Αυτό το καλοκαίρι, δώδεκα συγγραφείς επιλέγουν ισάριθμους λογοτεχνικούς ήρωες (ελληνικής ή ξένης πεζογραφίας) για να περάσουν μαζί τις διακοπές τους – εντός ή εκτός συνόρων.
Η θερινή διηγηματογραφική παράδοση του Ανοιχτού Βιβλίου συνεχίζεται απρόσκοπτα, για ένατη συνεχή χρονιά, με ιστορίες που γράφουν αποκλειστικά για τους αναγνώστες της «Εφ.Συν.» συγγραφείς μιας ανοιχτής τεχνοτροπικής και ηλικιακής βεντάλιας.
Αυτό το καλοκαίρι, δώδεκα συγγραφείς επιλέγουν ισάριθμους λογοτεχνικούς ήρωες (ελληνικής ή ξένης πεζογραφίας) για να περάσουν μαζί τις διακοπές τους – εντός ή εκτός συνόρων. Ενα πρωτότυπο διήγημα, με παιγνιώδη διακειμενική διάθεση (κι όχι μόνο), όπου οι «παραθεριστές» ταξιδεύουν στον χώρο και στον χρόνο και μας μεταδίδουν εικόνες και σκέψεις από «διακοπές» περιπετειώδεις, διασκεδαστικές, απρόσμενες, θυελλώδεις, στοχαστικές, ερωτικές, αμφίθυμες, ειρωνικές.
Διακοπές μ’ έναν ήρωα λοιπόν, καθώς το βιβλιοφιλικό μας ένθετο μεριμνά, εκτός από βιβλιογραφική ενημέρωση και κριτική πυξίδα, και για λογοτεχνική απόλαυση.
Συνέχεια με την Ερση Σωτηροπούλου.
Πέρα στο βάθος, πάνω στην ευθεία γραμμή που χώριζε τη λίμνη από τον ουρανό, είδα μια ανδρική φιγούρα να πλησιάζει. Η φιγούρα γλιστρούσε πάνω στο νερό. Οσο πλησίαζε μίκραινε. Γύρισα στον φίλο μου. «Βλέπεις αυτό που βλέπω;» ρώτησα. Χαμογέλασε χωρίς ν’ απαντήσει. Είχαμε φτάσει στην όαση της Σίουα ταλαιπωρημένοι αλλά με καλή διάθεση. Το μόνο βιβλίο που είχαμε πάρει μαζί μας ήταν το Ρώτα τη σκόνη του Τζον Φάντι.
Ο άντρας είχε γίνει μια κουκκίδα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ καμιά εξήγηση. Υπήρχαν τρεις ανεμοδαρμένες φοινικιές στην άκρη της λίμνης που οι ισχνοί κορμοί τους έγερναν παρακλητικά, καθώς το περίγραμμά των φύλλων τους έσβηνε στη θολούρα. Από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόταν ένα γαϊδουράκι κι ένας φελάχος μαζί του που το οδηγούσε με λουρί. Οταν το γαϊδουράκι ήρθε κοντά μας, πρόσεξα ότι φορούσε κάτι σαν κόσμημα, ένα μπλε περιδέραιο στο μέτωπό του. Κοίταξα πάλι τη λίμνη. Η φιγούρα πάνω στο νερό είχε εξαφανιστεί.
Εκανε ζέστη. Η αντηλιά μού έκαιγε τα βλέφαρα. Υστερα ο ήλιος βυθίστηκε στη λίμνη και ξαφνικά ήταν νύχτα. Η γεννήτρια λειτούργησε ακόμα για λίγη ώρα, από κάπου αντήχησε ένα μακρόσυρτο τσίριγμα και μετά πίσσα σκοτάδι. Μαζέψαμε τα πράγματά μας και μπήκαμε σκουντουφλώντας στο δωμάτιο. Καθίσαμε στην άκρη του κρεβατιού. Ο φίλος μου στερέωσε στο μέτωπό του ένα φακό με κορδέλα που έδεσε πίσω από το κεφάλι του. Ηθελε να μου διαβάσει τη σκηνή που ο Αρτούρο Μπαντίνι -ο ήρωας του βιβλίου του Φάντι- πηγαίνει για καφέ σ’ ένα μπαρ όπου συναντάει για πρώτη φορά την Καμίλα, μια Μεξικάνα σερβιτόρα την οποία πρόκειται να ερωτευθεί παράφορα.
Καθώς πέφταμε στο κρεβάτι τον ρώτησα:
«Δεν πρόσεξες τον άντρα που περπατούσε πάνω στο νερό;»
«Ποιον άντρα;»
«Πλάκα μου κάνεις;»
Είχε πάρει το γνωστό περιπαιχτικό ύφος του.
«Το γαϊδουράκι με τον φελάχο τούς είδες;»
«Ποιο γαϊδουράκι; Ποιον φελάχο;»
Τον αγκάλιασα και στριμώχτηκα δίπλα του στο κρεβάτι. Εκείνος κράτησε τον φακό στο μέτωπό του κι άρχισε να διαβάζει:
«Ηταν απαίσιος καφές. Οταν έριξα την κρέμα, συνειδητοποίησα πως δεν ήταν κρέμα, γιατί πήρε ένα γκριζωπό χρώμα και ήταν σαν να πίνεις βραστά κουρέλια. Είχα ξοδέψει την τελευταία μου πεντάρα και θύμωσα. Κοίταξα το κορίτσι που σερβίριζε πιο πέρα. Βρισκόταν πέντε ή έξι τραπέζια μακριά, σερβίροντας μπίρες από ένα δίσκο. Η πλάτη της ήταν γυρισμένη σ’ εμένα και είδα τη σφιχτή ομαλότητα των ώμων της κάτω από τη λευκή ποδιά, το αδιόρατο ίχνος των μυών στα μπράτσα της και τα μαύρα μαλλιά της, τόσο ακατάστατα και γυαλιστερά, που έπεφταν στους ώμους της».
Ηταν η στιγμή που ο Μπαντίνι αρχίζει να ερωτεύεται την Καμίλα και η σκηνή έδινε το στίγμα αυτού που θα ακολουθούσε. Αφραγκος αλλά γεμάτος ελπίδες, περνώντας συνέχεια από τη μεγαλομανία στην αυτοϋποτίμηση, πολύ σύντομα ο ήρωας θα παγιδευόταν σε μια σχέση έλξης-αποστροφής.
«Διάβασέ το πάλι», είπα.
«Ηταν απαίσιος καφές», άρχισε πάλι. «Οταν έριξα την κρέμα, συνειδητοποίησα πως δεν ήταν κρέμα, γιατί πήρε ένα γκριζωπό χρώμα και ήταν σαν να πίνεις βρασμένα κουρέλια...».
«Βρασμένα ή βραστά κουρέλια;» τον έκοψα.
«Βρασμένα».
«Το γαϊδούρι φορούσε ένα περιδέραιο ανάμεσα στ’ αυτιά και δεν το είδες;»
«Δεν το είδα. Θα σου διαβάσω λίγο παρακάτω».
«Διάβασέ μου τη σκηνή που η Καμίλα γελάει».
«Ξαφνικά γέλασε ξανά. Ηταν μια κραυγή, ένα τρελό γέλιο σαν θόρυβος πιατικών και τελείωσε τόσο γρήγορα όσο ξεκίνησε. Κοίταξα ξανά τα πόδια της. Μπορούσα να νιώσω κάτι μέσα της να υποχωρεί. Ηθελα να την πληγώσω».
Είχα αρχίσει να κοιμάμαι. Εβλεπα τη σκηνή ζωντανή μπροστά μου, με τον Μπαντίνι στο τραπέζι, την Καμίλα όρθια. Είχα διαβάσει το βιβλίο άπειρες φορές. Το θυμόμουν απέξω. Στον ύπνο μου υπήρχε ένα κουνούπι που έκανε βόλτες γύρω από τον φακό στο μέτωπο του φίλου μου. Υστερα στη θέση του φακού μπήκε ένα μπλε περιδέραιο, το κουνούπι συνέχισε να στριφογυρίζει σε ομόκεντρους κύκλους και δυο μεγάλα αυτιά απαλά σαν γκρίζα γάντια φύτρωσαν στο κεφάλι του. Οταν ξύπνησα, εκείνος διάβαζε το τέλος του βιβλίου. Ο Μπαντίνι οδηγεί στην έρημο Μοχάβι, εκεί που εξαφανίστηκε η Καμίλα. Στο διπλανό κάθισμα υπάρχει ένα αντίγραφο του βιβλίου του, είναι το πρώτο του βιβλίο, αυτό που αγωνίζεται να ολοκληρώσει από την αρχή της ιστορίας. Με μολύβι γράφει την αφιέρωση: Στην Καμίλα, με αγάπη, Αρτούρο. Βγαίνει από το αυτοκίνητο και προχωράει στην έρημο. Μπροστά του, κατά μήκος της Μοχάβι, το νέφος της ζέστης αρχίζει να υψώνεται σαν τείχος που λαμπυρίζει. Πετάει το βιβλίο μακριά προς την κατεύθυνση που η Καμίλα χάθηκε. Γυρίζει στο αυτοκίνητο, βάζει μπρος και οδηγεί πίσω στο Λος Αντζελες. Καθώς διαβάζουμε τις τελευταίες γραμμές, αντιλαμβανόμαστε ότι το μυθιστόρημα του Μπαντίνι είναι το βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας.
«Μα το διάβασες όλο;» ρώτησα.
Δεν απάντησε. Είχε αποκοιμηθεί.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και άνοιξα την πόρτα. Το τοπίο της λίμνης έμοιαζε εξωπραγματικό. Σιρίτια από χρυσαφί φως έπεφταν από τον ουρανό σχηματίζοντας τρεμουλιαστές κηλίδες στην επιφάνεια του νερού. Οι τρεις φοινικιές ανάσαιναν στον δροσερό αέρα. Είχε αρχίσει να χαράζει, αλλά ο ήλιος θα έμενε κρυμμένος ακόμη. Η γραμμή του ορίζοντα είχε χαθεί.
Στο διήγημα εμπλέκεται ο Αρτούρο Μπαντίνι, ήρωας του John Fante από το μυθιστόρημα «Ρώτα τη σκόνη» (1939· κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μτφρ. Γ. Λειβαδά, εκδ. Μεταίχμιο, 2017).
Τελευταίο βιβλίο της Ερ. Σωτηροπούλου είναι το «Ανθρωπος στη θάλασσα» (Πατάκης, 2018).