Ο ακροδεξιός πρόεδρος της Βραζιλίας, Ζαΐρ Μπολσονάρο, φροντίζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα να επιδεικνύει τις άριστες σχέσεις που διατηρεί με τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, θέλοντας έτσι να φιμώσει τις δημοκρατικές φωνές που του καταλογίζουν ευθύνες για το μισό εκατομμύριο θανάτους από κορονοϊό, τη διαφθορά και την αποδόμηση του κοινωνικού ιστού από τη φτώχεια και την ανεργία
Τα τανκς κατέβηκαν ξανά στους δρόμους της Μπραζίλια, σε μια πρωτοφανή στα χρόνια της βραζιλιάνικης μεταπολίτευσης επίδειξη δύναμης, ενορχηστρωμένη μάλιστα από τον ακροδεξιό πρόεδρο Ζαΐρ Μπολσονάρο για να προειδοποιήσει πως «ο στρατός μου» -όπως τον αποκαλεί- βρίσκεται πάντα πλάι του για κάθε ενδεχόμενο. Η απειλητική πρωτοβουλία δεν κατάφερε να αποτρέψει τη μεγαλύτερη πολιτική ήττα της θητείας του: την καταψήφιση την ίδια ημέρα στη Βουλή πρότασής του για αλλαγή του εκλογικού συστήματος.
Την 10η Αυγούστου εκατοντάδες στρατιώτες και 150 άρματα μάχης βρέθηκαν έξω από το Πλανάλτο, το προεδρικό μέγαρο της Βραζιλίας, με πρόφαση να επιδώσουν στον Μπολσονάρο πρόσκληση για να παρακολουθήσει ασκήσεις του Ναυτικού, ασκήσεις που γίνονται κάθε χρόνο αλλά ποτέ ώς τώρα δεν είχε προσκληθεί ο αρχηγός του κράτους με στρατιωτική παρέλαση.
Δυο κόσμοι απέναντι
Με τους οπαδούς του προέδρου να επευφημούν τις Ενοπλες Δυνάμεις κραδαίνοντας εθνικές σημαίες, αλλά και δημοκράτες διαδηλωτές να προσφέρουν συμβολικά λουλούδια στους στρατιώτες, τα τανκς έκαναν στάση και μπροστά από το Κοινοβούλιο, εκεί όπου την ίδια ημέρα συζητήθηκε και –παρά την εκβιαστική στρατιωτική παρουσία- καταψηφίστηκε νομοσχέδιο που προωθούσε ο Μπολσονάρο για αλλαγή του συστήματος ηλεκτρονικής ψηφοφορίας.
Βασική του πρόβλεψη ήταν να υπάρξουν συμπληρωματικά τυπωμένα ψηφοδέλτια σε κρίσιμες ζώνες με δικαιολογία τη διευκόλυνση της ανακαταμέτρησης για την αποφυγή «νοθείας». Για «τραγική σύμπτωση» της καθόδου των τανκς με την ψηφοφορία έκανε λόγο ο Αρτουρ Λίρα, πρόεδρος της Βουλής και σύμμαχος του υμνητή της δικτατορίας προέδρου, ενώ το αποτέλεσμα στάθηκε καταπέλτης για τον Μπολσονάρο, αφού από τις 308 ψήφους που απαιτούνταν για την έγκρισή του συγκέντρωσε μόνο 229.
Η ηλεκτρονική ψήφος είναι το νέο μέτωπο που έχει ανοίξει ο πρόεδρος από τότε που άρχισε να μειώνεται δραματικά η δημοτικότητά του και αφότου όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ο βασικός αντίπαλός του, ο πρώην πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα, προηγείται με περισσότερες από 20 μονάδες διαφορά και θα μπορούσε να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2022 ακόμη και από τον πρώτο γύρο.
Είναι τότε που ο Μπολσονάρο «ανακάλυψε» πως το σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας που ισχύει από το 1996 –αυτό με το οποίο εξελέγη βουλευτής στις τέσσερις τελευταίες του θητείες και το 2018 πρόεδρος- δεν εγγυάται διαφάνεια και ευνοεί τη χειραγώγηση και τη νοθεία. Εκτοτε επαναλαμβάνει τις αβάσιμες κατηγορίες πως αυτό έγινε το 2014, όταν κέρδισε τις προεδρικές η Ντίλμα Ρούσεφ, αλλά και το 2018 όταν λόγω νοθείας δεν κέρδισε από τον πρώτο γύρο, αλλά στον δεύτερο.
Με τον φόβο του Λούλα
Αναπτύσσοντας μια ακόμη θεωρία συνωμοσίας που υποτίθεται ότι απεργάζονται σκοτεινές δυνάμεις εναντίον του –με πρώτο το Ανώτατο Εκλογοδικείο- για να φέρουν στην εξουσία «έναν κλέφτη», όπως αποκαλεί τον Λούλα, πρώτα απείλησε πως δεν θα αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των εκλογών εάν γίνουν με αυτό το «βρόμικο» εκλογικό σύστημα κι έπειτα προχώρησε σε ακόμη πιο επικίνδυνα μονοπάτια, προειδοποιώντας ότι αν δεν αλλάξει το σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας με άλλο «αξιόπιστο», όπως αυτό που προτείνει, μπορεί και να μη γίνουν οι προεδρικές.
Μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας, μιλώντας σε οπαδούς του που είχαν συγκεντρωθεί έξω από την προεδρική κατοικία, επανέλαβε τα περί νοθείας και αναξιοπιστίας του συστήματος, επιμένοντας πως «Σήμερα έχουμε ενδείξεις ότι οι εκλογές [του 2022] θα είναι μια διαδικασία της οποίας τα αποτελέσματα της καταμέτρησης δεν θα μπορούμε να εμπιστευτούμε» και αμφισβήτησε ξανά την αμεροληψία του Ανώτατου Εκλογοδικείου αλλά και του Ανώτατου Δικαστήριου, με τα οποία έχει ανοίξει πόλεμο.
Μετά την άρνησή του να καταθέσει ώς τις αρχές Αυγούστου αποδείξεις για τις κατηγορίες του για τα περιστατικά νοθείας που συστηματικά καταγγέλλει, την περασμένη εβδομάδα το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να συμπεριλάβει τον Μπολσονάρο σε έρευνα που έχει ξεκινήσει από το 2019 σχετικά με συντονισμένες και συστηματικές επιθέσεις στο δημοκρατικό σύστημα –περιλαμβανομένων ψεμάτων και παραπληροφόρησης- μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.
Ο δικαστής του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Αλεξάντρε ντε Μοράες που διερευνά την υπόθεση αποδέχθηκε σχετικό αίτημα του προέδρου του Ανώτατου Εκλογοδικείου Λουίς Ρομπέρτο Μπαρόζο για να διερευνηθεί ο πρόεδρος για διασπορά ψευδών ειδήσεων για την αξιοπιστία του εκλογικού συστήματος και για άλλα 10 σχετικά αδικήματα.
Ο Μπολσονάρο, που είχε ξεσπαθώσει εναντίον του Μπαρόζο αποκαλώντας τον «πουτάνας γιο» και κατά του Μοράες απειλώντας τον ότι «θα έρθει η σειρά του», χαρακτήρισε παράνομη την έρευνα εναντίον του και διολισθαίνοντας ακόμη βαθύτερα στον αυταρχικό κατήφορο που έχει επιλέξει, προειδοποίησε πως θα απαντήσει «εκτός των ορίων του Συντάγματος».
Ποιους θέλει να εκφοβίσει
Ούτε μια εβδομάδα μετά κατέβασε τα τανκς στην πρωτεύουσα στέλνοντας ένα απονενοημένο μήνυμα. Το φάντασμα της δημοκρατικής εκτροπής και της παρέμβασης του στρατού είναι η μόνη επωδός που έχει απομείνει στον Μπολσονάρο την ώρα που χάνει ερείσματα και ο κλοιός σφίγγει γύρω του. Η Γερουσία τον διερευνά για την καταστροφική διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού που έχει στοιχίσει τη ζωή σε σχεδόν 570.000 άτομα και για διαφθορά στις σχετικές προμήθειες στο στρατιωτικοποιημένο υπουργείο Υγείας: ένας λοχίας, επτά απόστρατοι συνταγματάρχες και ένας εν ενεργεία στρατηγός εμπλέκονται στο σκάνδαλο.
Σήμερα, 14 εκατ. Βραζιλιάνοι είναι άνεργοι και 34 εκατ. επιβιώνουν με επισφαλείς ή περιστασιακές δουλειές. Περισσότερα από 46 εκατ. πολίτες γνωρίζουν επισιτιστική επισφάλεια και άλλα 8 εκ. πεινάνε. Στο Κογκρέσο εκκρεμούν 123 αιτήματα για παραπομπή του σε πολιτική δίκη. Για πρώτη φορά το 51% των Βραζιλιάνων απορρίπτει τη διακυβέρνησή του. Και πρόσφατα του γύρισαν την πλάτη ακόμη και διαπρεπείς επιχειρηματίες και θρησκευτικοί ηγέτες που δημοσιοποίησαν μανιφέστο με τίτλο «Οι εκλογές θα γίνουν και θα είναι σεβαστές», στο οποίο καταγγέλλουν «τον αυταρχικό τυχοδιωκτισμό του προέδρου».
Αδυνατώντας να δώσει απτές απαντήσεις στα πραγματικά προβλήματα της χώρας και βλέποντας τις φιλοδοξίες του για επανεκλογή να εξανεμίζονται, ο Μπολσονάρο ενθαρρύνει με κάθε μέσο μια ρήξη με τους θεσμούς, όπως ακριβώς επιχείρησε ο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, προειδοποιεί ο Γκασπάρντ Εστράδα, διευθυντής του Πολιτικού Παρατηρητηρίου Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής του Πανεπιστημίου Sciences Po στο Παρίσι.
«Ο Μπολσονάρο όχι μόνο προωθεί τη μη τήρηση της συνταγματικής πειθαρχίας στον Στρατό, αλλά και απειλεί να παρεμποδίσει τη διενέργεια εκλογών το 2022. Ολα αυτά τα γεγονότα συνιστούν δείγματα μιας δημοκρατίας που απειλείται όλο και περισσότερο. Και το πρόβλημα στη Βραζιλία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, είναι πως η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων έχει παίξει κεντρικό ρόλο σε αυτό τον στόχο, βάζοντας πολλές φορές πλάτη στις αυταρχικές επιθέσεις του απόστρατου λοχία».