Η μεταπολεμική αστική τάξη ζούσε τον μύθο της με τα λεφτά του Σχεδίου Μάρσαλ, τον αποθησαυρισμένο χρυσό της Κατοχής, τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα και τα ύποπτα εμπόρια.
Ηταν κάποτε στα ’50 και αρχές ’60 ένα όνειρο, όπου πρωταγωνιστούσαν ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο ανταγωνισμός με τον Νιάρχο, οι αδελφές Λιβανού, διαζύγια, βαρβιτουρικά, η Ολυμπιακή, η θαλαμηγός Χριστίνα και η Κρεολή, ο Σκορπιός και η Σπετσοπούλα, η Κάλλας, η Τζάκυ, το Ηρώδειο, η Επίδαυρος, η Παξινού και ο Μινωτής, τα Ανάκτορα και οι πριγκιπικοί γάμοι, ο Καραμανλής και η περίφημη πυγμή του, τα έργα στην Ομόνοια και η θεμελίωση του Χίλτον, η θρυλούμενη σχέση του με τον Ευταξία αλλά και με τη Φρειδερίκη, τα κυριακάτικα μεσημέρια του με καλλιτεχνική παρέα σε γνωστή ταβέρνα στο Τατόι, η Υδρα των διάσημων σταρ, η Μύκονος, ο Ταχυδρόμος, οι Εικόνες, οι κοσμικογράφοι… πολύ υλικό για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Μια δέσμη φώτων που συγκεντρωνόταν την πρώτη έπειτα από τις περιπέτειες της καθημαγμένης χώρας, πάνω στο τετράπτυχο πλούτος-δύναμη-λάμψη-γοητεία. Ενα παραμύθι με πρίγκιπες, κροίσους, διακοπές, σταρ, φυσικό κάλλος, αρχαίο πολιτισμό και ίντριγκες.
Μάγευε και αιχμαλώτιζε, έβαζε σε τροχιά την κοσμική Αθήνα της εποχής, πρόφερε ευκαιρίες για δείπνα, επιστράτευε ακόλουθους και χειροκροτητές, διοχέτευε ψιθύρους, δημιουργώντας αστικούς μύθους για πλατιά κατανάλωση και προσδοκίες ανάπτυξης και ευημερίας, ευκαιρίες για επωφελή προξενιά. Η μεταπολεμική αστική τάξη ζούσε τον μύθο της με τα λεφτά του Σχεδίου Μάρσαλ, τον αποθησαυρισμένο χρυσό της Κατοχής, τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα και τα ύποπτα εμπόρια.
Μετά άλλαξε ο καιρός κι η ιστορία, ο Καραμανλής έφυγε με άλλο όνομα μετά τη δολοφονία Λαμπράκη, έφτασε ο Γέρος της Δημοκρατίας και έφυγε με την αποστασία, ήρθε η χούντα, ακολούθησε η Μεταπολίτευση και τα φώτα διαχύθηκαν πάνω σε άλλα πρόσωπα, σε διαφορετικές συνθήκες, σε άλλους πρωταγωνιστές. Αλλη εποχή, άλλες αναπαραστάσεις, νέες γενιές στο προσκήνιο, νέα βιώματα, ρόλοι και ταυτότητες.
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον είναι δυνατόν σήμερα εκείνο το όνειρο να αναβιώσει. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι ισχυροί και διάσημοι έδειξαν υπομονή και ανθεκτικότητα, μετέφεραν τα ενδιαφέροντά τους σε άλλα μήκη και πλάτη, άντεξαν τη μεταξύ τους κοινωνικότητα χωρίς τον γενικό θαυμασμό και το χειροκρότημα των πολλών, ωστόσο φαίνεται πως ποτέ δεν παραιτήθηκαν από τη λαχτάρα τους να παίξουν δημόσιο ρόλο.
Ετσι, πριν αλλά κυρίως κατά την κρίση, μεγάλα ονόματα επέστρεψαν μετεμψυχωμένα σε κοινωφελή ιδρύματα, με την όπερα βεβαίως σε προτεραιότητα, έτοιμοι να συνδράμουν με δωρεές και χορηγίες, όχι μόνο για στενά φιλανθρωπικούς σκοπούς αλλά στο ευρύτερο πεδίο της καλλιτεχνικής ζωής που προσφέρεται για γενναιοδωρίες και δημοφιλία.
Μπορεί να υπάρχει μια μεταμοντέρνα αύρα εύπεπτης αμφισβήτησης σήμερα στις παραγωγές και τα ακροατήρια, στα κτίρια και τις διοργανώσεις, αλλά πλούτη, εφοπλιστές, δημοσιότητα, γκλάμουρ, μεγάλα ονόματα, νησιά και αρχαίο φόντο έχουν καταλάβει το κέντρο της σκηνής, θυμίζοντας όντως τα 50’s.
Μύκονος, Αντίπαρος, Πόρτο Χέλι, σεΐχηδες από τα Εμιράτα, θαλαμηγοί και πλωτά ανάκτορα, θερμές υποδοχές πρώην βασιλέων στο Ηρώδειο, CEO και ιδιοκτήτες εταιρειών-κολοσσών, σχεδιάστριες ρούχων και οίκοι μόδας, δημοσιογράφοι διεθνών media και τραπεζίτες συμμετέχουν με ενθουσιασμό. Αλλά δεν είναι απλώς ιδιώτες, εκατομμυριούχοι έστω σε διακοπές, είναι κάτι παραπάνω που συμβαίνει εδώ.
Προκύπτει μια προστιθέμενη αξία που είναι πολιτική, πρωθυπουργική για την ακρίβεια. Ο σούπερ σταρ Τομ Χανκς και η Ρίτα Γουίλσον συντρώγουν με το πρωθυπουργικό ζεύγος, που πετάγεται στην Αντίπαρο να τους εγχειρίσει τα ελληνικά διαβατήρια, φωτογραφίζονται χαμογελαστοί όλοι μαζί και, στη συνέχεια, ο πρωθυπουργός συνεχίζει για την Επίδαυρο, όπου χειροκροτεί τον Λιγνάδη που γλείφει τον γύψινο Παρθενώνα κοιτάζοντάς τον στα μάτια, πριν αποκαλυφθούν οι παιδεραστίες.
Τούτο το καλοκαίρι οι φιλίες δυναμώνουν, προστίθενται ο Τζεφ Μπέζος της Αμαζον, ο Μπάρι Ντίλερ και η Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ που έχει συμπεθεριά με τους Γλίξμπουργκ και άλλα πρόσωπα του διεθνούς τζετ σετ, όπως μας ενημερώνουν με λεπτομέρειες οι κοσμικογράφοι που ξανάπιασαν δουλειά.
Καθετί με τη σειρά του, κι ο οίκος Ντιόρ που προηγήθηκε και άλλα που φημολογείται ότι έπονται, αλλά όλα συνθέτουν τη νέα εικόνα αναβίωσης ενός παλιού ονείρου. Είναι η απόπειρα μιας πολιτικής διαχείρισης που επιζητά και επιδεικνύει τη συναναστροφή με τον βαθύ κοσμοπολιτικό πλούτο, με στόχο να κεφαλαιοποιήσει υπέρ της τη δημοσιότητα, το κύρος, την ισχύ και να αυξήσει τους πραγματικούς και συμβολικούς πόρους της που θα υποστηρίξουν με πολλούς τρόπους το καθεστώς της επιδιωκόμενης πολιτικής της μονιμότητας.
Ο αρχαιολάτρης πρωθυπουργός που εγκαινίασε το ενδιαφέρον του για την πολιτιστική κληρονομιά με το γνωστό ατόπημα περί δανεισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα και που συνέχισε με την αβάσιμη ενοποίηση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με το Πολυτεχνείο, ο φιλότεχνος πρωθυπουργός που επισκέφθηκε το ΕΜΣΤ διαφημίζοντας το πανάκριβο ηλεκτροκινούμενο αυτοκίνητο του Ελον Μασκ, συνθέτει τώρα ένα όνειρο αισιοδοξίας και επενδύσεων από ξένους μεγιστάνες που, «ακόμη κι αν δεν επενδύσουν κάνουν διαφήμιση στη χώρα», ενισχύοντας με την παρουσία τους και μόνο το brandname της. Εξοχα. Τα φαντάσματα των 50’s επανέρχονται; Μπορεί εκείνο το παλιό όνειρο να αναβιώσει στην ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού σήμερα;
Ναι, μετά από δύο χρόνια διακυβέρνησης φαίνεται να είναι ένα από τα μονοπάτια, δείγμα ενός ακατάλυτου νοσταλγικού δεσμού με το καταγωγικό μυθοποιημένο παρελθόν του παλιού κοσμοπολιτισμού.
*Πρώην υπουργός Πολιτισμού