Ντοναφουγκάτα |

Αυτό το καλοκαίρι δώδεκα συγγραφείς επιλέγουν ισάριθμους λογοτεχνικούς ήρωες (ελληνικής ή ξένης πεζογραφίας) για να περάσουν μαζί τις διακοπές τους - εντός ή εκτός συνόρων.

Η θερινή διηγηματογραφική παράδοση του Ανοιχτού Βιβλίου συνεχίζεται απρόσκοπτα, για ένατη συνεχή χρονιά, με ιστορίες που γράφουν αποκλειστικά για τους αναγνώστες της «Εφ.Συν.» συγγραφείς μιας ανοιχτής τεχνοτροπικής και ηλικιακής βεντάλιας.

Αυτό το καλοκαίρι δώδεκα συγγραφείς επιλέγουν ισάριθμους λογοτεχνικούς ήρωες (ελληνικής ή ξένης πεζογραφίας) για να περάσουν μαζί τις διακοπές τους - εντός ή εκτός συνόρων. Ενα πρωτότυπο διήγημα, με παιγνιώδη διακειμενική διάθεση (κι όχι μόνο), όπου οι «παραθεριστές» ταξιδεύουν στον χώρο και στον χρόνο και μας μεταδίδουν εικόνες και σκέψεις από «διακοπές» περιπετειώδεις, διασκεδαστικές, απρόσμενες, θυελλώδεις, στοχαστικές, ερωτικές, αμφίθυμες, ειρωνικές.

Διακοπές μ’ έναν ήρωα λοιπόν καθώς το βιβλιοφιλικό μας ένθετο μεριμνά, εκτός από βιβλιογραφική ενημέρωση και κριτική πυξίδα, και για λογοτεχνική απόλαυση.

 

Συνέχεια με την Κατερίνα Σχινά.


7 Ιουλίου 186…. Φτάνουμε απόβραδο, καραβοτσακισμένοι, είδαμε και πάθαμε να μπούμε στο λιμάνι. Στα μάτια μου, η Κατάνια, ένας μπερδεμένος λαβύρινθος. Τρούλοι και αιχμηρά καμπαναριά, μοναστήρια μαύρα σαν πίσσα όμοια με κοιμισμένα παχύδερμα, σκοτεινοί δρόμοι, στρατιώτες παντού. Οι άσπροι τελαμώνες τους, χιαστί στο στήθος σαν πλαγιασμένοι σταυροί, φεγγίζουν στο σύθαμπο. Ο ιερέας που με συνοδεύει, λαλίστατος, με νανουρίζει με τη φλυαρία του στον δρόμο για τη Μονή του Σαν Νικολό, όπου θα καταλύσουμε τη νύχτα. Στον ξενώνα, πανύψηλο σκληρό κρεβάτι, κολλαριστά σεντόνια από χοντρό δίμιτο, δεν δροσίζουν. Ασχημος ύπνος.

8 Ιουλίου 186…, 4.30 π.μ. Ξεκινάμε προτού ξημερώσει. Διασχίζουμε αλλόκοτα χωριά, γαλαζωπά στις πρώτες ακτίνες, πετρόχτιστα γεφύρια πάνω από χειμάρρους ολότελα στεγνούς, απέραντα κιτρινισμένα λιβάδια, διψασμένα όσο κι εμείς. Ζέστη, σκόνη, ανία. «Σιτσίλια, Σιτσίλια!» Η φωνή του ιερέα, ξέπνοη, βραχνή, μινυρίζει αδιάκοπα στο αυτί μου, σαν παράπονο του πυρακτωμένου τοπίου. «Κακή στιγμή διάλεξε ο πατέρας σας να σας στείλει στον φίλο του», λέει και ξαναλέει ξεφυσώντας, σφουγγίζοντας μ’ ένα δαντελωτό μαντίλι το μέτωπό του. «Με τόσες ταραχές, ερυθροχίτωνες παντού, είναι αυτή εποχή για διακοπές και ταξίδια; Κι εσείς τόσο νέος, σχεδόν παιδί, πόσων ετών είπαμε πως είστε;» Αυξάνω την ηλικία μου κατά ένα χρόνο, «δεκαέξι», του απαντώ. Με κοιτάζει δύσπιστα, η ευπρέπεια δεν του επιτρέπει να με αμφισβητήσει.

11.30 π.μ. Στάση επιτέλους. Πανδοχείο έξω από την Καλτανισέτα. Κουτσό τραπέζι στη σκιά μιας φρυγμένης κληματαριάς, σκαμνιά για να καθίσουμε. Η γυναίκα του πανδοχέα, κοντή, παχουλή, σμιχτοφρύδα, μας παρουσιάζει το γεύμα: ψητός λαγός και καρυκευμένα ορτύκια. «Φυλαχθείτε!» μου ψιθυρίζει ο ιερέας. «Μην τα αγγίξετε!» Και με προειδοποιεί ότι πιθανότατα θα δοκίμαζα, αντί λαγού, «γαλή σφαγμένη προ πολλών ημερών». Περιοριζόμαστε σε ψωμί και τυρί, το άσπρο, κριτσανιστό Κανεστράτο, το τυρί των Κυκλώπων. Γεμίζει το ποτήρι μου κρασί, αστράφτει σαν ρουμπίνι στον ήλιο. «Νέρο ντ’ άβολα», εξηγεί. «Νέκταρ». Πίνουμε στην υγειά του Ομήρου.

12.15 μ.μ. Ιαχές διαλύουν την ησυχία. Στην αυλή εισβάλλει ενθουσιώδες πλήθος. Κολάρα στολισμένα με τρίχρωμες κονκάρδες, κόκκινα σιρίτια στις γραβάτες, αιματόχρωμα πουκάμισα. Ο παπάς τινάζεται όρθιος. Κάποιον έχει εντοπίσει ανάμεσα στο πλήθος. Φωνάζει ένα όνομα, δεν το ακούω καλά μέσα στο πανδαιμόνιο. Ξαναφωνάζει. Ενας νέος στρέφεται· το μάτι του είναι καλυμμένο με μαύρο επίδεσμο. «Ποιος είναι;» ρωτάω, αλλά ο παπάς με αγνοεί. Αστράφτει ολόκληρος, αναπηδά με το χέρι υψωμένο, του γνέφει. Ο νέος έρχεται προς το μέρος μας χαμογελώντας, αγκαλιάζονται. Βλέπει τ’ ανέγγιχτα πιάτα μας, «Δεν είχες καπονάτα μωρέ;» φωνάζει στον ξενοδόχο, τραβάει ένα σκαμνί και κάθεται μαζί μας. Μιλάνε γρήγορα, δεν ξεδιαλύνω τι λένε, μονάχα ένα όνομα έρχεται και ξανάρχεται, σαν τρυφερή επίπληξη, «Τανκρέντι, Τανκρέντι…» Ο νεαρός τον πειράζει με ειρωνική στοργή, ξεσκονίζει το τρίκοχό του, αφήνει τα λόγια του ασχολίαστα. Επειτα γυρνάει σε μένα, ρωτάει ποιος είμαι, από πού έρχομαι. Οταν ακούει Corfù, ξεσπάει σε γέλια. «Α, αυτός στενάζει με τους Αγγλους, νοσταλγεί τους Γάλλους και λαχταράει τους Ελληνες». Με χτυπάει στην πλάτη: «Μην ανησυχείς φίλε μου, έρχεται και για σας ο καιρός!» «Τον πηγαίνω στον θείο σας, τον principe», λέει ταπεινά ο ιερέας. «Θυμάστε τον Κερκυραίο κτηματία που φιλοξενήσατε στη βίλα Φαλκονέρι, όταν ζούσε ακόμη ο πατέρας σας; Γιος του».

4 μ.μ. Ο παπάς κοιμάται με το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο και το στόμα μισάνοιχτο. Διώχνω τις μύγες που βουίζουν γύρω μας. Αναρωτιέμαι τι ήθελε να πει αυτός ο Τανκρέντι. Ποιος καιρός έρχεται και για μας; Ολοι αυτοί οι άντρες με τα κόκκινα πουκάμισα γιόρταζαν τον δικό τους «καιρό»; Ποιοι Αγγλοι, ποιοι Γάλλοι, ποιοι Ελληνες; Σκέφτομαι τον πατέρα μου, τα πάρε δώσε με τον Αγγλο αρμοστή. Ερχεται στον νου μου εκείνος ο καβγάς του με τον σέμπρο μας λίγο πριν με ξαποστείλει με τον παπά εδώ, στην άλλη άκρη του κόσμου· το βλέμμα του, όταν ο ποπολάρος τον φώναξε, σαν να τον έφτυνε, «παλιοκομεστά»· η άρνησή του να μου εξηγήσει τι σήμαινε η βρισιά· τα ψιθυριστά λόγια της μητέρας μου, το βράδυ: «Ο πατέρας σου πιστεύει ότι τα πάντα βαίνουν καλώς υπό την αγγλική προστασία. Θέλει να μείνουν τα πράγματα ως έχουν, come sta».

5 μ.μ. Ξανά στην άμαξα. Η ζέστη δεν έχει κοπάσει. Γύρω μας κυματίζει το πένθιμο τοπίο του κάμπου, κίτρινο από τις καλαμιές, μαύρο από τα καμένα άγανα. Ο παπάς, ωστόσο μοιάζει αναζωογονημένος. Και να τον ρωτήσω, δεν θα μου πει τι εννοούσε ο Τανκρέντι. Τι ήταν όλοι αυτοί οι άντρες με τα κόκκινα πουκάμισα. Τι διακοπές με περιμένουν στη Σικελία, μέσα στον αναβρασμό. Γιατί με έστειλε ο πατέρας μου εδώ πέρα, άραγε να με προφυλάξει, από τι;

Μόνο αυτές οι δυο σελίδες διαβάζονταν από το μουχλιασμένο ημερολόγιο του παππού του παππού μου. Γερμένη στο ντιβάνι κάτω από τη μουριά, στους Μακράδες, πασχίζω να ξεχωρίσω τις λέξεις, ιταλικές τις περισσότερες, πού και πού κάποια ελληνική, ανορθόγραφη. Απνοια, ζέστη, ακινησία των πάντων. Μια ακόμα λέξη, αχνή, εκεί όπου δεν είχε τρέξει το μελάνι, Donnafugata, και ο τελευταίος απόηχος εκείνων των διακοπών: Perche tutto rimanga com'è…


*Συνομιλεί με τον «Γατόπαρδο» (1958), το εμβληματικό μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα.

**Τελευταίο βιβλίο της Κ. Σχινά είναι το δοκίμιο «Καλή και ανάποδη» (Κίχλη, 2014), Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής 2015, του οποίου επίκεται η γερμανική έκδοσή του, εκδ. Converso, μτφρ. Doris Wille.


Πηγή

Σχόλια

To ergasianews.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη και μόνο αυτόν. Παρακαλούμε πολύ να είστε ευπρεπείς στις εκφράσεις σας. Τα σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται, ενώ οι χρήστες που προκαλούν ή υβρίζουν θα αποκλείονται.

Δείτε επίσης

Ανδρουλάκης: «Ποιος λαΐκιζε όταν το 2019 υποσχόταν οριζόντια μείωση ΦΠΑ;»

Με τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Στέλιο Αγγελούδη, συναντήθηκε το μεσημέρι της Δευτέρας ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος …