτε μπορεί να τα αφυπνίσει – ένα φρούτο που τρώω με το πρωινό μου ή κάποιο άστοχο σχόλιο ενός φίλου. Οτιδήποτε μπορεί να γίνει σπινθήρας για την αίσθηση του τρωτού και της ανημπόριας που ένιωθα όταν ήμουν πέντε χρόνων. Αυτό που με σταθεροποιεί είναι ότι δεν ζω σε εκείνο το περιβάλλον πια, ούτε είμαι πια εκείνο το κοριτσάκι, αν και τα ίχνη της υπάρχουν ακόμα μέσα μου. Οταν ξαφνικά νιώσω ανασφάλεια και ανησυχία, το ξέρω πως προέρχεται από την παιδική μου ηλικία. Τότε κάνω μια συνειδητή προσπάθεια αφήνοντας την 55χρονη να δασκαλέψει την πεντάχρονη: «Βαϊόλα», της λέω, «έχεις μεγάλο ψυγείο τώρα και οι τουαλέτες δουλεύουν…».
● Αναρωτιέμαι αν στην παιδική σας ηλικία κάτι σας έλεγε μέσα σας πως ήσασταν προορισμένη για την τωρινή σας ζωή.
Ναι, είχα τέτοιες στιγμές όταν ήμουν μικρή. Ο Τζόσεφ Κάμπελ, ο σπουδαίος διανοητής, μίλησε για τη σημασία των μύθων και το «ταξίδι του ήρωα» όπου επιτυγχάνεται η ριζική μεταμόρφωση του ανθρώπου. Αισθάνομαι κάπως έτσι γι’ αυτά που πέρασα. Οταν ήμουν μικρή ένιωθα πως η ζωή μου δεν με χωρούσε, πως ήθελα κάτι άλλο, κάτι που δεν ήξερα πώς να το αρθρώσω. Αυτό που συμβαίνει τότε –αν είσαι τυχερός– είναι ότι δέχεσαι τη συμπαράσταση ενός συμμάχου σταλμένου άνωθεν, κάποιου που σου δίνει τον λόγο που ψάχνεις αλλά και την πεποίθηση να το ακολουθήσεις.
Για μένα αυτό το πρόσωπο ήταν η αδελφή μου η Νταϊάν, που γνώρισα για πρώτη φορά όταν ήμουν πέντε χρόνων. Ζούσε με τη γιαγιά μου στη Βόρεια Καρολίνα αφού οι γονείς μου δεν μπορούσαν να μας μεγαλώσουν όλα τα παιδιά μαζί. Μου έκανε μια απλή ερώτηση: «Βαϊόλα, τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Πολύ δυνατή ερώτηση! Τι θέλεις να γίνεις; Κι αυτή η ερώτηση συντάραξε τον νου και την καρδιά μου και ράγισε τη ζωή μου. Ξαφνικά ήξερα το νόημα γι’ αυτό που αισθανόμουν, που με απασχολούσε – πως αν θα δημιουργούσα εγώ τη ζωή μου, έπρεπε να κάνω ένα πράγμα μόνο: να απαντήσω αυτή την ερώτηση. Αυτή ήταν η απαρχή της αναζήτησής μου...