Αυτό το καλοκαίρι, δώδεκα συγγραφείς επιλέγουν ισάριθμους λογοτεχνικούς ήρωες (ελληνικής ή ξένης πεζογραφίας) για να περάσουν μαζί τις διακοπές τους―εντός ή εκτός συνόρων.
Η θερινή διηγηματογραφική παράδοση του Ανοιχτού Βιβλίου συνεχίζει απρόσκοπτα, για ένατη συνεχή χρονιά, με ιστορίες που γράφουν αποκλειστικά για τους αναγνώστες της «Εφ.Συν.» συγγραφείς μιας ανοιχτής τεχνοτροπικής και ηλικιακής βεντάλιας.
Αυτό το καλοκαίρι, δώδεκα συγγραφείς επιλέγουν ισάριθμους λογοτεχνικούς ήρωες (ελληνικής ή ξένης πεζογραφίας) για να περάσουν μαζί τις διακοπές τους―εντός ή εκτός συνόρων. Ενα πρωτότυπο διήγημα, με παιγνιώδη διακειμενική διάθεση (κι όχι μόνο), όπου οι «παραθεριστές» ταξιδεύουν στον χώρο και στο χρόνο και μας μεταδίδουν εικόνες και σκέψεις από «διακοπές» περιπετειώδεις, διασκεδαστικές, απρόσμενες, θυελλώδεις, στοχαστικές, αμφίθυμες, ειρωνικές.
Διακοπές μ’ έναν ήρωα, λοιπόν, καθώς το βιβλιοφιλικό μας ένθετο μεριμνά, εκτός από βιβλιογραφική ενημέρωση και κριτική πυξίδα, και για λογοτεχνική απόλαυση.
Εναρξη «υπό σκιάν», λοιπόν, με τον Νικήτα Σινιόσογλου...
Ολα ξεκίνησαν όπως όλα. Στα μουλωχτά κι ανάξια μιας ανάμνησης. Ξέρω μόνο πως όπου και να πάω υπάρχει ένας Εθνικός Κήπος κι ότι όλοι οι Εθνικοί Κήποι θυμίζουν αφρικάνικες αποικίες, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο, ο δικός σας πάντως ο Εθνικός Κήπος είναι αφρικάνικος πέρα για πέρα, αυτό σας το υπογράφω! Φταίει η ζέστη, λέτε, και τα τριζόνια κι οι παπαγάλοι και τα σμάρια απ’ τα έντομα που στροβιλίζονται και νομίζεις ότι θα τα χαστουκίσεις άμα τους γυρίσεις το μάγουλο, οι φοινικιές και τα ζώα στα κλουβιά.
Τι πλάκες σου επιφυλάσσει η ζωή! Στα καλά καθούμενα γυρνάς σούμπιτος στους Τροπικούς που τους σιχάθηκες πιο πολύ από το γάλα της μάνας σου. Βαραίνει και που τα γαλλικά σας είναι ελεεινά, νεαρέ μου κύριε, που δηλώνετε και συγγραφέας, σαν των νέγρων στις αποικίες και των βρωμερών λευκών εκεί κάτω είναι τα γαλλικά σας, δεν βγάζετε ούτε τα μισά απ’ όσα λέω. Να ’μαστε λοιπόν κι οι δυο χαμένοι στους Τροπικούς των Βαλκανίων, εσείς στο παγκάκι σας κι εγώ στο δικό μου και στη μέση μια μίζερη λίμνη με κατάμαυρους γυρίνους.
Η χώρα «σας» κι ο τόπος «μου», η χώρα «μου» κι ο τόπος «σας»! Δεν είναι εξωφρενικό εδώ το πρώτο πρόσωπο; Σαν τους πωλητές και τα γκαρσόνια: «το ’χω και σε μπεζ», ή «σήμερα έχω μοσχαράκι», λες κι είναι δικά τους τα μαγαζιά και τα εστιατόρια, ενώ είναι χαμίνια κι υπάλληλοι, νομίζουν ότι οι αντωνυμίες αναβαθμίζουν τον άνθρωπο, η γραμματική! Εσείς, πού είστε υπάλληλος; Α, δεν ξέρετε πώς να το πείτε στα γαλλικά! Τίποτα δεν μάθατε στα γαλλικά τα ινστιτούτα! Αυτά κι αν θυμίζουν αποικίες! Εδώ τα καταφέρνουν τα σπίτια σας!
Τα χαράματα ξύπνησα μες στον ιδρώτα απ’ τα περιστέρια και τους γούτους που ’κάναν τα δικά τους στον ακάλυπτο κι ήμουν μεμιάς πίσω στο Κονγκό. Και χθες τρύπωσα στο πολυκατάστημα της πόλης σας κι είδα στον τελευταίο όροφο ένα μπαρ σε στυλ κολονιάλ, ξεφύτρωσε ανάμεσα στις εσπαντρίγιες και τα ρολόγια σε μια εσοχή μέσα, μπαρ που θα ’θελε να θυμίζει τα δικά μας στο Tόγκο και στη Γουινέα, μόνον που είναι faux, καταλαβαίνετε, καθόλου δεν ζέχνει απεριτίφ και μαλάρια, γυαλίζει απ’ την καινουργίλα κι ο ανεμιστήρας δεν δουλεύει καν.
Ακου μπαρ κολονιάλ χωρίς ανεμιστήρα... Τι τα θέλετε, η αυθεντικότητα είναι δύσκολη υπόθεση. Πού να το φανταζόσουν καημένε όταν σκυλόβριζες τις αποικίες στα 1920 πως εκατό χρόνια μετά θα νοσταλγούσες τη χαμέρπεια και τη βρώμα, που ήταν ανθρώπινη τουλάχιστον, δεν μύριζε πολυκατάστημα. Τώρα τα πάντα τρεμοπαίζουν σαν φουγάρο σαπιοκάραβου στον λίβα. Και τα έθνη βυθίζονται σε τεράστιους λόφους από καυτή άμμο. Επιτέλους, λέω εγώ! Πήγα και στο Εθνικό (σας) Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, αυτό που ήταν όμορφο βιομηχανικό κτίριο και του αλλάξατε τα φώτα, κι είδα μια έκθεση με έργα Αφρικανών καλλιτεχνών, πολύ όμορφα όλα, γνήσια αφρικάνικα έργα, αλλά πιο αφρικάνικος είναι ο Εθνικός Κήπος σας, γι’ αυτό κι έρχομαι κάθε μέρα εδώ και θα ’ρχομαι όσο πάει και θα κάθομαι στα παγκάκια σας.
Ελληνικό φως και κουραφέξαλα! Ολα ξεμακραίνουν σας λέω. Πιο ελληνικό φως έχει στην Ισλανδία. Αλλά καταλαβαίνω από αρρώστιες, φταίνε οι Τροπικοί: Η αρρώστια του αυτόχθονα κι όποιου νομίζει πως είναι αυτόχθονας είναι η νεκροφιλία. Α, κι η ανεκδοτολογία, ποιος γνώρισε ποιον σε ποια ταβέρνα. Τη νύχτα νιώθω καλύτερα. Ορίστε! Ενας ακόμη κοινός τόπος της πόλης σας με τις αποικίες· η πόλη σας, κύριε, η πόλη σας είναι τόσο άθλια που μόνον μέσα στη νύχτα γίνεται υποφερτή. Σαν τον κόσμο όλο, ε; Τι να πείτε κι εσείς... Τι Μείζονες Γαλλίες, τι Μεγάλες Ελλάδες!
Το μόνο που τους νοιάζει είναι να σ’ έχουν κάπου ν’ ανήκεις, έστω για λόγους τυπικούς πρέπει να σου βρουν μια θέση στον κόσμο τους να σε σιγοτρώει η ζωή κι ας είναι στου διαόλου τη μάνα. «Θεσμικά» σε διώχνουν οι μεν, «κινηματικά» σε διαολοστέλνουν οι δε, τη χάρη του θεού σού πουλάνε οι άλλοι! Κράτος, Επανάσταση και Θεός απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ αυτόν τον κόσμο. Τα ρετάλια των εθνών βρίσκονται εδώ και παντού, αντέχουν τ’ άτιμα σαν τους τένοντες του χοντροκομμένου σβέρκου. Δεν γίνεται χωρίς έθνη, λέτε! Ποιος ξέρει! Εσείς τι γιορτάζετε, δηλαδή, που λέτε ότι γιορτάζετε; Τα διακόσια χρόνια από την Επανάστασή σας; Είδα το κανόνι ενός σπουδαίου ναυάρχου που το ’χωσαν στην άμμο ανάποδα σαν αποτσίγαρο. Σ’ ένα resort. Καλή ιδέα τη βρήκα. Με νόημα! Με καταλαβαίνετε αλλά δεν με καταλαβαίνετε.
Ετσι περνά η ζωή γιατί έτσι. Εδώ που τα λέμε κι εγώ δεν καταλαβαίνω τη θεωρία σας: Λέτε πως όσο κι αν σιχαθείς τους ανθρώπους πάντα θα υπάρχει ένα βιβλίο, έστω ένα, όπου γυρνάς και συντηρείται για μια ακόμη μέρα η ελάχιστη σύνδεση με την επικράτεια της ζωής... Κοίτα να δεις θεωρία! Και λέτε πως για σας αυτό το βιβλίο ήταν το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», ώσπου σας κρέμασε κι αυτό ακόμη και σας άφησε χωρίς καβάτζα. Να κοιτάτε καλύτερα, κύριε! Οσο εσείς λυπάστε για το «Ταξίδι...» που δεν σας μιλάει πια μπορεί να χάσετε την ευκαιρία να μιλήσετε με τον Φερδινάνδο Μπαρνταμού τον ίδιο. Οπως σας βλέπω και με βλέπετε, μπροστά σας να τον είχατε, δεν θα καταλαβαίνατε ποιος είναι. Μην τους αφήσετε να σας το κάνουν· μη σας το κάνουν κι αυτό! Μα πού πάτε;
* Τελευταίο βιβλίο του Ν. Σινιόσογλου είναι το «Λεωφόρος ΝΑΤΟ» (Δοκιμή περιπλάνησης, Κίχλη, 2019). Το διήγημά του αναφέρεται στον Φερντινάν Μπαρνταμού από το μυθιστόρημα του Λουί Φερντινάν Σελίν «Το ταξίδι στην άκρη της νύχτας» (1932).